Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ελληνο-ρωσικό Πάσχα στο Τρίγωνο των Βερμούδων

Η μαύρη γραμμή είναι η πορεία μας και η πράσινη είναι του ρωσικού.
Το κίτρινο κυκλικό σχήμα είναι η θάλασσα Σαργασό.
Το κόκκινο σημάδι είναι το σημείο συνάντησης μας.

Ανέσυρα από το αρχείο μου ένα αληθινό περιστατικό του Ψυχρού Πολέμου το οποίο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου “May day in the Bermuda Triangle” το 2012.
Ήταν τότε που ο αποκλεισμός της Κούβας προκαλούσε τριγμούς στην παγκόσμια ειρήνη.
Ένα περιστατικό που δεν έγινε ιστορία.
Εμείς οι συμμέτοχοι του ναυτικοί, Έλληνες και Ρώσοι, αποδείξαμε ότι στη θάλασσα υπερτερεί η αλληλεγγύη προς τον συνάδελφο ναυτικό που κινδυνεύει.

επόμενη μέρα
Η μαύρη γραμμή είναι η πορεία μας και η πράσινη είναι του ρωσικού. Το κίτρινο κυκλικό σχήμα είναι η θάλασσα Σαργασό.
Το κόκκινο σημάδι είναι το σημείο συνάντησης μας.

Πάνε πολλά χρόνια από τότε, 20χρονος ανθυποπλοίαρχος ταξίδευα με το Ελληνικό φορτηγό “Ελληνική δόξα”.
Ανήμερα Πάσχα με τη γαλανόλευκη να παίζει παιχνίδια με τον αέρα στο πλωριό άλμπουρο και στην πρύμνη πλέαμε ολοταχώς για τις ακτές της Αμερικής.
Ο καιρός γαλανός, Πασχαλιάτικος με αέρα 4-5 Μποφόρ, και μέτριο κυματισμό. Τίποτα το ανησυχητικό στον ορίζοντα…
Εκεί στο τρίγωνο των Βερμούδων ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε το Πάσχα.
Όσοι δεν είχαν βάρδια βοηθούσανε το μάγειρα. Ένα βαρέλι κομμένο στη μέση με κάρβουνα, ήταν η θράκα μας. Εκεί κοντά στην κουζίνα ήμουνα κι εγώ, ο αγουροξυπνημένος ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας 12-4.
Ήταν λίγο μετά τις 11, όταν μια κραυγή πόνου έσπασε το μονότονο ήχο των ντηζελομηχανών.
Πεταχτήκαμε όλοι επάνω και τρέξαμε στην πρύμη από όπου ακούστηκε η κραυγή. Έφτασα από τους πρώτους.
Ένας 16χρονος μαθητευόμενος της μηχανής, ο Γιώργος, είχε τραυματιστεί στο δεξί πόδι…
«Γιώργο τι έγινε;».
«Να έφτιαχνα ένα πυροτέχνημα, να σας το δείξω και δεν τα κατάφερα».
Μια βίδα 6-7 πόντους είχε τιναχτεί πέρα, κτύπησε στο μπουλμέ, εξοστρακίστηκε, στράβωσε και σφηνώθηκε στη σάρκα του. Μερικά εκατοστά κάτω από το δεξί του γόνατο.
«Κουράγιο Γιώργο δεν είναι τίποτα…», του λέω και στέλνω να φωνάξουν τον καπετάνιο.
Σε λίγο ήρθε ο πλοίαρχος μας, ο καπετάν Γιάννης, και δίνει εντολή να τον μεταφέρουμε στην καμπίνα του.
Αποφασίσαμε να αφαιρέσουμε τη βίδα.
«Για να δω ποιος είναι παλικάρι εδώ μέσα» λέει ο καπετάνιος στον Γιώργο. Η επέμβαση έγινε με μια τανάλια. Ο Γιώργος έσφιγγε τα δόντια του ενώ εγώ με τον καπετάνιο τραβήξαμε το ματωμένο μέταλλο.
Ένας πίδακας ζεστό αίμα τινάχτηκε και κοκκίνισε λευκά σεντόνια και πουκάμισα. Η πληγή μεγάλη, χώραγε ένα μικρό δάχτυλο. Ευτυχώς η βίδα δεν είχε πειράξει κανένα κόκαλο.
Κάναμε ό,τι γιατροσόφι ξέραμε για να σταματήσει η αιμορραγία.
Ο υποπλοίαρχος μας, Χανιώτης κι αυτός, ο καπτά Αχιλλέας Μιχελάκης, κι εγώ, βάλαμε το πόδι του ψηλά και δέσαμε τον μηρό με ένα λάστιχο.
Οι παλάμες μου γεμίσανε αίματα καθώς πίεζα τις γάζες πάνω στη πληγή. Δυνατοί στην αδυναμία μας κάναμε τα πάντα…
Η μικρή καμπίνα έγινε δωμάτιο νοσοκομείου. Η αιμορραγία μειώθηκε αλλά δεν σταματούσε. Και δεν μπορούμε να χούμε το πόδι του δεμένο με το λάστιχο για ώρες. Απ’ έξω το τσούρμο αγωνιούσε… Τι θα γίνει τώρα;
Ένα συμβούλιο με ματιές κι η απόφαση ομόφωνη. Στείλε σήμα για ιατρική βοήθεια, λέει ο καπετάνιος στο μαρκόνι.
Ο ηλικιωμένος ασυρματιστής φεύγει σφαίρα για τη γέφυρα. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ευκίνητος ήταν.
«Καπτά Κυριάκο, ανέλαβε το ραδιοτηλέφωνο και το VHF». Σφαίρα κι εγώ να σκαρφαλώσω τις κάθετες σκάλες μέχρι τη γέφυρα.
Σε λίγο ο αιθέρας παλλόταν. Ένα μήνυμα σύντομο, αγωνιώδες μεταδιδόταν από τον ασύρματο και τα ραδιοτηλέφωνα μας. Το μήνυμα άρχιζε και τελείωνε με τις ίδιες λέξεις ‘
«ΜΑΥDAY, MAYDAY, MAYDAY Το Ελληνικό φορτηγό “Ελληνική Δόξα” ζητά επείγουσα ιατρική βοήθεια. MAYDAY, MAYDAY, MAYDAY».
Στέλναμε το μήνυμα κάθε 5 λεπτά. Πάνω στη γέφυρα του πλοίου υπήρχε απόλυτη σιωπή στο τέλος του κάθε μηνύματος για να αφουγκραστούμε τον παραμικρό ήχο.
Την απάντηση που προσδοκούσαμε. Η αγωνία μας δεν μετριόταν με καμιά κλίμακα, με καμιά ζυγαριά.

επόμενη μέραΗ συνάντηση

Ώσπου, μερικά σπασμένα Αγγλικά ξεχώρισαν στα παράσιτα του ραδιοτηλεφώνου «Το Ρωσικό δεξαμενόπλοιο ΚΙΕΒΟ έχει γιατρό».
Ανάσα ανακούφισης, θαρρώ πως αναστέναξε και το πλοίο μας.
Λίγα λεπτά αγωνίας για να συνεννοηθούν οι 2 καπετάνιοι. Ο Ρώσος προσφέρθηκε να αλλάξει πορεία -πήγαινε πετρέλαιο στην Αβάνα- για να μας συναντήσει. Ήταν 50 μίλια περίπου μακριά, υπολογίσαμε ότι θα χρειαστούν περίπου 2 ώρες για να συναντηθούμε.
Αλλάξαμε πορείες και δώσαμε ραντεβού σε ένα γεωγραφικό μήκος και πλάτος στην περιοχή που λένε πως γεννιούνται οι τυφώνες που καταστρέφουν την Καραϊβική κάθε καλοκαίρι. Είμαστε στις 30 μοίρες Βόρειο πλάτος και 60 μοίρες Δυτικό μήκος.
Με αισθήματα αγωνίας και ελπίδας ψάχναμε τον ορίζοντα. Όσο το ίχνος του Ρωσικού πλοίου στο ραντάρ μας, μια μικρή κουκίδα, μεγάλωνε θέριευαν κι οι ελπίδες μας.
Ήταν περασμένη η ώρα του φαγητού και κανείς μας δεν σκεπτότανε την Πασχαλινή φιέστα που δεν έγινε. Στις ώρες της αναμονής ο Γιώργος, ο νεαρός τραυματίας δεν έχασε το κουράγιο του. Είχε χάσει το χρώμα του στα ροδομάγουλα του βέβαια, αλλά αστειευόταν…
Η πληγή δεν είχε κλείσει, αλλά το γεγονός ότι σε λίγο θα είχε ιατρική φροντίδα είχε επηρεάσει θετικά το ηθικό όλων μας.
Όταν η γκρίζα σιλουέτα του τεράστιου Ρωσικού δεξαμενόπλοιου φάνηκε στον ορίζοντα, ο υποπλοίαρχος μας, ο καπετάν Αχιλλέας, με τους ναύτες μας είχαν ήδη κάνει όλες τις ετοιμασίες.
Η μεγάλη μας μηχανοκίνητη σωσίβιος βάρκα που θα μετέφερε το γιατρό από το ρωσικό πλοίο ήταν έτοιμη. Την είχαν ελέγξει και την είχαν καθαρίσει.
Τα δύο πλοία σταμάτησαν στο μισό μίλι (900 μέτρα) με τις μηχανές τους Stand-by.
Τα πληρώματα των δύο πλοίων ακουμπισμένα στα ρέλια παρακολουθούσαν την επιχείρηση μεταφοράς του Ρώσου γιατρού. Η εντολή του καπετάν Γιάννη λιγόλογη.
«Καπετάν Κυριάκο, πάρε μερικούς ναύτες κι ένα μηχανικό και πήγαινε στο ρωσικό, να πάρε και τη βίδα να τη δείξεις στο γιατρό».
Όλα φαινόταν εύκολα. Κατεβάσαμε τη βάρκα μας αργά με τα βαρούλκα. Μόλις άγγιξε τον παγωμένο ωκεανό την ελευθερώσαμε από τα άγκιστρα που την κράταγαν κι έβαλα πλώρη για το Ρωσικό.
Είχαμε κεφάκια στη βάρκα. Αστειευόμαστε κάθε φορά που τα βουβά κύματα του ωκεανού μας ανέβαζαν στη κορυφή τους ή όταν με πιτσίλιζαν καθώς καθόμουνα στη πρύμνη κρατώντας τη λαγουδέρα.
Αλίμονο. Στα μισά της απόστασης η μηχανή, μας πρόδωσε. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του μηχανικού δεν έπαιρνε μπρος. Απελπισία. Το κέφι έδωσε τόπο στην αγωνία.
«Πιάστε τα κουπιά, παιδιά», δίνω εντολή στους ναύτες.
Δουλειά καθόλου εύκολη αν δεν είσαι συνηθισμένος στην κωπηλασία στα κύματα του ωκεανού. Ξέμαθοι, όπως είμαστε τα 500 μέτρα μας φάνηκαν ατελείωτα.
Τα κύματα του ωκεανού μας έβρεχαν τώρα περισσότερο, αφού η κινητήρια δύναμή μας δεν τα ξεπερνούσε.
Όταν φθάσαμε στην υπήνεμη πλευρά – σταβέντο- του ρωσικού πλοίου σκαρφάλωσα στο κατάστρωμα από μια ανεμόσκαλα.
Με υποδέχτηκε όλο το πλήρωμα που φόραγε τα γιορτινά του κι οι αξιωματικοί με άσπρες στολές και γυαλισμένες επωμίδες.
Μουσκεμένος και λαχανιασμένος, εξήγησα γρήγορα τι είχε συμβεί στον νεαρό υποπλοίαρχο και το συνομήλικο γιατρό δείχνοντας τους τη στραβή βίδα.
Και τότε έγινε κάτι το αναπάντεχο.
Ο υποπλοίαρχος δίνει μια κοφτή εντολή, ένας ναύτης αρπάζει τη βίδα από τα χέρια μου κι εξαφανίζεται.
«Που πάει» σκέφτηκα, «τρελοί είναι!».
Σε λίγα λεπτά -έμενα μου φάνηκαν αιώνες καθώς τουρτούριζα πάνω στο κατάστρωμα- ο ναύτης επιστρέφει κρατώντας δύο βίδες, μια ολοκαίνουρια και τη δική μου ισιωμένη.
«Πάρε τις να φτιάξετε τη μηχανή της βάρκας σας», μου λέει ο υποπλοίαρχος.
Κόκαλο εγώ. Άντε να τους εξηγήσεις.
«Φεύγουμε», τους λέω.
Κατεβήκαμε όλοι από την ανεμόσκαλα. Στο μεταξύ ο μηχανικός μας είχε επισκευάσει τη βλάβη κι έτσι η επιστροφή μας ήταν σύντομη.
Στο πλοίο μας είχανε ήδη κατεβάσει τον γκαγκουέι -την καλή σκάλα μέχρι κάτω στο επίπεδο της θάλασσας. Ανεβήκαμε τρέχοντας και τους οδήγησα στην καμπίνα του Γιώργου.
Ο Ρώσος γιατρός έκανε μια γρήγορη επέμβαση. Καθάρισε το τραύμα του έφηβου, του έκανε μια ένεση, έβαλε κάμποσα ράμματα και το έδεσε με μαεστρία.
«Είσαι εντάξει τώρα», του λέει «μέχρι να φθάσετε στην Αμερική θα μπορείς να περπατήσεις…» και του έκλεισε το μάτι πονηρά!
Φεύγοντας ο Ρώσος υποπλοίαρχος έδωσε στον πλοίαρχο μας, το Καπετάν Γιάννη, πασχαλινό δώρο ένα μπουκάλι βότκα κι εμείς προσφέραμε στους δύο Ρώσους αξιωματικούς μερικές τσάντες με τσιγάρα και ποτά.
Ήταν μια κίνηση αυθόρμητη του πληρώματος και των αξιωματικών, ο καθένας μας αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφέρει και κάτι.
Αν νομίζετε πως ήταν ο μόνος τρόπος να δείξουμε στους Ρώσους συναδέλφους μας την ευγνωμοσύνη μας είσαστε γελασμένοι.
Το πλήρωμα μας, ψηλά στα ρέλια, φώναζε και χειροκροτούσε καθώς οι δύο Ρώσοι επιβιβαζόταν στη βάρκα μας.
Η διαδρομή επιστροφής στο Ρωσικό πλοίο ήταν εύκολη. Αυτή τη φορά, είχαμε εξοικειωθεί και με τον ωκεανό.
Οι δύο Ρώσοι σκαρφάλωσαν στο πλοίο τους που είχε ρίξει την ανεμόσκαλα από την άλλη πλευρά αυτή τη φορά. Κι εγώ έκανα στροφή, και πέρασα πίσω από την πρύμη του. Άντρες και γυναίκες μας χαιρετούσαν «Καλό ταξίδι», ενώ η βάρκα μας απομακρυνόταν, κάνοντας τη διαδρομή για τέταρτη φορά.
Το ρωσικό δεξαμενόπλοιο δεν έφυγε όταν οι αξιωματικοί του ανέβηκαν στο κατάστρωμα, για να κερδίσει χρόνο όπως θα περίμενε κανείς.
Έμεινε εκεί για μια ώρα περίπου, μέχρι που ανεβάσαμε, με το χειροκίνητο βαρούλκο παρακαλώ, την βάρκα μας στο κατάστρωμα.
Εξουθενωμένος από την προσπάθεια, σκαρφάλωσα στη γέφυρα να δώσω αναφορά στο καπετάνιο.
«Καλή δουλειά καπετάν Κυριάκο», ήταν το λιτό σχόλιο του καπετάνιου, έφθανε όμως για να με γεμίσει ικανοποίηση.

επόμενη μέραΕπίλογος

Ο ήλιος έγερνε στη Δύση όταν τα δύο πλοία, δύο μικρόκοσμοι που συναντήθηκαν για λίγες ώρες στην απεραντοσύνη του Ατλαντικού, χώριζαν.
Για μια ακόμη φορά οι ναυτικοί είχαν τηρήσει τον άγραφο νόμο της αλληλεγγύης στη θάλασσα. Ένα νόμο που δεν γνωρίζει σύνορα, θρησκείες, πολιτεύματα και διαφορές.
Τα δύο πλοία σφύριξαν παρατεταμένα. Οι μηχανές ξανάρχισαν το αγκομαχητό τους κι οι δύο πλοίαρχοι έδωσαν τη νέα πορεία στο τιμονιέρη τους.
Πορεία Savanna, Georgia. Πορεία Havana, Cuba.

Καλό Πάσχα

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα