Μολονότι δεν μπορεί επακριβώς να επιβεβαιωθεί (ουδείς εν Ελλάδι προτίθεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων να αναλάβει ή να αναθέσει στατιστικές έρευνες για την αγορά του βιβλίου), η αίσθηση που έχουν όσοι παρακολουθούν από κοντά τα πράγματα είναι πως εδώ και κάποιο διάστημα υπάρχει μια τάση υποχώρησης της ελληνικής πεζογραφίας τόσο στο επίπεδο της ζήτησης όσο και σε εκείνο της προσφοράς. Οι νεότερες ηλικίες μοιάζει να στρέφουν την προσοχή τους (κι αυτό επηρεάζει ενδεχομένως και τις παλαιότερες γενιές) στους ξένους συγγραφείς, μυθιστοριογράφους αλλά και διηγηματογράφους, προερχόμενους από τα πιο διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Πολλοί νέοι προτιμούν επίσης να διαβάσουν τα καινούργια βιβλία στα αγγλικά ενώ έχει αυξηθεί εντυπωσιακά και ο αριθμός των μεταφράσεων (καμία σχέση με τον σαφώς πιο περιορισμένο όγκο της μεταφραστικής παραγωγής πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια). Το ίδιο φαινόμενο αντανακλάται και στις σελίδες που διαθέτει ο Τύπος για τα λογοτεχνικά βιβλία, όπου το μερίδιο του λέοντος διεκδικεί η ξένη πεζογραφία. Οι νέοι δηλώνουν μάλιστα συχνά στις παρέες και τις συντροφιές τους (μεταξύ αυτών και οι νεαροί σε ηλικία Έλληνες συγγραφείς) πως δεν ενδιαφέρονται για την ελληνική πεζογραφία ενώ ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για την ποίηση, ελληνική και ξένη – η ποίηση, στην Ελλάδα και διεθνώς, απευθύνεται πάντα σε ένα εξειδικευμένο κοινό, που παρά την προσήλωσή του στα ονόματα και τα βιβλία που αγαπά, πολύ δύσκολα μπορεί να διευρυνθεί. Και οι Έλληνες εκδότες, όμως (αν και πάλι δεν μπορούμε να επικαλεστούμε στατιστικά στοιχεία), έχουν την προδιάθεση να ρίξουν το βάρος στις μεταφράσεις, που δείχνουν εμπορικά πιο εγγυημένες, ειδικά σε μια περίοδο σαν αυτή την οποία διανύουμε. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, δεν αποκλείεται να συνιστά και μιαν αναγκαία διόρθωση μια και αρκετά από τα ελληνικά βιβλία τα οποία τυπώθηκαν σε προγενέστερες περιόδους δεν φάνηκε (εκ των υστέρων ή από τότε) να δικαιολογούν την αναγκαιότητά τους. Όπως και να έχει, η ελληνική πεζογραφία εξακολουθεί να δίνει τη μάχη, και αυτό αποδεικνύεται από τους τίτλους που θα βγουν μέσα στο φθινόπωρο. Η περιήγησή μας δεν θα είναι (και δεν θα μπορούσε να είναι) εξαντλητική, περιλαμβάνει εντούτοις ορισμένα από τα πιο συζητημένα και καθιερωμένα πρόσωπα της ελληνικής πεζογραφίας.
Ο Μισέλ Φάις, μετά από πολυετή περιήγηση σε ζητήματα του εαυτού και της εσώτερης ατομικής ύπαρξης, επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα που υπό τον τίτλο «Η ερευνήτρια» (εκδόσεις Πατάκη) αξιοποιεί τις πηγές για τον Κάφκα (κάτι ανάλογο έκανε παλαιότερα ο συγγραφέας με τον Βιζυηνό), δοκιμάζοντας κάτι μεταξύ βιογραφίας και μυθοπλασίας. Μεταξύ βιογραφίας και μυθοπλασίας θα κινηθεί και η Λένα Διβάνη με το βιβλίο της «Πικρό ποτήρι: ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα» (επίσης εκδόσεις Πατάκη), που καταπιάνεται με τον έρωτα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, κυρία επί των τιμών στην τσαρική αυλή. Για την εποχή μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια γράφει η Ισμήνη Καπάνταη στο καινούργιο ιστορικό της μυθιστόρημα «Το βρωμερό ύδωρ της λήθης» (Ίκαρος)
Ο Μιχάλης Μοδινός, που έχει συνδυάσει κατ’ επανάληψη στα βιβλία του το οικολογικό με το πολιτικό μυθιστόρημα, γραφεί στην «Παραγουάη» (εκδόσεις Καστανιώτη) για δύο διαφορετικές εποχές στον ίδιο τόπο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την Παραγουάη. Η Μαρία Κουγιουμτζή, που έχει εντυπωσιάσει για τις σκληρές και βίες σχέσεις οι οποίες αποτυπώνονται στα έργα της, αναθέτει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημά της «Νύχτες πυρετού» (εκ νέου εκδόσεις Καστανιώτη) σε μια νέα γυναίκα ικανή να αναζητεί στους άλλους ανεκδήλωτες πτυχές της προσωπικότητάς τους.
Εκείνο που ανέδειξε συγγραφικά τον Σωτήρη Δημητρίου είναι η επιμονή στις αξίες του γενέθλιου τόπου και στη σημασία της ντοπιολαλιάς. Με τη νουβέλα του «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδόσεις Πατάκη) ο ηπειρώτης πεζογράφος επανέρχεται στις μικρές, παραμερισμένες κοινωνίες και στην ικανότητά τους να διατηρούν την ταυτότητά τους. Από τη μεριά του, ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός επανέρχεται με τη δική νου νουβέλα «Τώρα θα μιλήσω εγώ» (επίσης εκδόσεις Πατάκη) στην αυτοβιογραφική και οικογενειακή βάση των πεζογραφικών του βιβλίων και ειδικότερα στη μνήμη της αδελφής του Μαρίνας.
Με τη συλλογή διηγημάτων του «Ανήσυχα άκρα» (Μεταίχμιο) ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ξεδιπλώνει ιστορίες για τις πολλαπλές εκφράσεις που μπορεί να αποκτήσει το ερωτικό πάθος ενώ ο Νίκος Δαββέτας μεταφέρεται με το έργο του «Άντρες χωρίς άντρες», ένα αφήγημα ανάμεσα σε μυθοπλασία και αυτοβιογραφία, στο Παρίσι της τρίτης μεταπολεμικής δεκαετίας με πρωταγωνιστές έναν πατέρα κι έναν γιο. Η Μαρία Στασινοπούλου συνεχίζει με τις μικρές πλην άκρως πυκνές ιστορίες της στις «Ασκήσεις αντοχής» (Κίχλη) ενώ αδημοσίευτες εξιστορήσεις του Αργύρη Χιόνη θα διαβάσουμε στο μεταθανάτιο βιβλίο του «Ο λαβύρινθος και άλλες αθησαύριστες ιστορίες» (και πάλι Κίχλη).
Τέλος, από τους νεότερους βιβλία ετοιμάζουν η Βίκυ Τσελεπίδου με το μυθιστόρημά της «Ο μεγάλος σκύλος» (Νεφέλη), ένα βιβλίο που μιλάει για το άγχος, τη σύγχυση και τις στερήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, και η Βάσια Τζανακάρη με το δικό της μυθιστόρημα «Αδελφικό» (Μεταίχμιο), όπου και η ιστορία της κατάπτωσης δύο γενεών. Αναμένεται επίσης η νουβέλα της Ούρσουλας Φωσκόλου «Η Παναγία των εντόμων» (Κίχλη) που έχει επαινεθεί για τις πρωτοπόρες αναζητήσεις της γραφής της.