«Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτήν την παγκόσµια γιορτή του θανάτου, µέσα από την άγρια πυρκαγιά, που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;».
Τόµας Μαν,
‘‘Το µαγικό βουνό’’
Με δύο πολύνεκρους πολέµους τριγύρω µας, τις φονικές απειλές, τη διαφαινόµενη ανατροπή των συσχετισµών ισχύος, εντός της αποκαλούµενης «∆ύσης», τους κινδύνους και τους φόβους που προβάλλονται εµπρός µας µε την επιστροφή των εθνικισµών και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, που ξυπνούν τα φαντάσµατα της ιστορίας, το οδυνηρό και αναπάντητο αυτό ερώτηµα του Τόµας Μαν στο «Μαγικό βουνό», που συνοψίζεται στο τέλος του, αποκαλύπτει ένα πεπρωµένο: Την ανάγκη µιας αληθινά ενωµένης Ευρώπης, που σήµερα µε την οργισµένη αναστάτωση που υπονοµεύει τη δυτική δηµοκρατία και όλα τα µεταπολεµικά επιτεύγµατα που εµπερικλείει, κακοφορµίζει σιωπηρά. Είναι το πεπρωµένο που ως ύστατος οιωνός αναγγέλλεται δραµατικά από τον ποιητή Auden όταν λέει: «Πρέπει να αγαπήσουµε ο ένας τον άλλον ή να πεθάνουµε». Άλλωστε ο νόµος της αυτοκαταστροφής και ο νόµος της αυτοσυντήρησης είναι το ίδιο ισχυροί στην ανθρωπότητα, όπως φωνάζει ένα από τα πρόσωπα στο µυθιστόρηµα του Ντοστογιέφσκι «Ο Ηλίθιος».
Είναι πιθανό να βρισκόµαστε σ’ ένα ιστορικό µεταίχµιο, που σήµερα φαίνεται να συνάγει συµπερασµατικά και η πολιτική σκέψη, την οποία πάντα απασχολούν τα µεγάλα ερωτήµατα και που εξαιτίας της σηµασίας που υπονοεί υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της εποχής του. Μπορούµε ίσως να υποθέσουµε ότι βρισκόµαστε στη µεταιχµιακή στιγµή του τέλους της σηµερινής τάξης πραγµάτων και της µετάβασης σε µία νέα εποχή, που το µέλλον θα µοιάζει υπερεθνικό. Θα τείνε προς µία πολυεθνική ευρωπαϊκή πατρίδα και ένα ευρωπαϊκό πατριωτισµό, χωρίς την κατάργηση ή τη συγχώνευση των εθνών, αλλά µέσα σε συγκεκριµένα γεωγραφικά και εθνογραφικά όρια. Θα πρόκειται υπό µία έννοια για ένα νέου τύπου έθνος, πάνω από τα παλαιά έθνη, αφού κανένα κράτος δεν έχει διάθεση να δεχθεί µειώσεις της εθνικής προσωπικότητάς του. Ο στόχος είναι ένας νέος εθνισµός, ως ένα φαινόµενο ενός υπερκρατικού κοινωνικοπολιτικού συστήµατος.
Ο ευρωπαϊκός άνθρωπος, που τείνει να διαµορφωθεί, είναι ένας καινούργιος τύπος, ιδεολογικός, πολιτικός, κοινωνικός και εθνικός, µε την έννοια που προανέφερα. Αλλά για να κατανοήσουµε τι αντιπροσωπεύει αυτός ο νέος τύπος, θα πρέπει πρώτα να δούµε τι περιέχει ο νέος εθνισµός. Εµπεριέχει ασφαλώς µία εθνική συνείδηση νέου τύπου, που προϋποθέτει ότι όλα τα έθνη της Ευρώπης αποδέχονται συνειδητά την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Προσυπογράφουν το ευρωπαϊκό σύνταγµα, καταρτίζοντας µε αυτόν τον τρόπο ένα συµβόλαιο πλήρους ευρωπαϊκής ενοποίησης (πολιτικής, οικονοµικής και αµυντικής), αυτό ακριβώς δηλαδή που θα αποτελεί τη νέα εθνική συνείδηση των ενωµένων ευρωπαϊκών εθνών. Αυτό δε σηµαίνει συγχώνευση των παλαιών εθνών, αλλά µία πολυεθνική ευρωπαϊκή πατρίδα, που θα αποτελεί ένα νέου τύπου έθνος, πάνω στα παλαιά έθνη, προορισµένο στο εξής να επηρεάζει την εξέλιξη του κόσµου, σαν µία ηγετική παγκόσµια δύναµη. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι στη συνείδηση του πολίτη θα είναι δυνατό να συνυπάρχουν δύο επίπεδα: Στο επάνω επίπεδο ο πολίτης είναι ευρωπαίος και στο κάτω επίπεδο είναι Έλληνας, Γάλλος, Γερµανός κλπ. Όµως ο ιδιότυπος αυτός πολυεθνικός ευρωπαϊκός οργανισµός, θα µπορούσε να δηµιουργήσει ένα άγχος αφοµοίωσης και απώλειας ταυτότητας, ιδίως σε ένα µικρό κράτος όπως είναι το δικό µας. Ωστόσο είναι αρκετά τα ιστορικά παραδείγµατα, που µπορούν να διαψεύσουν τον φόβο αυτόν όπως είναι των Σικελών, των Ουαλλών, των Βαυαρών κλπ. Άλλωστε η πατρίδα παρότι καταδικαζόταν από τα κοµµουνιστικά κόµµατα, ως ιδέα ιστορικά ξεπερασµένη, όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, αυτή κήρυξε τον πατριωτικό πόλεµο και ο λαός πολέµησε ηρωικά, όπως άλλοτε για την «πατρίδα».
Η ιδέα αυτή είναι µία αληθινή πρόκληση απέναντι στην ιστορία και είναι ακόµη πιο σηµαντική, διότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα νεώτερο συγχρονισµένο πανευρωπαϊκό ανθρωπισµό, που θα διαµορφώσει τις συνθήκες µιας πανευρωπαϊκής κοινότητας, µε µικρότερες ανισότητες. Το πόσο πιθανό είναι αυτό µας το αποδεικνύει το παράδειγµα της Αθήνας µε τη Σπάρτη στον πελοποννησιακό πόλεµο που ήταν θανάσιµοι εχθροί. Σήµερα αυτό φαντάζει εξωφρενικό.
Πιστεύω ότι κανένας ενήµερος άνθρωπος δε θα ήθελε να αρνηθεί την ιδέα µιας αληθινά ενωµένης Ευρώπης, µιας πιο ισχυρής, πιο ολοκληρωµένης, πιο συλλογικής. Μιας Ευρώπης χωρίς τους ανταγωνισµούς που τη φτωχαίνουν και χωρίς τους εθνικισµούς, που εµπεριέχουν τον κίνδυνο παραγωγής µίσους και πολέµων. Οι εθνικισµοί θα πρέπει να αποκτήσουν ένα πιο ουσιαστικό περιεχόµενο, πιο ανθρωπιστικό, πιο δηµοκρατικό και εν τέλει πιο πατριωτικό. Είναι αναγκαία η µετάβασή µας από τον επιζήµιο εθνικισµό, στον δίκαιο και αληθινό πατριωτισµό. Έναν πατριωτισµό, στον οποίο συµπίπτουν το αρχέγονο πάθος για την πατρίδα, ως ιδέα και η αξεπέραστη αίσθηση της ζεστασιάς του οικείου, ως εµπειρία.
Είναι αναγκαίο ωστόσο να πούµε, ότι παρότι θεωρητικά καταλαβαίνουµε τη διάκριση ανάµεσα στον πατριωτισµό και τον εθνικισµό, στην πράξη είναι συχνά πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις έννοιες αυτές, που µε τις αλληλοσυναιρέσεις τους και τις αλληλοαναιρέσεις τους, µας αφήνουν κάποιο δισταγµό και µία αµηχανία. Μία θαµπή σύλληψη, για το πού τελειώνει ο πατριωτισµός και πού αρχίζει ο ιδιότυπος και κάποιες φορές επιζήµιος εθνικισµός.
Σήµερα η Ευρώπη µετά και τις αµερικάνικες εκλογές, µοιάζει πλέον αναπόδραστα ανοχύρωτη σ’ ένα επέρχεσθαι γεµάτο διακυβεύσεις και το πόσο σηµαντική για την επιβίωσή της είναι η ολοκλήρωση της ενοποίησής της, µας το θυµίζει ο Αλµπέρ Καµύ λέγοντας: «Η πρόοδος δεν είναι να αλλάξουµε τον κόσµο, αλλά να τον βοηθήσουµε να µην διαλυθεί». Ωστόσο οι ευρωπεσιµιστές θα απαντούσαν ότι αυτό βρίσκεται στα όρια µιας αφελούς αισιοδοξίας ή ίσως µιας αξεπέραστης χίµαιρας. Αυτό δε σηµαίνει ωστόσο ότι δεν πρέπει να θυµίζουµε στον εαυτό µας το πόσο κρίσιµο είναι σήµερα, παρά τις πραγµατικές περιπλοκές, να χτιστεί κάτι διαφορετικό.
Είναι γεγονός ότι η εθνική συνείδηση και τα ζωηρά πατριωτικά συναισθήµατα, στηρίζονται στην κοινότητα της ιστορικής καταγωγής και της συλλογικής µνήµης από κοινές ευτυχίες, δόξες και συµφορές. Τα έθνη βαθιά ριζωµένα το καθένα στη γη του, διεκδικούν µε αγάπη αλλά και µε πάθος την εθνική τους αυθυπαρξία, τη γλώσσα τους, τον πολιτισµό τους, τις αξίες τους, την εθνική τους ιδιοτυπία. Με την έννοια αυτή οι λαοί µιλούν µία γλώσσα πατριωτική, που εµπερικλείει σεβασµό προς τις εθνικές συνειδήσεις και παραδόσεις και ένα συλλογικό πνεύµα υπεροχής, βαθιά ριζωµένο στην ψυχή του πλήθους. Αυτό εκφράζεται και µε τη χρήση της αντωνυµίας «µας», όπως «ο πολιτισµός µας», «η δηµοκρατία µας», και ούτω καθ’ εξής.
Έτσι, επιχειρώντας µία αντικειµενική ερµηνεία της ελληνικής εθνικής αυτοσυνείδησης, θα µπορούσαµε να πούµε ότι η πίστη στον ελληνισµό ήταν πάντα κάτι απόλυτα προσδιορισµένο και αδιαµφισβήτητο. Υπαγόρευε µία στάση ζωής, που σκοπό είχε να δώσει µορφή στην αφηρηµένη ατοµικότητα που ονοµάζεται ελληνισµός. Αφηρηµένη γιατί δύσκολα µπορείς να προσδιορίσεις το περιεχόµενό του και ατοµικότητα αφού συµβάλλει µέσω της γλώσσας και του τοπίου της παιδικής ψυχής στη συγκρότηση του χαρακτήρα και της µοναδικότητας. Ο ελληνισµός συνδέεται µε καθετί που δίνει νόηµα στον ελληνικό πατριωτισµό. Συνδέθηκε επιπλέον και µε καθετί που ονοµαζόταν παράδοση και είχε µόνιµη και δηµιουργική επίδραση σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό πολιτισµό. Είναι η χώρα που κατά µία άποψη παρέδωσε στην ανθρωπότητα τον πολιτισµό και χωρίς καµία αµφιβολία τη δηµοκρατία, που ίσως πρόκειται µετά και την επίδραση του ελληνικού πολιτισµού στον δυτικό πολιτισµό, για ένα παγκόσµιο πολιτισµό. Είναι η παράδοση µε την οποία συνδέθηκε κάθε γενιά για να µπορέσει να κατανοήσει τον κόσµο και την ίδια της την εµπειρία. Αυτό έγινε από τότε που οι Ρωµαίοι, υιοθέτησαν την ελληνική σκέψη και την ελληνική παιδεία και τις θεώρησαν σαν «κλασσικές» και βάζοντας τη δική τους παιδεία, κάτω από την εξάρτηση της πνευµατικής παράδοσης της Ελλάδας, έκαναν την ελληνική κληρονοµιά, παράδοση.
Ωστόσο, το θάµπωµα της ανάµνησης των πρώτων αρχών της παράδοσης και το τέλος της, µε τη σιωπή αυτής της νύχτας που έσπασε τη συνέχεια της ιστορίας του δυτικού κόσµου, λόγω της αδυναµίας της παράδοσης της σκέψης µας να δώσει αποκρίσεις στα καινούργια προβλήµατα, συνεπέφερε και τον επαναπροσδιορισµό όλων των αξιών. Η πνευµατική µοναξιά του νεότερου ανθρώπου, βρίσκει την πρώτη έκφρασή της σε αυτήν την αµηχανία της σύγχυσης και της απελπισίας, που επικράτησε όταν η παράδοση πέθανε και οι ιδέες του Πλάτωνα έχασαν την ικανότητά τους να φωτίζουν τον κόσµο και το σύµπαν. Οι ιδέες µεταµορφώθηκαν σε απλές αξίες ανταλλάξιµες και αντικαταστατές, που αφέθηκαν στον κοινωνικοποιηµένο άνθρωπο, ο οποίος αποφάσισε να µην εγκαταλείψει αυτό, που για τον Πλάτωνα ήταν το «σπήλαιο» των ανθρώπινων πραγµάτων. Έναν κόσµο κατοικηµένο µονάχα από σκιές και φαινοµενικότητες, σε αντίθεση µε τον κόσµο των αιώνια αληθινών ιδεών.
Παλινδροµώντας και πάλι στον διαχωρισµό των εννοιών πατρίδας και έθνους, πατριωτισµού και εθνικισµού, θα πρέπει να αναφερθούµε στον Γάλλο ιστορικό Charles Le Goff, ο οποίος αφού κάνει τον διαχωρισµό ανάµεσα στην πατρίδα και το έθνος, χαρακτήρισε τον εθνικισµό ως «έναν από τους µεγαλύτερους εχθρούς της κοινωνίας» αφού «το έθνος αποκλείει τα άλλα έθνη ενώ η πατρίδα αναγνωρίζει τη νοµιµότητα των άλλων πατρίδων».
Η σωστή Ελλάδα θα πρέπει να είναι η σύνθεση των θετικών πλευρών της νεοελληνικής ταυτότητας και παράδοσης µε τις θετικές πλευρές της ∆ύσης και όχι η προσήλωση σε µύθους και οράµατα, όπως µας λέει ο Εµµ. Κριαράς. Οι µύθοι είναι πολλοί στη σηµερινή ελληνική αυτοσυνείδηση, µε κυρίαρχο αυτόν που αφορά την φυλετική και πολιτισµική ανωτερότητα των προγόνων και τον σχετικό µε αυτόν µύθο της ιδιαιτερότητας και υπεροχής.
Παρά τους µύθους όµως και τις σηµαντικές περιπλοκές που παρουσιάζει το ζήτηµα της ουσιαστικής εµβάθυνσης και ενοποίησης της Ευρώπης, νοµίζω ότι βρισκόµαστε στη µεταβατική εποχή της αναγκαστικής συµφιλίωσης του παρελθόντος µε το νέο, για να γεννηθεί κάτι βιώσιµο για την ορατή πια µελλοντική περίοδο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Η Έκθεση του Μάριο Ντράγκι το επισηµαίνει αυτό µε τον πιο δραµατικό τόνο και προτείνει λύσεις που ίσως σήµερα από κάποιους να θεωρούνται ουτοπικές. Αλλά ωστόσο το ίδιο το σύστηµα αντιλαµβανόµενο την ανελέητη τυραννία της ανάγκης, αναπροσαρµόζεται πρακτικά συνεχώς στη ζωντανή πραγµατικότητα που ξετυλίγεται µε ποικίλους τρόπους, χειραφετηµένο από τις προβλέψεις των θεωρητικών. Το σύστηµα ίσως προνοεί ώστε να µας µείνει ο πρώτος πολιτισµός στην ιστορία που διατηρεί και καλλιεργεί όλες τις τάσεις και παραδόσεις για να µη µείνουµε µε τον κόσµο των φαινοµένων, ο οποίος όµως κατά τον Νίτσε έχει και αυτός καταστραφεί µαζί µε τον πραγµατικό κόσµο.
Ο προβληµατισµός αυτός για την πορεία της ανθρωπότητας που πλέον τείνει προς ένα τοπίο µόνιµων απειλών πολέµου, εκφράστηκε αξεπέραστα ως σήµερα από τον Μπέρτραντ Ράσσελ (Το µέλλον της ανθρωπότητας), ανεπανάληπτο απολογητή του ανήσυχου 20ου αιώνα, θέτοντας µε δραµατικό τρόπο το δίληµµα το οποίο σήµερα, ιδίως για την Ευρώπη που διατρέχει τον κίνδυνο ενός υπαρξιακού σοκ, είναι ακόµη πιο επιτακτικό: αν θα ζήσουµε κάποτε σε µία παγκόσµια αρµονία ή αν θα σταθούµε µάρτυρες εµείς ή τα παιδιά µας µιας βιβλικής Αποκάλυψης, ενός πυρηνικού Αρµαγεδώνα.
*Η Αικατερίνη Μπέζα –Τσουρουπάκη, είναι τ. συµβολαιογράφος