Το έτος 2013 ήταν μία χρονιά ορόσημο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης έγιναν συγχωνεύσεις τραπεζών, αποχώρηση ξένων τραπεζών που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, κλείσιμο υποκαταστημάτων, μετακίνηση υπαλλήλων και όλη αυτή η αναδιάρθρωση ολοκληρώθηκε με την μεγαλύτερη ανακεφαλαιοποίηση που έγινε ποτέ σε ελληνικό επιχειρηματικό κλάδο.
Κατά το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου 2013, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ολοκλήρωσαν τις αυξήσεις μετοχικού τους κεφαλαίου (Α.Μ.Κ.) με τη συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Τ.Χ.Σ.) και με τη συμμετοχή ιδιωτών συνολικού ύψους 28,5 δισ. ευρώ. Η αδυναμία εξυπηρέτησης των κρατικών ομολόγων που είχαν αγοράσει οι ελληνικές τράπεζες, το PSI που είχε προηγηθεί και «κούρεψε» σημαντικό ποσοστό κρατικών ομολόγων η έλλειψη ρευστότητας λόγω του υψηλού δείκτη χορήγησης δανείων σε συνδυασμό με την αδυναμία εξυπηρέτησης τους από τους δανειολήπτες, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση τουλάχιστον των τεσσάρων πλέον μεγαλύτερων τραπεζών που μόλις είχαν συγκροτηθεί ώστε να προχωρήσει η προσφορά νέου χρήματος που τόσο είχαν ανάγκη από το Τ.Χ.Σ. Την ίδια περίοδο και άλλες μικρότερες τράπεζες όπως και οι συνεταιριστικές είχαν προχωρήσει με επιτυχία σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να ενισχύσουν την ρευστότητα τους και όπως όλα έδειχναν με την ολοκλήρωση της διαδικασίας είχε απομακρυνθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος για τις τράπεζες και παράλληλα οι επενδυτές προσδοκούσαν σε υψηλά μελλοντικά κέρδη έχοντας και την επιλογή των warrants, να αγοράσουν στο μέλλον μετοχές από το Τ.Χ.Σ., στις χαμηλές τιμές που οι μετοχές είχαν αρχικά διατεθεί.
Δύο χρόνια μετά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξαναβρέθηκε όμως στην δίνη του κυκλώνα καθώς η χώρα όχι μόνο δεν καταφέρνει να απεμπλακεί από την εξάρτηση των δανεικών, αλλά συνεχίζοντας να δαπανά περισσότερα από ότι εισπράττει, δημιουργήθηκε ανάγκη για νέα δάνεια και νέο μνημόνιο.
Οι λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις του 2015 η παρατεταμένη εκλογολογία που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2014 οι δύο εθνικές εκλογές και ένα δημοψήφισμα με οξείες αντιπαραθέσεις- και μία μακρόσυρτη διαδικασία, ουσιαστικά μη διαπραγμάτευσης -αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, καλλιέργησαν ένα ασταθές πολιτικό κλίμα και ανησυχία στους πολίτες όπου σταδιακά και με αυξανόμενο ρυθμό προχωρούσαν σε αναλήψεις χρημάτων από τις τράπεζες.
Οι συνεχιζόμενες λανθασμένες αποφάσεις οδήγησαν στην τραπεζική αργία και στον περιορισμό της κίνησης κεφαλαίων (capital control) προκειμένου να μην προχωρήσουν οι πολίτες σε μαζική ανάληψη των καταθέσεων που τους έχουν απομείνει. Αυτό έπληξε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις τράπεζες και τις ίδιες τις τράπεζες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, («κόκκινα» δάνεια) από το 32% του συνόλου των δανείων που ήταν το τέλος του 2014 έφθασαν στα 52% στο τέλος του 2015. Πολλοί δανειολήπτες που είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν τα δάνεια τους, παρασυρόμενοι από πελατειακές υποσχέσεις ανεύθυνων πολιτικών για κούρεμα των δανείων, σταμάτησαν να πληρώνουν τα δάνεια τους.
Το υψηλό ποσοστό «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, περιορίζει τους διαθέσιμους πόρους για την εκταμίευση νέων δανείων, αυξάνει το περιθώριο επιτοκίου που πρέπει να χρεώνουν οι τράπεζες ώστε να αντισταθμίσουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν και προκαλεί ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης που απορροφούν δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους. Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι υψίστης σημασίας για την αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου του τραπεζικού τομέα και την επάνοδο της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μέσα στο τελευταίο δίμηνο του 2015 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, η τράπεζα Αττικής και οι συνεταιριστικές αναζήτησαν νέα κεφάλαια από παλαιούς και νέους μετόχους. Έχοντας μειωθεί η λογιστική αξία των τραπεζικών ιδρυμάτων, έχουν ορίσει σε πολύ χαμηλή τιμή την τιμή αγοράς εισόδου μετοχής κατά την Α.Μ.Κ. (πίνακας 1), με στόχο να προσελκύσουν νέους επενδυτές με δέλεαρ το υψηλό κέρδος. Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου επιτυγχάνεται για τις τέσσερις τράπεζες με ιδιωτική συμμετοχή 3 δις ευρώ περίπου και το Τ.Χ.Σ. συμμετέχει με 4,5 δις ευρώ.
Η αδυναμία αντιμετώπισης των αιτιών που οδηγούν στην οικονομική κρίση, τα υπερβολικά έξοδα του κράτους που υπερβαίνουν το 50% του ΑΕΠ (είμαστε η ασθενέστερη οικονομία της Ευρώπης και όμως έχουμε από τα μεγαλύτερα έξοδα στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ), η απώλεια της αύξησης του ΑΕΠ κατά 7% αθροιστικά το 2015 & 2016 και ο διαφαινόμενος διπλασιασμός της φορολογίας μέσω της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών πάνω από 27%, αποτυπώθηκαν σε νέα απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις δυνατότητες της οικονομίας και τις τράπεζες.
Οι τραπεζικές μετοχές δύο μήνες μετά την τελευταία Α.Μ.Κ. χάνουν πάνω από το 60% της αξίας τους με αντίστοιχη μείωση της κεφαλαιοποίησης κάθε τράπεζας. Στο πίνακα 1, φαίνονται οι αξίες των τραπεζικών μετοχών στο κλείσιμο της 11/02/2016 του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Αξιών και η κεφαλαιοποίηση της κάθε τράπεζας την ίδια ημερομηνία. Με εύκολους υπολογισμούς μπορούμε από τον πίνακα 1, να συμπεράνουμε ότι οι Ελληνικές τραπεζικές μετοχές έχουν χάσει πάνω από 33,7 δισ. ευρώ τα δύο τελευταία χρόνια 2013-15, από τα οποία οι πολίτες θα πρέπει να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος μέσω νέων φόρων.
Το εμφανές είναι ότι η μη πληρωμή των δανείων από τους δανειολήπτες δημιουργεί ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών κυρίως με χρήματα από νέα δάνεια.
Νέα δάνεια σημαίνει νέα υπερχρέωση της χώρας, νέα μνημόνια και νέοι φόροι για τους φορολογούμενους για να πληρωθούν τα νέα δάνεια. Εκείνο που δεν είναι εμφανές είναι η αναδιανομή των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τα ανυποψίαστα στρώματα της κοινωνίας μέσω της φορολογίας.
Δυστυχώς αντί τα ασθενή στρώματα να ωφεληθούν από την αναδιανομή του πλούτου, επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο από την αναδιανομή των απλήρωτων δανείων.