Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Eλπίδας πορεία…

“Ω, Απόλλωνα! Πόσο δυσάρεστο είναι, να βρίσκεται ο άνθρωπος σε απελπισία…”
Ανακρέων
…Γλαυκώπις, ξανθομαλλούσα και λυγερόκορμη, με τον κατάλευκο ποδήρη χιτώνα της να λικνίζεται στην αύρα του πρωινού λεβάντε, η Ελπίδα, άδραξε τη θεϊκή ικμάδα και πέταξε ψηλά, πάνω από το γαλαζόθωρο εκείνο αστρικό μόριο, τη Γη, που συνέχιζε το αέναο όσο και νωχελικό περιστροφικό ταξίδι του, στο ψυχρό σκοτάδι του χάους…
…Πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, κι αγνάντευε στέρια γη κι ωκεανούς, χώρες με αθέατα τα σύνορα αναμετάξυ τους, καθορισμένα κατά την ανθρωπίσια λογική έτσι, για να γνωρίζει κάθε έθνος την “ιδιοκτησία” του σε εκτάσεις που δεν ανήκουν κοντολογίς σε κανένα, καθώς κανένα έθνος, λαός, φυλή ή άνθρωπος δεν παίρνει τίποτα μαζί του, σαν ολοκληρώσει τον γήινο κύκλο του…
…H ματιά της έπεσε σε μία Χώρα φωτεινή, καθώς μια λάμψη -ορατή σε μάτια ενορατικά και μόνο- διαχέετο από τον τόπο εκείνο, προς το αχανές όπου βρισκόταν η θεά: `Ηταν η Ελλάδα.
Χαμήλωσε το πέταγμά της, έφτασε στην ουρανόγκιχτη κορφή του Ολύμπου, μα δεν στάθηκε, καθώς την είδε άδεια κι έρημη απ’ τις θεότητες καιρών αλλοτινών. Δεν την ενόχλησε τούτη η απουσία, σαν είχε εξοικειωθεί με κείνο που λένε οι ανθρώποι στο γαλαζόθωρο το άστρο τη Γη: “Εξέλιξη”…
…Στη θέα του Ιερού Βράχου της αειθαλούς Ακρόπολης, χαμήλωσε, στάθηκε πάνω στο Βράχο. Ερειπωμένος ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς, χαμένη κι εκείνη στις χρονοθίνες των καιρών…
…Μια επιτύμβια στήλη, τράβηξε την προσοχή της. Πλησίασε. Είδε μια επιγραφή που ήταν φρεσκο-χαραγμένη στο ολόλευκο πεντελικό μάρμαρο. Διάβασε:
“Ω ξειν, αγγέλλειν `Ελλησι, ότι, τήδε κείται Ελλάς, τοις αλλοφύλων, αλλογλώσσων και αλλογνώμων ρήμασι, παραδοθείσα”
Μούδιασε η θεά! `Αφησε τον Ιερό Βράχο…Απομακρύνθηκε…Πλησίασε Αρχοντικά πλουσίων….Οι γιοι του Μαμωνά, φύλακες στα Αρχοντικά, δεν της επίτρεψαν την είσοδο…Πλησίασε Παλάτια Αρχόντων. Οι γιοι του Μαμωνά και του Άρη, φύλακες στα Παλάτια Αρχόντων δεν της επίτρεψαν την είσοδο. Κατάλαβε πως ήταν ανεπιθύμητη σε τούτα τα μέρη, μιας και ο Μαμωνάς και ο `Αρης τα έχουν όλα, τα οικειοποιούνται όλα. Τι χρείαν έχουν της Ελπίδας; …Έφυγε ξανά…
…Αθέατη, πλησίασε το ανθρώπινο το πλήθος που πήγαινε πέρα δώθε σε δρόμους πλατείς κι ευρύχωρους, αμίλητο, σκεφτικό, σκυθρωπό. Διάβασε τα εσώψυχα και είδε φωλιασμένη την Aπελπισία, κόρη της Απογοήτευσης. Είδε ανθρώπους ν’ ακολουθούν το δρόμο της Κακίας, καθώς αθέατη εκείνη τους τραβούσε χαιρέκακα, με μίτο αόρατο στη μπόρεση της όρασης της ανθρώπινης…
Σε ένα παραγώνι, αντίκρισε βουρκωμένη τη θεότητα της Αγάπης με ξεσχισμένο τον κατάλευκο ποδήρη χιτώνα, αποδιωγμένη από το πλήθος. Εκείνη, την αναγνώρισε, της μίλησε:
“`Αλλαξαν, αλλοτριώθηκαν οι καιροί, Ελπίδα…Με αποδιώχνουν οι ανθρώποι…Συ τους απόμεινες!…”
…Πλησίασε ένα γεράκο. Κορμί σκυφτό, μάτια-πηγές δακρύων που μούσκευαν και νότιζαν το χώμα κάτωθέ του. Τον άγγιξε. Πήγε να τον σφίξει στην αέρινη αγκάλη της….Εκείνος την ένοιωσε…την αναγνώρισε…την απώθησε, ψέλισσε:
“Πολύ αργά, κυρούλα…άργησες!”
“Γιατί παππούλη; Εδώ είμαι!” τον κανάκεψε η θεά-Ελπίδα.
“Άργησες…άργησες πολύ, κυρούλα!…”
“Εδώ είμαι παππούλη!” τον κανάκεψε ξανά, εκείνη.
“Άργησες…άργησες πολύ κυρούλα…Σαράντα χρόνια δούλεψα σκληρά, συνετά, τίμια…Σε περίμενα σαράντα χρόνια, να ζήσουμε μαζί τα στερνά, μα περήφανα γηρατειά…. μα τώρα που ήρθες, ήρθες αργά…Οι Άρχοντες, μου στέρησαν τους κόπους μιας ζωής με φόρους σκληρούς και αποφάσεις άδικες…φτωχήναμε λένε… Μα από δικές τους αβλεψίες, λέω εγώ…Και τώρα, πώς θα ζήσω, χωρίς αυτό που περίμενα ολάκερη ζωή; Πώς θα ζήσω χωρίς την τίμια σύνταξη που περίμενα σαράντα χρόνια; Άργησες κυρούλα…άργησες…φύγε…δε σε θέλω άλλο!”
Έφυγε η θεά-Ελπίδα. Την ίδια απάντηση πήρε και από άλλους απόμαχους της ζωής.
“Εχασε ο άνθρωπος το δρόμο του…Λάθεψε με τις έννοιες…έκανε τη “δουλειά”, ”δουλεία! ”, ψέλισσε.
…Πλησίασε μια ομάδα νέων…Είχαν πάρει το δρόμο για άλλη γη, για άλλη Χώρα. Μετανάστες! Και δεν ήταν “γκασταρμπάιτερ”. `Ηταν επιστήμονες!
Την αναγνώρισαν, την απώθησαν, αλλά της μίλησαν πικρόχολα:
“`Ηρθες αργά…Είκοσι και τριάντα χρόνια στα θρανία, σε προσμέναμε…άργησες…φτωχύναμε από αδέξιους Άρχοντες…Τώρα η Ελλάδα δεν μας κρατάει…άργησες!…Μα σε λίγο χρόνο, όπως το πάνε οι καιροί και οι Άρχοντες, θα’ χουμε μια Ελλάδα χωρίς `Ελληνες…Για σκέψου λίγο κυρούλα…για σκέψου λίγο!…”
Απομακρύνθηκε εκείνη, αμήχανη…
…Έπεσε η ματιά της σε ένα νεαρό, ανεβασμένο στο κιγκλίδωμα της βεράντας ενός πανύψηλου κτιρίου. Κατάλαβε την πρόθεσή του. Βρέθηκε πλάι του στη στιγμή, τον έσφιξε στην αέρινη αγκαλιά της, τον θώπευσε.
Ο νεαρός, στράφηκε, την αναγνώρισε. Με πρόσωπο σκυθρωπό, μάτια οιδηματώδη απ’ το κλάμα, δόντια σφιγμένα, σημάδι απόφασης.
Μίλησε σφυριχτά:
“Άργησες κυρούλα…δεν έχω πια τίποτα…σπίτι…δουλειά…οι Τράπεζες…το Σύστημα…Άργησες, κυρούλα!”
Πριν εκείνη προλάβει να αρθρώσει λέξη ή να τον σταματήσει, ο νεαρός βούτηξε στο κενό…έπεσε με γδούπο στο έδαφος κάτωθε, και χάθηκε σε μια λίμνη αίματος…
…Αποσβολωμένη η θεά, απομακρύνθηκε….Σε μια γωνιά, η Αγάπη και η Υπομονή την περίμεναν. Κουρελιασμένοι οι χιτώνες…ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά, εμφανώς σε πλήρη εγκατάλειψη από τους ανθρώπους και οι δύο. Την ενημέρωσαν:
“Μακάρι να ήταν μόνο τούτος ο νεαρός…δεκάδες άλλοι έχουν κάνει το ίδιο στην Ελλάδα…ας όψονται οι άφρονες οι Άρχοντες!….Κυρίευσε τον κόσμο η Απελπισία, μα και η Κακία, ο Μαμωνάς, αλλά και ο γιος του Φθόνου και της Ζήλιας, το Μίσος… και κάπου μακρύτερα ο Άρης γυαλίζει τα όπλα του…Εμείς, έχουμε εκτοπιστεί…αλλά και η αφεντιά σου, κυρά-Ελπίδα, δεν έχεις πέραση…! ”
Ήτααν ώρα μαζί…Κουβέντιασαν, πήραν απόφαση να μην αφήσουν μόνο του τον τόπο τούτο το φωτεινό, και τους ανθρώπους του. Κάποια στιγμή, θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν ξανά μαζί τους…
…Οι τρεις θεότητες, η Ελπίδα, η Αγάπη, η Υπομονή, αγκαλιάστηκαν…προχώρησαν μαζί αγκαλιασμένες και χάθηκαν στο πλήθος, αφήνοντας πίσω τους μια αθέατη λεπτή αύρα ελπίδας, αγάπης, υπομονής…

* O Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
είναι Γεωπόνος – Συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα