Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Έλληνες της Καππαδοκίας

Οι Καππαδόκες Έλληνες είναι µια εθνική ελληνική κοινότητα, ιθαγενής στη γεωγραφική περιοχή της Καππαδοκίας στην ανατολική Μικρά Ασία. Από την αρχαιότητα υπήρχε συνεχής ελληνική παρουσία στην Καππαδοκία και οι αυτόχθονες πληθυσµοί της Καππαδοκίας έγιναν εξ ολοκλήρου ελληνόφωνοι και ελληνογενείς κατά την ύστερη αρχαιότητα.

Τον 11ο αιώνα Σελτζούκοι Τούρκοι που έφτασαν από την Κεντρική Ασία κατέκτησαν την περιοχή, ξεκινώντας τη σταδιακή της αλλαγή στη γλώσσα και τη θρησκεία. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις του 1897, το σαντζάκι του Ικονίου (Κονιά) είχε συνολικό ελληνικό πληθυσµό 68.101 κατοίκους και σύµφωνα µε τις οθωµανικές στατιστικές πληθυσµού του 1914, το σαντζάκι της Νίγδης είχε συνολικό ελληνικό πληθυσµό 58.312 και το σαντζάκι της Καισαρίας (Καϊσέρι) είχε συνολικό πληθυσµό από 26.590. Το 1923, µετά τη γενοκτονία των µειονοτήτων της Τουρκίας, οι επιζήσαντες ελληνικές κοινότητες της Καππαδοκίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα µε τους όρους της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσµών. Σήµερα οι απόγονοί τους βρίσκονται σε όλη την Ελλάδα και την ελληνική διασπορά παγκοσµίως.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η περιοχή γνωστή ως Καππαδοκία σήµερα ήταν γνωστή στους Αρχαίους Πέρσες ως Κατπατούκα, όνοµα που οι Έλληνες µετέτρεψαν σε Καππαδοκία (Καππαδοκία).

Πριν φτάσουν οι Έλληνες και ο ελληνικός πολιτισµός στη Μικρά Ασία, η περιοχή ελεγχόταν από τους Χετταίους. Οι Μυκηναίοι Έλληνες δηµιούργησαν εµπορικούς σταθµούς κατά µήκος της δυτικής ακτής γύρω στο 1300 π.Χ. και σύντοµα άρχισαν να αποικίζουν τις ακτές, διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισµό και γλώσσα. Στην ελληνιστική εποχή, µετά την κατάκτηση της Ανατολίας από τον Μέγα Αλέξανδρο, Έλληνες άποικοι άρχισαν να φθάνουν στις ορεινές περιοχές της Καππαδοκίας. Αυτή η ελληνική πληθυσµιακή µετακίνηση του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. εδραίωσε την ελληνική παρουσία στην Καππαδοκία. Ως αποτέλεσµα, τα ελληνικά έγιναν η lingua franca των ιθαγενών της περιοχής. Θα γινόταν η µόνη οµιλούµενη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής µέσα σε τρεις αιώνες και θα παρέµενε έτσι για τα επόµενα χίλια χρόνια.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ευµένης από την Καρδιά, ένας από τους ∆ιαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διορίστηκε σατράπης της Καππαδοκίας, όπου δηµιούργησε ελληνικούς οικισµούς και µοίρασε πόλεις στους συνεργάτες του.
Ο Ευµένης άφησε πίσω του διοικητές, δικαστές και εκλεκτούς διοικητές φρουρών στην Καππαδοκία. Στους επόµενους αιώνες οι Σελευκίδες Έλληνες Βασιλείς ίδρυσαν πολλούς ελληνικούς οικισµούς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, και η περιοχή αυτή θα γίνει δηµοφιλής για τη στρατολόγηση στρατιωτών. Σε αντίθεση µε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας όπου οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν σε πόλεις, οι περισσότεροι από τους ελληνικούς οικισµούς στην Καππαδοκία και σε άλλες περιοχές του εσωτερικού της Μικράς Ασίας ήταν χωριά. Οι ελληνιστικοί βασιλιάδες θα έφτιαχναν νέους ελληνικούς οικισµούς στην Καππαδοκία και σε άλλες γύρω περιοχές για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους σε αυτήν την ασταθή περιοχή.
Αυτό είχε ως αποτέλεσµα, υπό την κυριαρχία τους, οι ελληνικοί οικισµοί να αυξηθούν στο µέγιστο ποσοστό στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Στους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριαράθης, γιος ενός Πέρση σατράπη που έλεγχε στο παρελθόν την Καππαδοκία, απέκτησε τον έλεγχο της Καππαδοκίας και την άφησε σε µια σειρά διαδόχων του, που έφεραν ως επί το πλείστον το όνοµα του ιδρυτή της δυναστείας. Αυτοί οι βασιλιάδες άρχισαν να παντρεύονται µε γειτονικά ελληνιστικά βασίλεια, όπως οι Σελευκίδες.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους άρχισαν να εµφανίζονται ελληνικές πόλεις στις νότιες περιοχές της Καππαδοκίας. Ο Αριαράθης Ε’ της Καππαδοκίας που βασίλεψε από το 163 έως το 130 π.Χ. θεωρείται ότι ήταν ο µεγαλύτερος από τους Βασιλείς της Καππαδοκίας. Ήταν κυρίως Έλληνας στην καταγωγή, ο πατέρας του Αριαράθης ∆’ της Καππαδοκίας ήταν κατά το ήµισυ Έλληνας Μακεδόνας και Πέρσης και η µητέρα του ήταν η Αντιόχη, ήταν κόρη του Έλληνα βασιλιά των Σελευκιδών Αντίοχου Γ’ της δυναστείας των Σελευκιδών.
Τον 1ο αιώνα π.Χ., περιοχές της Καππαδοκίας είχαν λεηλατηθεί από τον Αρµένιο βασιλιά Τιγράνη τον Μέγα, ο οποίος είχε εκτοπισει µεγάλο αριθµό Ελλήνων της Κιλικίας και της Καππαδοκίας εξορίζοντας τους προς την Μεσοποταµία (γεωγραφικά στο σύγχρονο Ιράκ, την ανατολική Συρία και τη νοτιοανατολική Τουρκία).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα