Ο συνδυασμός τριών πρωτεϊνών, όταν αυτές υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες στα ούρα, μπορεί με ακρίβεια να διαγνώσει έγκαιρα τον καρκίνο του παγκρέατος στο πρώιμο στάδιο του, όπως ανακοίνωσαν επιστήμονες στη Βρετανία.
Η ανακάλυψη ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία τα επόμενα χρόνια ενός μη επεμβατικού, φθηνού και γρήγορου τεστ για τον εντοπισμό των ανθρώπων που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για να εκδηλώσουν τη νόσο. Ο καρκίνος του παγκρέατος αποτελεί μια από τις πιο επικίνδυνες μορφές καρκίνου, επειδή η διάγνωσή του μέχρι σήμερα γίνεται καθυστερημένα, όταν πια οι όγκοι έχουν προχωρήσει πολύ.
Οι ερευνητές του Αντικαρκινικού Ινστιτούτου Μπαρτς του Πανεπιστημίου Κουίν Μαίρη του Λονδίνου, με επικεφαλής την δρα Τατιάνα Κρνόγκορατς-Τζούρσεβιτς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα καρκίνου “Clinical Cancer research”, μελέτησαν 488 δείγματα ούρων από 192 άτομα με καρκίνο του παγκρέατος, 92 με χρόνια παγκρεατίτιδα και 87 υγιή.
Συνολικά ανιχνεύθηκαν περίπου 1.500 πρωτεϊνες στα ούρα, από τις οποίες οι μισές ήσαν κοινές σε άνδρες και γυναίκες. Από αυτές, τρεις πρωτεϊνες (LYVE1, REG1A, TFF1) βρέθηκαν ότι από κοινού αποτελούν ένα αξιόπιστο ¨τρίο’ βιοδεικτών για διάγνωση της νόσου.
Επιπλέον, οι τρεις πρωτεϊνες μπορούν να διακρίνουν τον καρκίνο στα αρχικά στάδια του (1 και 2) από την χρόνια φλεγμονώδη παγκρεατίτιδα, μια διάκριση που συχνά είναι δύσκολη με τα σημερινά δεδομένα. Στους καρκινοπαθείς το επίπεδο των τριών πρωτεϊνών είναι αυξημένο έναντι των ατόμων με παγκρεατίδα και, ακόμη περισσότερο, έναντι των υγιών. Το υπό ανάπτυξη τεστ ούρων έχει ακρίβεια πάνω από 90% στη διαγνωση του συγκεκριμένου καρκίνου.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του παγκρέατος είναι το σχετικό οικογενειακό ιστορικό, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, ο διαβήτης κ.α. Μέχρι τώρα πάνω από το 80% των ασθενών μαθαίνουν τη διάγνωση της νόσου, όταν πια αυτός έχει εξαπλωθεί στο σώμα τους και δεν είναι δυνατή η χειρουργική αφαίρεση των όγκων.
Σήμερα το προσδόκιμο ζωής σε βάθος πενταετίας είναι χαμηλότερο από άλλους καρκίνους και κινείται στο 3%, ποσοστό που ελάχιστα έχει βελτιωθεί τα τελευταία 40 χρόνια, καθώς δεν υπάρχει ως τώρα κάποιο τεστ έγκαιρης διάγνωσης. Αν η διάγνωση γινόταν στο στάδιο 2 της νόσου, το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών θα αύξανε στο 20%, ενώ αν η διάγνωση ήταν εφικτή ακόμη πιο νωρίς, στο στάδιο 1, τότε η επιβίωση θα εκτινασσόταν στο 60%.