Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ελσίνκι

»  Θεόδωρος Γρηγοριάδης  (εκδόσεις Πατάκη)

Η Ελλάδα αποτελεί, για τη µεγάλη πλειοψηφία µεταναστών και προσφύγων, ένα αναγκαστικό πέρασµα, ένα απαραίτητο χωρικό κοµµάτι του δρόµου που ελπίζουν να διανύσουν, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο, µέχρι κάποια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα αναζητώντας και ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο. Συχνά, σχεδόν πάντα, αποδεικνύεται για εκείνους ένας µη τόπος εγκλωβισµού. Κάτι παράδοξο συµβαίνει τότε, µε κάθε τρόπο, είτε από την κεντρική διοίκηση είτε από τα µεµονωµένα άτοµα, τους γίνεται κατανοητό πως δεν είναι καλοδεχούµενοι σε έναν τόπο που, εδώ έγκειται το παράδοξο, οι ίδιοι οι µετανάστες και πρόσφυγες διόλου δεν επιθυµούν να εγκατασταθούν και να κατοικήσουν, δηλαδή, όσο δεν τους θέλουν εδώ τόσο κι εκείνοι δεν θέλουν αυτό το εδώ, ένα πέρασµα είναι γι’ αυτούς η Ελλάδα, ένα πέρασµα προσδοκούν να είναι και τίποτα παραπάνω. Και αν η κεντρική διοίκηση φέρει ακέραια την ευθύνη για τις διακρατικές συµφωνίες που έχει συνάψει, οι οργισµένοι κάτοικοι διεκδικούν τη µη παραµονή των ξένων εδώ και εµπλέκονται σε µια σύγκρουση, καθίστανται, έτσι, το µακρύ χέρι της εξωτερικής πολιτικής τρίτων χωρών. Πολλοί από «εµάς» δεν τους θέλουν, οι περισσότεροι από εκείνους δεν µας θέλουν.

Το «προσφυγικό», ένα σύνθετο από κάθε άποψη ζήτηµα που δεν επιδέχεται εύκολες και µονοσήµαντες ερµηνείες, ονοµάστηκε έτσι το καλοκαίρι του ‘15, όταν ο πόλεµος στη Συρία συνέβαινε και είχε ως αποτέλεσµα µεγάλα µέρη του πληθυσµού να εξαναγκαστούν σε µια βίαιη φυγή προς τη σωτηρία. Η µετακίνηση πληθυσµών είναι, ωστόσο, τόσο παλιά όσο και η ανθρώπινη ιστορία, µια από τις µήτρες του πολιτισµού, µια διαδικασία που δεν πρόκειται να σταµατήσει να λαµβάνει χώρα, ιδιαίτερα όσο οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες θα θεριεύουν την αδικία και την πείνα, όσο η κλιµατική αλλαγή θα καθιστά ακατοίκητα ολοένα και περισσότερα εδάφη. Όσο και αν η διαχρονική µετακίνηση πληθυσµών διαθέτει κάποια κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά, δεν παύει να αποτελεί τη σύνθεση εκατοντάδων χιλιάδων ατοµικών συµβάντων και ιστοριών.

Μια από αυτές τις ιστορίες είναι και εκείνη του Αβίρ, ενός Κούρδου που ξεκίνησε από το Ιράκ αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Βρέθηκε στην Ελλάδα, εγκλωβίστηκε εδώ, είδε τα µεροκάµατα να πέφτουν και τις δουλειές να µειώνονται, τη γραφειοκρατία να τον κρατά δέσµιο, το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο να ξεφτίζει µέρα µε τη µέρα. Γνώρισε τον Αντώνη, έναν µεσήλικα συγγραφέα, που είχε πια αποδεχτεί τη µοναχικότητα του βίου, εκείνος του πρόσφερε το σπίτι του και την ελεύθερη από πάντα θαρρείς µεριά του κρεβατιού του. Τον άκουγε να ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο µακριά από την Ελλάδα και µακριά από εκείνον άρα, η αγάπη του γι’ αυτόν τον όπλιζε µε συναισθηµατική αντοχή, όσο περισσότερο αγαπάς κάποιον, τόσο λιγότερο σκέφτεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, ακόµα και αν αυτό σηµαίνει µια βουτιά στην παγωµένη θάλασσα της µοναξιάς και της στενοχώριας που η απώλεια επιφέρει καίρια και σκληρά.

Το Ελσίνκι είναι η ιστορία του Αβίρ πρωτίστως, αλλά και του Αντώνη δευτερευόντως, ο πρώτος ρόλος είναι του Αβίρ, του συγγραφέα ο δεύτερος, ο συµπληρωµατικός. Ο Γρηγοριάδης αφηγείται µια πολύ ωραία ιστορία αγάπης και πάντα θα υπάρχει χώρος για µια ακόµα καλή ιστορία αγάπης χωρίς κανείς, ή σχεδόν κανείς, να νοιάζεται για την έξωθεν πρωτοτυπία της, µην ξεχνώντας πως κάθε ερωτική ιστορία είναι από τη φύση της µοναδική και ανεπανάληπτη, ή τουλάχιστον ως τέτοια βιώνεται από τα εµπλεκόµενα µέρη. Με διαρκή µπρος πίσω στον χρόνο, από την άφιξη του Αβίρ στην Ελλάδα και τη γνωριµία του µε τον Αντώνη, µέχρι και το αφηγηµατικό παρόν, µετά την επιστροφή του συγγραφέα από το ταξίδι του στο Ελσίνκι, εκεί όπου πια ζούσε ο Αβίρ, έχοντας καταφέρει να ξεπεράσει τις δυσκολίες που συνάντησε στον δρόµο του, όταν πια η ιστορία αυτή είχε µε κάποιο τρόπο ολοκληρωθεί, όταν ο Αντώνης µπορούσε πια να κάτσει µπροστά από την άδεια σελίδα και να πληκτρολογήσει όλα όσα συνέβησαν.

Μικρή, κατά τη γνώµη µου, σηµασία έχει εάν η ιστορία αυτή διαθέτει κάτι το αυτοβιογραφικό. Η δύναµή της δεν εδράζεται διόλου στην όποια φαινοµενική αλήθεια της, στο αν συνέβη στην πραγµατικότητα ή όχι δηλαδή. Ο Γρηγοριάδης εξοπλίζει τον αφηγητή-συγγραφέα µε το απαραίτητο συναίσθηµα ώστε η ανάγκη για την αφήγηση αυτή να είναι απόλυτη και καθηλωτική, από την πρώτη µέχρι την τελευταία της λέξη, αυτό κάνει την ιστορία αυτή αληθινή στο συναίσθηµά της, στον τρόπο µε τον οποίο πέρασε από τους όποιους µυθοπλαστικούς µύλους για να βρεθεί αποτυπωµένη στο χαρτί. Ωστόσο, η συναισθηµατική αυτή αλήθεια δεν σπάει τον αυχένα της κατασκευής, παρότι διαπερνά κάθε σηµείο της έκτασής της. Ο Γρηγοριάδης, έµπειρος και ικανός γραφιάς, καταφέρνει να σταθεί έστω και µισό εκατοστό έξω από την ιστορία αυτή, η αποστασιοποίηση, πλήρης και αποστειρωµένη, είναι αδύνατη, αυτό το µισό εκατοστό ωστόσο είναι απαραίτητο ώστε να αναµετρηθεί µε το συναίσθηµα του αφηγητή του, όχι να το µετριάσει, ούτε να το χειριστεί, αλλά να αναµετρηθεί µαζί του και να µαζέψει τις λέξεις, τις σκέψεις, τα συναισθήµατα και να τα εντάξει σ’ αυτή την ιστορία αγάπης.

Εκτός από το να περιπέσει το µυθιστόρηµα αύτανδρο στον βούρκο του µελοδραµατικού, ένας ακόµα κίνδυνος υπήρχε στο Ελσίνκι και αυτός άλλος δεν ήταν παρά η διαχείριση του «προσφυγικού». Συµβαίνει σε µεγάλο µέρος της σύγχρονης κάθε εποχής λογοτεχνίας ο εκάστοτε δηµιουργός να νιώθει την ανάγκη να αφηγηθεί µια ιστορία του παρόντος, οδηγηµένος από πλήθος ετερόκλητων επιθυµιών και επιδιώξεων. Εδώ ελοχεύει ο κίνδυνος το τικ στο κουτάκι να µπει αλλά αυτό να µην σηµαίνει ταυτόχρονα και καλή λογοτεχνία, αλλά να ξενίζει τον σύγχρονο αναγνώστη, να µοιάζει ψεύτικο και τοποθετηµένο επί τούτου, όχι γιατί εξυπηρετεί την ίδια την ιστορία, αλλά γιατί ο συγγραφέας, για τους δικούς του λόγους, επέλεξε να το εντάξει. Το «προσφυγικό» είναι ένα από τα σύγχρονα ζητήµατα που συµβαίνουν και απασχολούν, ένα µέρος στο οποίο συναντούνται υπέρµαχοι και πολέµιοι, ανθρωπιστές και µισάνθρωποι, και στην αρένα του πολλοί νιώθουν, από την ασφάλεια που το προνόµιό τους τους χαρίζει, την ευκαιρία να φανούν ανθρωπιστές και να βιάσουν το συναίσθηµα. Πόσο γαµάτος, µοιάζει να λένε, είµαι που ασχολούµαι µε τους κολασµένους της γης.

Ο Γρηγοριάδης όχι µόνο δεν πέφτει στην παγίδα της γενίκευσης και του στερεότυπου, αλλά δείχνει να γνωρίζει καλά τα τεχνικά κοµµάτια της µετανάστευσης, το πώς λειτουργεί αυτή η εµπορία ανθρώπινων ψυχών, και πάνω σε αυτό µπολιάζει, τόσο πετυχηµένα, το συναίσθηµα της ατοµικής ιστορίας του Αβίρ, χωρίς να το απαλλάσσει από το ανθρώπινο σε άγρα ενός απάνθρωπου ιδεαλισµού. Το ίδιο ακριβώς επιχειρεί και κατορθώνει και µε τον Αντώνη. Ασχέτως αν η ιστορία αυτή συνέβη ή όχι, θα µπορούσε να έχει συµβεί και αυτό είναι το καθοριστικό κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας, εκείνο που δίνει ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτηµα σε αυτή την ιστορία αγάπης σε σχέση µε δεκάδες άλλες παρόµοιες. Και είπαµε, πάντα θα υπάρχει χώρος, αλλά και επιθυµία, για µια ακόµη καλή ιστορία αγάπης, και ο Γρηγοριάδης µε το Ελσίνκι µας χαρίζει µια πραγµατικά καλή ιστορία αγάπης, χωρίς να δηµιουργεί την ανάγκη αυτή να διαχωριστεί από το ίδιο το µυθιστόρηµα. Το Ελσίνκι είναι, πρωτίστως, ένα πολύ καλό µυθιστόρηµα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα