Η ελονοσία είναι μια λοιμώδης ασθένεια, που προκαλείται από ένα παρασιτικό μικροοργανισμό, το πλασμώδιο (plasmodium).
Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς είχε από την αρχαιότητα παρατηρηθεί ότι η νόσος είναι συχνή γύρω από ελώδεις περιοχές.
Γενικά στοιχεία
Η ελονοσία μεταδίδεται από το τσίμπημα 30 ειδών μολυσμένων θηλυκών κουνουπιών του γένους των Ανωφελών (Αnopheles). Η νόσος διεθνώς λέγεται “μαλάρια” (malaria, από τις λέξεις mal + aria = κακός αέρας), από την παλιά πεποίθηση ότι οφείλεται στον κακό (δύσοσμο) αέρα που υπήρχε ανέκαθεν στα έλη. Τα πιο επικίνδυνα στελέχη που σχετίζονται με τη νόσο, είναι το Plasmodium falciparum και το Plasmodium vivax, τα οποία προκαλούν επαναλαμβανόμενες, συνήθως, κρίσεις με ρίγη και πυρετό. Το παράσιτο δεν μεταδίδεται άμεσα από άτομο σε άτομο μέσω της συνηθισμένης κοινωνικής επαφής (άγγιγμα, φιλί), σεξουαλικής ή άλλης επαφής. Η πρώτη αναφορά ελονοσίας στην ιστορία ανάγεται στο 2.700 π.Χ. στην Κίνα.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, το 2015 νόσησαν 214 εκατομμύρια άτομα, από τα οποία πέθαναν 438.000, διασπαρμένα σε 95 χώρες, ενώ περίπου 3,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, περίπου οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη, κινδυνεύουν να μολυνθούν από τη νόσο. Τα περισσότερα περιστατικά, πάντως, παρατηρούνται στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, όπου αναφέρονται το 90% των συνολικών θανάτων του πλανήτη. Η ελονοσία συνδέεται άρρηκτα με τη φτώχεια στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι στην Αφρική οδηγεί σε απώλεια 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, λόγω του αυξημένου κόστους υγειονομικής περίθαλψης, έλλειψης ικανότητας για εργασία και αρνητικών επιρροών στο τουριστικό προϊόν. Επίσης, έχει υπολογιστεί ότι για να αντιμετωπιστεί η ελονοσία αποτελεσματικά σε μια φτωχή χώρα όπως η Τανζανία, απαιτείται να διατεθεί το 20% των συνολικών δαπανών της για την υγεία του πληθυσμού!
Η εμφάνιση της νόσου
Η ελονοσία είναι νόσος προβλέψιμη και θεραπεύσιμη, που είναι διαδεδομένη κυρίως σε τροπικές και υποτροπικές χώρες. Εδώ και χρόνια γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια από διεθνείς οργανισμούς υγείας για την μείωση της συχνότητας εμφάνισης της νόσου, με τους ψεκασμούς, αλλά και τη διανομή κουνουπιέρων σε ευαίσθητες περιοχές, για την προστασία των ανθρώπων από τα τσιμπήματα των κουνουπιών καθώς κοιμούνται. Ταυτόχρονα, επιστήμονες σε όλο τον κόσμο εργάζονται συστηματικά για την ανάπτυξη ενός εμβολίου για την πρόληψη της ελονοσίας. Πολλά παράσιτα της ελονοσίας παρουσιάζουν, πλέον, ανοσία στα πιο κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της νόσου.
Αίτια – Διάγνωση
Η ελονοσία, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, προκαλείται από ένα μικροσκοπικό παράσιτο που μεταδίδεται από τα τσιμπήματα συγκεκριμένων τύπων κουνουπιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ίδια τα κουνούπια δεν προσβάλλονται από ελονοσία, αλλά απλά την μεταδίδουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, ξεκινώντας από ένα άτομο πού ήδη έχει νοσήσει. Η διάγνωση της ελονοσίας γίνεται, μετά τη λήψη αναλυτικού ιατρικού ιστορικού, με την εξέταση επιχρίσματος αίματος στο μικροσκόπιο, ή με ειδικά αυτοματοποιημένα διαγνωστικά τεστ, σε λιγότερο από 30 λεπτά. Επίσης, έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι που χρησιμοποιούν τη μοριακή μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) για να ανιχνεύουν το DNA των παρασίτων, αλλά δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενες σε περιοχές όπου εμφανίζεται η ελονοσία, λόγω του κόστους και της πολυπλοκότητάς της.
Συμπτώματα – Επιπλοκές
Μια λοίμωξη ελονοσίας γενικά χαρακτηρίζεται από συνεχείς και συχνά επαναλαμβανόμενες κρίσεις, ξεκινώντας με πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο, εφίδρωση, ρίγος, πόνο στις αρθρώσεις, σπασμούς, έμετο και σπανιότερα διάρροια, συμπτώματα που δύσκολα στην αρχή ΄΄υποψιάζουν΄΄ τους γιατρούς για ύπαρξη ελονοσίας, αφού προσομοιάζουν με αυτά της γρίπης, της γαστρεντερίτιδας και ιογενών ή νευρολογικών νόσων. Κλασικό χαρακτηριστικό της ελονοσίας είναι η παροξυσμική εμφάνιση των συμπτωμάτων, με κυκλική εμφάνιση αιφνίδιας πυρετού και εφίδρωσης, ακολουθούμενα\η από ρίγος, κάθε δύο ημέρες (τριταίος πυρετός) στις λοιμώξεις από τα P. vivax και P. ovale, και κάθε τρεις ημέρες (τεταρταίος πυρετός) στις λοιμώξεις από τα P. malariae και P. falciparum.
Οι επιπλοκές της νόσου περιλαμβάνουν, σπανιότερα, αναπνευστική ανεπάρκεια, εγκεφαλοπάθεια, ηπατικές βλάβες, νεφρική ανεπάρκεια, αυτόματη αιμορραγία, επιληπτικές κρίσεις, σοβαρή αναιμία και υπογλυκαιμία, σοκ και τελικά πολυοργανική ανεπάρκεια. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως 7-25 ημέρες μετά το τσίμπημα από το μολυσμένο κουνούπι και μπορούν να καταλήξουν στο κώμα ή και το θάνατο του ασθενή.
Ομάδες υψηλού κινδύνου
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή σε όσους είναι περισσότερο επιρρεπείς στη νόσο, ανήκουν τα παιδιά μέχρι 5 ετών, οι έγκυες, οι ασθενείς με AIDS ή ανοσολογική ανεπάρκεια, καθώς και οι ταξιδιώτες σε χώρες που ενδημεί η ελονοσία.
Κύκλος μετάδοσης από τα κουνούπια
H μετάδοση της ελονοσίας γίνεται με βάση τα παρακάτω βήματα:
1. Μη μολυσμένα κουνούπια. Ένα κουνούπι μολύνεται όταν τσιμπήσει άτομο που έχει ελονοσία.
2. Μετάδοση του παρασίτου. Το κουνούπι θα μεταδώσει τα παράσιτα της ελονοσίας στο επόμενο άτομο που θα τσιμπήσει
3. Στο ήπαρ. Τα παράσιτα στη συνέχεια ταξιδεύουν στο ήπαρ (συκώτι), όπου ωριμάζουν και αναπαράγονται, ενώ (κάποιοι τύποι) μπορεί να παραμένουν στο όργανο ακόμα και για παραπάνω από ένα έτος
4. Στην κυκλοφορία του αίματος. Όταν τα παράσιτα “ωριμάσουν”, αφήνουν το συκώτι και μολύνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, εμφανίζονται τα συμπτώματα της νόσου
5. Στο επόμενο άτομο. Εάν ένα “καθαρό” (μη μολυσμένο κουνούπι) τσιμπήσει το άτομο σε αυτό το σημείο του κύκλου, τότε θα μολυνθεί με τα παράσιτα της ελονοσίας και θα τα μεταδώσει στο επόμενο άτομο που θα τσιμπήσει.
Αλλοι τρόποι μετάδοσης
Από τη στιγμή που τα παράσιτα της ελονοσίας επηρεάζουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια, οι άνθρωποι μπορούν επίσης να κολλήσουν την ασθένεια μέσω της έκθεσης σε ήδη μολυσμένο αίμα, όπως από την κυοφορούσα μητέρα στο έμβρυο, μέσω μεταγγίσεων αίματος ασθενή ή μεταμόσχευσης οργάνων, αλλά και με τη χρήση κοινών βελονών για την ένεση φαρμάκων ή ναρκωτικών ουσιών.
Αντιμετώπιση – Θεραπεία
Η νόσος είναι ιάσιμη, και αντιμετωπίζεται με ειδικά ανθελονοσιακά φάρμακα. Αν και μέχρι το καλοκαίρι του 2016 δεν υπήρχε διεθνώς εγκεκριμένο εμβόλιο για τη νόσο, γίνονται πολλές πιλοτικές ερευνητικές προσπάθειες, οι οποίες αναμένεται προσεχώς να τελεσφορήσουν με επιτυχία. Ήδη δοκιμάζονται σχετικά ανοσολογικά σκευάσματα σε 7 χώρες της Αφρικής, κάτω από την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φαρμάκων και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας. Η τελευταία, μάλιστα, εφαρμόζοντας εκτεταμένα προγράμματα πρόληψης κυρίως σε Αφρικανικές χώρες, ευελπιστεί στη μείωση των περιστατικών ελονοσίας κατά 90% μέχρι το 2030. Στα άτομα, πάντως, που δεν υποβάλλονται στην κατάλληλη θεραπεία, η νόσος ενδέχεται να επανεμφανιστεί έως και αρκετούς μήνες αργότερα. Επίσης, σε όσους μόλις ξεπέρασαν τη μόλυνση από το πλασμώδιο, η επαναμόλυνση συνήθως προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα, αφού αναπτύσσεται μιας μορφής ήπια ανοσία στην ελονοσία.
Γενικότερα, όταν χορηγείται έγκαιρα η κατάλληλη θεραπεία, υπάρχει πλήρης ανάκαμψη στους πάσχοντες από ελονοσία, αρκεί να μην προλάβει να εγκαθιδρυθεί η σοβαρή μορφή της νόσου. Η βαριάς μορφής ελονοσία μπορεί να προχωρήσει πολύ γρήγορα και να προκαλέσει θάνατο του ασθενή, ακόμη και μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες.
Προστασία
Αν ταξιδεύετε σε περιοχές που ενδημεί η ελονοσία, θα πρέπει να πάρετε τις παρακάτω προφυλάξεις:
• Σε συνεννόηση με κάποιο γιατρό, πάρτε τα κατάλληλα ανθελονοσιακά φάρμακα (χημειοπροφύλαξη)
• Προστατευθείτε από τα κουνούπια κοιμώμενοι μέσα σε σήτες
• Φορέστε κάλτσες, μακριά παντελόνια, πουκάμισα και μπλούζες
• Ψεκάστε με τα ειδικά αντικουνουπικά σπρέι τις ακάλυπτες περιοχές του δέρματός σας
• Κλείνετε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα για να αποτρέψετε την είσοδο των κουνουπιών στο χώρο σας
• Ψεκάζετε τακτικά τους γύρω χώρους με κατάλληλα εντομοκτόνα
Επίλογος
Η ελονοσία είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη νόσος που μεταδίδεται από συγκεκριμένους τύπους κουνουπιού. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει εμβόλιο για την αντιμετώπισή της, η πρόληψη παραμένει ο σημαντικότερος προστατευτικός παράγοντας του πληθυσμού, ενώ σε περίπτωση μόλυνσης η έγκαιρη και κατάλληλη θεραπεία βελτιώνει την πρόγνωση του ασθενούς, αλλά και διακόπτει την αλυσίδα μετάδοσής της σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
Bιβλιογραφία
www.who.int
www.mayoclinic.org
www.keelpno.gr
www.cdc.gov