Μὲ ἀφορμὴ ἄρθρο μου στὰ “Χ.Ν.” (30.12.16) σχετικὸ μὲ τὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, συνεργάτης τῆς ἐφημερίδας ἔκαμε σύντομο λόγο (2.2.17, 22) γιὰ τὴν ἀξία γενικὰ τῆς γλώσσας μας. Καὶ γιὰ νὰ δείξει, ἴσως, ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα “χρησιμοποιείται με εκτρωματικό τρόπο πλέον”, ἑστίασε σὲ μιὰ λεπτομέρεια, ὄχι μικρῆς σημασίας, στὴ χρήση δηλαδὴ τοῦ λεγόμενου “τελικοῦ νί”(ν).
Πρόκειται γιὰ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος στὴ σχολικὴ Γραμματική, διέπεται δὲ ἀπὸ συγκεκριμένους κανόνες. Φυσιολογικὸ αὐτό, ἀφοῦ ἡ Γραμματικὴ στὴν ἐκπαίδευση ἔχει περιγραφικὸ ἀλλὰ καὶ ρυθμιστικὸ χαρακτήρα: πρέπει νὰ κατευθύνει τοὺς μαθητὲς δίνοντάς τους ὁδηγίες σχετικὲς μὲ τὴ σωστὴ ἐκμάθηση καὶ χρήση τῆς γλώσσας. Τοῦτο πάντως σημαίνει ὅτι εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ ὑπάρχουν (καὶ ὑπάρχουν!) ἐνστάσεις ὡς πρὸς τὴ γραμμὴ καὶ τὶς θέσεις ποὺ προωθοῦνται μὲ τὴ γλωσσικὴ διδασκαλία.
Γιὰ τὸ εἰδικὸ θέμα τοῦ “τελικοῦ ν”, εἶναι καλὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι, παρὰ τὴ σημασία του, δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς (μοναδικὸ μάλιστα) κριτήριο γιὰ τὸ βαθμὸ τῆς γλωσσικῆς κατάρτισης ἑνὸς ἀτόμου, πολὺ περισσότερο γιὰ τὸ ἂν ἡ γλώσσα χρησιμοποιεῖται μὲ “εκτρωματικό τρόπο”. Τὸ ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ καὶ ποικίλα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα πιστοποιοῦν τὸ ἔλλειμμα γνώσεων ποὺ χαρακτηρίζει πολλοὺς ἀπὸ ὅσους χρησιμοποιοῦν τὴ γλώσσα μας εἶναι κοινὴ διαπίστωση. Πρόκειται δὲ γιὰ πρόβλημα ποὺ ἔχει ἐνδεχομένως τὶς ρίζες του στὴν ἐκπαίδευση (συχνὰ δημοσιοποιοῦνται “μαργαριτάρια” μαθητῶν, δυστυχῶς ὄχι μὲ καλὲς προθέσεις), μεγεθύνεται ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ γεγονότος ὅτι, στὸ πλαίσιο τῆς ἰσοπεδωτικῆς ἐποχῆς μας, δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγωνία, οὔτε καὶ ὁ ζῆλος, χωριστὰ ἀπὸ τὸν κάθε χρήστη γιὰ διαρκῆ (διὰ βίου) μελέτη καὶ ἐπαύξηση τῶν γνώσεων. Διότι, προφανῶς, τὸ “φάρμακο” δὲν εἶναι “η επαναφορά του τελικού ”ν” και η κατάργησις του κανόνος της Δημοτικής περί χρήσεως αυτού”, οὔτε, βέβαια, ἡ λύση βρίσκεται “εις την επαναδραστηριοποίηση κέντρων του εγκεφάλου μας”.
Θεμέλιο στὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν (καὶ ἐπιβάλλεται) νὰ οἰκοδομηθεῖ καλύτερη σχέση μὲ τὴ γλώσσα μας εἶναι τὸ νὰ καταλάβει τὴν ἀξία της ὅποιος τὴ χρησιμοποιεῖ. Μόνο ἔτσι θὰ τὴν ἐκτιμήσει καὶ θὰ τὴν ἀγαπήσει, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Ἰσχύει δηλαδὴ καὶ ἐδῶ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει γιὰ ὁποιαδήποτε δραστηριότητα: χωρὶς ἐνδιαφέρον καὶ ἀγάπη γιὰ ὅ,τι κάνουμε εἶναι βέβαιο πὼς εἴτε θὰ ἀποτύχουμε ὁλοσχερῶς εἴτε ἡ συγκομιδὴ ποὺ θὰ ἔχουμε θὰ εἶναι πενιχρή, προϊὸν ἴσως τῆς τύχης. Σ’ αὐτὸ βρίσκεται ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰκόνα τὴν ὁποία συναντᾶμε ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ὅπου θὰ περιμέναμε νὰ βροῦμε ἀκοίμητους φύλακες, ἕτοιμους μάλιστα νὰ δείξουν τὸ δρόμο καὶ στοὺς ἄλλους. Δὲν χρειάζεται νὰ προτείνω γιὰ παράδειγμα τὸ δημόσιο λόγο ποὺ ἐκφέρεται μέσω ἐφημερίδων, τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ραδιοφώνου, ἀκόμη καὶ στὸ κοινοβούλιο ἀπὸ βουλευτές. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ θυμηθῶ ἔγγραφα καὶ ἐγκυκλίους ποὺ κατὰ τὴν πολύχρονη ὑπηρεσία μου στὴν ἐκπαίδευση ἔπεσαν στα χέρια μου – συνταγμένα μάλιστα ἀπὸ ὑπηρεσίες τοῦ ἁρμόδιου ὑπουργείου, τῆς Παιδείας. Νὰ θυμηθῶ καὶ τὸ πλῆθος τῶν (γλωσσικῶν) σφαλμάτων μὲ τὰ ὁποῖα οἱ κατὰ περίπτωση ὑπεύθυνοι φόρτωναν σχολικὰ βιβλία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν φταίει ἀσφαλῶς κάποια ἀόρατη ἢ ἀπροσδιόριστη δύναμη· φταίει ἡ ἔλλειψη ζήλου γιὰ μάθηση. “Ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής”, ἔγραφε ὁ Ἰσοκράτης, κάτι ποὺ ἰσχύει μέχρι κεραίας καὶ σήμερα.
Προβάλλοντας ἀντιρρήσεις κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι τὰ προβλήματα σχετίζονται μὲ τὸ γενικότερο γλωσσικὸ ζήτημα ποὺ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα σημάδεψε (καὶ) τὰ ἐκπαιδευτικὰ πράγματα στὸν τόπο μας. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπῆρχε σύγχυση, τὴν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἀντιπαραθέσεις καὶ οἱ διαμάχες. Τὸ νὰ ἀποδίδουμε ὅμως σ’ αὐτὸν τὸν παράγοντα τὴν κακοδαιμονία εἶναι ὑπεκφυγὴ ἡ ὁποία ἀποβλέπει στὴ συγκάλυψη εὐθυνῶν καὶ ἀτομικῶν τοῦ κάθε χρήστη τῆς γλώσσας καὶ τῶν ἁρμοδίων ὀργάνων τῆς Πολιτείας. Καὶ πιστοποιεῖται τοῦτο ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς τέσσερις καὶ πλέον δεκαετίες μετὰ τὴν ὑποχρεωτικὴ χρήση τῆς Δημοτικῆς στὴν ἐκπαίδευση καὶ στὶς δημόσιες Ὑπηρεσίες τὰ προβλήματα παραμένουν, ἴσως δὲ σὲ κάποιες περιπτώσεις εἶναι μεγαλύτερα ἀπὸ πρίν. Αὐτό, μεθερμηνευόμενο, σημαίνει ὅτι μπροστά μας βρίσκεται ἕνα ζήτημα ὄχι τόσο ἐκπαίδευσης ὅσο γενικότερης καὶ βαθύτερης παιδείας.
Ἂς ἐπιστρέψουμε ὅμως στὸ “τελικὸ ν”. Εἶναι θέμα τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ πτυχὴ τῆς αἰσθητικῆς τῆς γλώσσας. Δὲν σχετίζεται μὲ τὴν ἀλληγορικὴ φράση “με τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα” – ποὺ σημαίνει “μὲ κάθε λεπτομέρεια”. Σχετίζεται μὲ τὸ νόμο τῆς εὐφωνίας, μὲ τὴν ἀπαίτηση δηλαδὴ νὰ ἐκφέρεται ὁ λόγος κατὰ τρόπο ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ εὐχάριστο στὴν ἀκοή. Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω ἂν κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες, εἶναι ὅμως γνωστό, φαντάζομαι σὲ πολλούς, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ “ν”, τὸ ὁποῖο ἔμπαινε στὸ τέλος ὁρισμένων λέξεων ἀνάλογα μὲ τὸν πρῶτο φθόγγο τῆς λέξης ποὺ ἀκολουθοῦσε. Ἐκεῖνο ποὺ πιθανότατα πολλοὶ δὲν γνωρίζουν ἢ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν εἶναι τὸ ὅτι μέχρι σήμερα ἐπιβιώνουν στὴ μορφὴ τῶν λέξεων ἀμέτρητες ἀλλαγές, ἀποτέλεσμα καὶ αὐτὲς ἀνάλογης διεργασίας ποὺ ὑπηρετοῦσε τὴν εὐφωνία. Ἕνα μόνο παράδειγμα: κατὰ τὴ σύνθεση, ἂν ὁ τελευταῖος φθόγγος τοῦ πρώτου συνθετικοῦ ἦταν “ψιλὸ” σύμφωνο (κ, π, τ), αὐτὸ μετατρεπόταν στὸ ἀντίστοιχό του “δασὺ” (χ, φ, θ) στὴν περίπτωση ποὺ τύχαινε νὰ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν δασυνόμενο τὸ δεύτερο συνθετικὸ. Ἔτσι ἔχουμε σήμερα τὶς λέξεις καχύποπτος (ἀντὶ κακύποπτος), ἔφοδος (ἀντὶ ἔποδος), καθυστέρηση (ἀντὶ κατυστέρηση). Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χωρέσουν σὲ ἕνα σύντομο ἄρθρο ἐφημερίδας. Νὰ προσθέσω μόνο ὅτι καὶ ἐδῶ ἔχει θέση ἡ γνωστὴ ρήση “κάθε κανόνας ἔχει τὶς ἐξαιρέσεις του”.
Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἀρθρογράφος ποὺ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὸ σημερινὸ σημείωμα γνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξία, καὶ τὰ γνωρίσματα τῆς γλώσσας μας ποὺ ἀφ’ ἑνὸς τὴν καθιστοῦν κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, ἀφ’ ἑτέρου στέλνουν στοὺς χρῆστες τὸ μήνυμα ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ μοχθήσουν γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουν ὅσο τὸ δυνατὸν ἀρτιότερα. Εἰδικότερα, καὶ γιὰ παράδειγμα, ἡ πολυμορφία τῶν λέξεων, ἀποτέλεσμα ἐν πολλοῖς τῆς διπλῆς γλωσσικῆς παράδοσης, εἶναι ἀπὸ μόνη της δίλημμα: ποιόν τύπο πρέπει νὰ ἐπιλέξουμε; Στὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἄρθρο ὑπάρχει ἡ λέξη “κανών” (καὶ στὴ γενικὴ “κανόνος”) ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μορφὴ “κανόνας”. Ὑπάρχουν οἱ λέξεις “χρήσις”, “κατάργησις”, “λοβοτόμησις” (ποὺ δὲν περιλαμβάνεται στὰ λεξικὰ) ἀλλὰ καὶ οἱ λέξεις “διάσωση”, “διατήρηση”, “καρατόμηση”, σκέψη”, “ἐντύπωση”, “επαναδραστηριοποίηση”. Ὑπάρχουν οἱ τύποι “σκέψεως”, “κανόνος”, “καθαρευούσης”, “γλώσσης”, ἀλλὰ καὶ οἱ τύποι “φράσης”, “χρήσης”, “γλώσσας”. Ὑπάρχουν οἱ φράσεις “εις την διάσωση”, “εις το να συνέλθομεν” (κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ γραφεῖ “συνέλθωμεν”), “εις το κείμενο”, ἀλλὰ καὶ οἱ φράσεις “στο άρθρο”, “στο αριθμητικό”, “στα άκλιτα”. Κοντὰ στοὺς τύπους τῆς Δημοτικῆς “όταν ακολουθεί”, “να ισχύει” ὑπάρχουν οἱ λόγιοι τύποι “εδημοσιεύθη”, “άνωθεν”, “ανεγράφετο”. Ὑποθέτω ὅτι σὲ τυπογραφικὸ σφάλμα ὀφείλονται οἱ τύποι “συνέβαλε” (ἀντὶ “συνέβαλλε”), “ψέμματα” (ἀντὶ “ψέματα”) καὶ “μαλθακότηταν” (ἀντὶ “μαλθακότητα”). Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι συχνὰ καὶ χωρὶς λόγο προσπερνᾶμε τὰ ὅρια ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴ λόγια καὶ στὴ δημώδη παράδοση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συμφύρονται (μάλλον ἀτέχνως καὶ εἰς βάρος τῆς καλλιέπειας – διότι ἕνας ἦταν ὁ Ἐλύτης!…) στοιχεῖα ὄχι μόνο ἀνομοιογενῆ ἀλλὰ καὶ ἀλληλοαναιρούμενα.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ γίνεται συχνὰ καὶ δημοσίως λόγος γύρω ἀπὸ θέματα γλωσσικά. Λόγος μὲ στόχο τὴν ἐνημέρωση ἢ καὶ ἐπιμόρφωση ὅσων τὴν ἔχουν ἀνάγκη, τὴν καταπολέμηση τῆς ἄγνοιας, τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν καταδίκη τῆς ἀδιαφορίας, τὴν ἀνάδειξη τῆς ἀνάγκης γιὰ προστασία τῆς γλώσσας ἀπὸ τοὺς κινδύνους ποὺ τὴν ἀπειλοῦν, τὴν κατάθεση ἀπόψεων πάνω σε ἀμφισβητούμενα ἢ σκοτεινὰ σημεῖα. Προκειμένου ὅμως νὰ ὑπάρχει τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα, εἶναι ἀπαραίτητο ὁ λόγος νὰ προέρχεται, κατὰ τὴ φρασεολογία τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ “γυμνασμένους νόες καὶ βαθεῖς”. Ἀπαραίτητο δηλαδὴ νὰ εἶναι οὐσιώδης καὶ νὰ διακρίνεται ἀπὸ σαφήνεια, νὰ ἀποφεύγονται δὲ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀφορισμοὶ καὶ χαρακτηρισμοί, πολὺ περισσότερο ὅταν δὲν συνοδεύονται ἀπὸ ἐπιχειρήματα. Καὶ αὐτό, διότι μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι δύσκολο νὰ μᾶς χαρίσει κάποιος τὴν προσοχή του, ὅταν τοῦ λέμε ὅτι “Η χρήσις του τελικού ”ν” είναι απαραίτητη διά την ύπαρξη γλωσσικής μελωδίας, η οποία αφυπνίζει τον ανθρώπινο λόγο”. Καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς σὲ ὁρισμένους (δὲν ξέρω ὅμως πόσους…) “Η ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας δημιουργεί πνευματική ευεξία”, φοβοῦμαι ὅμως πὼς αὐτὸς ὁ ὑποκειμενικὸς ἰσχυρισμὸς θὰ ἀφήσει ἀσυγκίνητους τοὺς ὑπόλοιπους, ἐκείνους δηλαδὴ στοὺς ὁποίους φιλοδοξοῦμε νὰ δείξουμε τὴν ἀξία τοῦ ἀγαθοῦ ποὺ παραμελοῦν.
*Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι Φιλόλογος