Φτάσαμε στο σημείο να σκεπτόμαστε ότι ο χρόνος δεν μας φθάνει να διαβάζουμε μια εφημερίδα απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα της και γινόμαστε “ταχυαναγνώστες” ξεφυλλίζοντάς την. Τούτο αντιφάσκει στην αντίληψη ότι ο πολίτης ενδιαφέρεται να ενημερωθεί τι ακριβώς συμβαίνει αληθινά γύρω του, να μάθει την πραγματική αλήθεια. Συνήθως όμως απογοητεύεται γιατί δεν τη βρίσκει, ίσως επειδή ο καθένας είναι κομματικοποιημένος και όχι πολιτικοποιημένος και αναζητά να δει στα κείμενα που διαβάζει τη δική του αλήθεια, κάτι υποκειμενικό που απέχει απ’ το αντικειμενικό.
Η δικαιολογία έλλειψης χρόνου είναι αβάσιμη. Χρόνος υπάρχει, αν δεν τον “έτρωγαν” οι πάσης φύσεως κατασκευασμένοι “διασκεδαστές” στα μίντια και όχι κωμικοί, που έχουν έμφυτο μέσα τους τον τρόπο να σε κάνουν εύθυμο. Είναι οι περιπτώσεις που παρουσιάζουν “όμοια” τα “ανόμοια”, “ευχάριστα” τα “δυσάρεστα”, “αληθινά” τα “ψεύτικα”, που φτιάχνουν και τις φράσεις “μπολτ”, για ν’ αποφεύγει κανείς να διαβάζει όλο το κείμενο! Τούτο δεν είναι κακό, αλλά δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σ’ όλα τα γραφόμενα, είτε είναι άρθρα, είτε ρεπορτάζ. Αν έχουμε πολιτικό άρθρο δεν χάνει κανείς και πολλά πράγματα. Αν πρόκειται για χρονογράφημα, κάθε λέξη έχει τη σημασία της και όλες μαζί μπορεί να ξυπνήσουν μνήμες, να ευθυμήσουν. Αν, όμως, είναι ρεπορτάζ αλλάζουν τα πράγματα, δεν χωρούν αναλήθειες.
Τι θα ‘χαμε αν ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος δεν είχε γράψει τα 9 βιβλία, χρησιμοποιώντας τα ονόματα των εννέα Μουσών με λεπτομέρειες, αλλά περιληπτικά; Τι θα ‘μενε απ’ την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αν διαβάζαμε συνοπτικά περιγραφές για τις Συμπληγάδες, την Καλυψώ, τους Λωτοφάγους, τους Κύκλωπες, τους Λαιστρυγόνες, την Κίρκη, τις Σειρήνες, τον Αλκίνοο, τον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη;
Για τις υπογραμμίσεις, που πράγματι δίνουν λύσεις στους “βιαστικούς”, δεν θ’ αποφύγω ένα ανέκδοτο που βρήκα σε παλιές σημειώσεις με τίτλο “ελθέ τάχιστα”. Η φράση έχει χρησιμοποιηθεί στα κείμενα αρχαίων Ελλήνων, στην ορθόδοξη υμνογραφία, από Eλληνες δημοσιογράφους και συγγραφείς, όπως ο Ν. Καζαντζάκης στο ομώνυμο έργο, όπου ο Ζορμπάς έγραψε στο αφεντικό του: «εύρου πέτραν πρασίνην ωραιοτάτην, ελθέ τάχιστα».
Γράφω, λοιπόν, το ανέκδοτο παραφρασμένο.
Η κυρά Θεανώ στο χωριό είχε τέσσερα παιδιά. Ο ένας γραμματιζούμενος, ο άλλος οικονομολόγος, οι τελευταίοι μικρότεροι ανεπάγγελτοι. Αρρώστησε η μητέρα βαριά, ο κύρης έλειπε για δουλειές στην πρωτεύουσα και τα παιδιά ανήσυχα σκεπτόντουσαν, τι να κάνουν. Αποφάσισαν να στείλουν στον πατέρα τους τηλεγράφημα, που συνέταξε ο πρώτος. Έλεγε: “μητέρα ασθενεί βαρέως, ιατρός φοβάται επιπλοκές. Ελθέ τάχιστα”. Πολλές λέξεις, λέει ο μικρός. Το “γιατρός φοβάται επιπλοκές” τι το θες; Εντάξει, συμφωνεί ο γραμματιζούμενος, να πούμε: “μητέρα ασθενεί βαρέως, ελθέ τάχιστα”. Και πάλι πολλές λέει ο οικονόμος. Να γράψουμε: “μητέρα ασθενεί, ελθέ”. Δυσφορεί ο μικρός λέγοντας: Ο πατέρας δεν είναι βλάκας, όταν διαβάσει “ελθέ”, θα καταλάβει και θα ‘ρθει. Και το τηλεγράφημα εστάλη με το “ελθέ”.
Κανείς απ’ τους γράφοντες δεν προτρέπει τους αναγνώστες, ξεκούραστους ή μη, να εντρυφούν στις επιλογές του. Απλώς διευκολύνει τους πολυάσχολους. Αλίμονο αν τα μίντια μείνουν με το “ελθέ”. Δεν θα ελκύουν κανέναν, θα γίνουν απωθητικά.