Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Eλληνες, ζωγραφική και γλυπτική

Δυο από τις σπουδαιότερες, στο διάβα των αιώνων, καλές τέχνες είναι η ζωγραφική και η γλυπτική, που δεν μένουν ανεπηρέαστες από τις περιβάλλουσες αυτές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ας ξεκινήσουμε αποδεχόμενοι ότι ο ζωγράφος με τα χρώματα και τα σκίτσα ζωντανεύει την απεικόνιση ενός προσώπου, ενώ ο γλύπτης σμιλεύοντας μάρμαρο ή μέταλλο χαράζει έντονα τα χαρακτηριστικά του σαν να πρόκειται για αληθινό πρόσωπο.
Ας ιδούμε, λοιπόν, στο παρόν σημείωμα, με λίγα λόγια τι και πώς επηρέασε τους αρχαίους Έλληνες ζωγράφους και γλύπτες. Ζωγραφικά έργα από την κλασική αρχαιότητα δεν έχουν σωθεί δυστυχώς. Μόνο κάποια μεγάλα ονόματα μας είναι γνωστά όπως ο ζωγράφος Πολύγνωτος από τη Θάσο για του οποίου το έργο όμως υπάρχουν μόνο περιγραφές, κυρίως από τον πρωτοχριστιανικό περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιγράφει δύο έργα του – τη «Μάχη της Τροίας» και τον «Οδυσσέα στον Άδη» – τα οποία ο Πολύγνωτος είχε δημιουργήσει στους Δελφούς. Από τις περιγραφές φαίνεται να είναι ο πρώτος ο οποίος εισήγαγε κάποια στοιχειώδους προοπτικής στο κάδρο του και, το σημαντικότερο, πρόσθεσε συναίσθημα στις μορφές των έργων του. Ο Ζεύξις, στο τέλος του 5ου  αιώνα, τελειοποιεί την τέχνη των σκιών και των περιγραμμάτων. Έπεται ο Απελλής, ο επίσημος, τον 4ο αιώνα, προσωπογράφος του Μεγαλέξανδρου, του Μακεδόνα στρατηλάτη που το β’ μισό του αιώνα αυτού κατανικώντας τους Πέρσες έφτασε τον ελληνισμό στα πέρατα της Ασίας, αλλά και ένας θαυμάσιος ζωγράφος αλληγοριών.
Βέβαια, πολύ πριν το 450 π.Χ. με 470 π.Χ. που ο Πολύγνωτος δημιούργησε τα έργα αυτά, η αγγειογραφία είχε δώσει τα ιδιαίτερα δείγματά της, προσφέροντάς μας από τις γεωμετρικές φιγούρες με τις καθαρές και απόλυτες γραμμές τους, μέχρι τα ανατολίζοντα αγγεία της αρχαϊκής εποχής, και τα μελανόμορφα αγγεία και ερυθρόμορφα αγγεία του 6ου αιώνα με τις πολύπλοκες παραστάσεις οι οποίες εξιστορούσαν θέματα της μυθολογίας.
Η γλυπτική μας έχει αφήσει πολλά και εντυπωσιακά έργα εκθαμβωτικής ομορφιάς. Από τα αφαιρετικά Κυκλαδίτικα ειδώλια, τα αναθηματικά και ταφικά αγάλματα των κούρων και κορών άψογους συμμετρικά κούρους και τις κόρες, μέχρι τα αξεπέραστα έργα του «Ερμή με το Διόνυσο βρέφος» του Πραξιτέλη, της «Αφροδίτης της Μήλου», του «Δισκοβόλου», της «Νίκης της Σαμοθράκης» αλλά και τα εκατοντάδες άλλα γλυπτά, ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός κληροδότησε στην ανθρωπότητα γλυπτικά έργα τα οποία αποτέλεσαν και θα αποτελούν ένα ανυπέρβλητο αισθητικό μέτρο σύγκρισης. Σημαντικές κοινωνικές αλλαγές και παράλληλες καινοτομίες στη μνημειακή γλυπτική καταγράφονται μετά το 480 π.Χ., έπειτα από τη νίκη των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους και κατά τη βαθμιαία ανάπτυξη της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι γλύπτες εγκαταλείπουν το πρότυπο του κούρου με το αρχαϊκό μειδίαμα και μελετούν τις μεταβολές που προκαλεί η κίνηση στην τοποθέτηση των άκρων, στο κεφάλι και το στήθος.
Η ώριμη κλασική περίοδος και ο «πλούσιος ρυθμός» κυριαρχείται από την παρουσία γνωστών γλυπτών, επιφανέστερος των οποίων ήταν ο Φειδίας, ο επόπτης της μεγάλης ομάδας γλυπτών, λιθοξόων και αρχιτεκτόνων που έκτισαν τον Παρθενώνα την εποχή που ο Περικλής και η Αθήνα είχαν την ηγεμονία της Ελλάδας. Τα γλυπτά στα αετώματα και τις μετόπες του ναού, αφιερωμένου στην Αθηνά, σχετίζονται μεν με αναπαραστάσεις θεών και θεαινών του ελληνικού πάνθεου -είναι δηλαδή θρησκευτικού χαρακτήρα- αλλά δοθείσης ευκαιρίας τονίζεται και η σχέση τους με την προσωπικότητα της Αθηνάς.  Στη  γλυπτική της συγκεκριμένης περιόδου παρατηρούμε επανεκτίμηση του μέτρου του ανθρώπινου σώματος Ο Αργείος γλύπτης Πολύκλειτος αφιερώθηκε στην ιδέα της συμμετρίας και την ανάπτυξη ενός ιδανικού τύπου για το ανθρώπινο σώμα.  Ο Πολύκλειτος ήθελε το γλυπτό του να κινείται ανάμεσα στην αίσθηση του λεπτού και του στιβαρού, να αντανακλά την αντίληψη του ιδανικού του κάλλους, κάτι που διακρίνουμε στο «Δορυφόρο» του.
Στην ύστερη κλασική περίοδο, που η παντοδυναμία της Αθήνας αποτελεί παρελθόν και στην πρωτοκαθεδρία μεταξύ των Ελλήνων βρίσκονται άλλοτε οι Λακεδαιμόνιοι, άλλοτε οι Θηβαίοι και άλλοτε οι Μακεδόνες, εμφανίζονται σημαντικοί γλύπτες όπως ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος. Ο πρώτος είναι εκείνος που εισάγει τον αισθησιασμό στην ελληνική γλυπτική, το στοιχείο της σιγμοειδούς καμπύλης στην ανάπτυξη των σωμάτων, της ρευστότητας και της εκθήλυνσης, κάτι που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στην Αφροδίτη της Κνίδου. Περισσότερα μπορούμε να βρούμε στο έργο του Nigel Spivey, «Αρχαιοελληνική Τέχνη», Αθήνα 1999, εκδόσεις Καστανιώτης.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα