» Ειρήνη Γιαβάση (Eκδόσεις: Ο μοβ σκίουρος)
Υπάρχουν φορές που οι προσδοκίες για κάποιο βιβλίο αιωρούνται στον αέρα χωρίς να εδράζονται σε έδαφος λογικής. Ίσως αυτό να είναι το περιβόητο αναγνωστικό ένστικτο, ίσως και όχι. Και μπορεί οι προσδοκίες αυτές να συμβάλλουν καθοριστικά στην επιλογή του μέσα από ένα μεγάλο σύνολο διαθέσιμων τίτλων, αλλά ταυτόχρονα γυρεύουν να ικανοποιηθούν. Προσδοκίες που διαμορφώνουν έναν ορίζοντα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, στην όποια απόπειρα σκιαγράφησης, εν πολλοίς αφηρημένο, βασισμένο στην επιθυμία να διαβάσει κανείς ένα καλό βιβλίο, ή, καλύτερα, στην ανάγκη του αυτή. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση του βιβλίου της Ειρήνης Γιαβάση, Εμείς, που κυκλοφόρησε στην αρχή του καλοκαιριού από τις καλαίσθητες εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος.
«Σήμερα θα είναι η πιο ζεστή μέρα του χρόνου», ανήγγειλαν οι ειδήσεις το πρωί.
Η αίθουσα του ωδείου γεμίζει σιγά σιγά, οι εξεταστές προσέρχονται και παίρνουν τις θέσεις τους, ο κλιματισμός αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί, ο διευθυντής προσπαθεί να βρει λύση. Η αφηγήτρια ζεσταίνεται και ιδρώνει μπροστά από το μαονί πιάνο Blüthner, γυρεύει τις ανάσες εκείνες που θα διώξουν το άγχος μακριά, είναι η μέρα της, η τελική μάχη, η εξέταση για το δίπλωμα. Μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής στη σειρά των κομματιών, μετά από παρότρυνση του δασκάλου της, της προκαλεί μια επιπλέον αναστάτωση.
Από την, πάντα σημαντική και δηλωτική προθέσεων, εναρκτήρια πρόταση, η συγγραφέας ορίζει τον πυρήνα της αφήγησης, θέτει την αντίθεση που διαπερνά την ιστορία αυτή. Από τη μια, η πιο ζεστή μέρα του χρόνου, η κορύφωση μιας πορείας χρόνων, η τελική εξέταση της αφηγήτριας. Από την άλλη, η πρόσφατη απώλεια της αδερφής, το παγωμένο άγγιγμα του θανάτου. Το πριν και το μετά. Μια απουσία διαρκώς παρούσα συντροφιά με μια ατελείωτη σειρά ερωτημάτων. Η ζωή συνεχίζεται, δύσκολα και συχνά χωρίς ανάσα, αλλά συνεχίζεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Η αφηγήτρια, στο μέσο της σκηνής και με τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω της, είναι παρούσα μόνο σωματικά. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά της τριγυρνούν στο παρελθόν, πριν και μετά την απώλεια της αδερφής της, πηγαινοέρχονται στο μονοπάτι που την οδήγησε μέχρι την τελική αυτή εξέταση, μια πορεία χρόνων στην οποία τα ασπρόμαυρα πλήκτρα του πιάνου υπήρξαν μια σταθερά. Χέρια και πόδια ξέρουν τι να κάνουν, οι ώρες εξάσκησης τα βαραίνουν. Οι παρόντες στην αίθουσα δεν μπορούν να γνωρίζουν τι σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, παρατηρούν απλώς μια συναυλία, καθένας ανάλογα με τις γνώσεις και την ιδιότητά του. Η μοναξιά μιας νεαρής κοπέλας εν μέσω πολυκοσμίας.
Η Γιαβάση έχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα για το πώς θα στήσει την αφήγησή της επιχειρώντας να λεκτικοποιήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα μιας μουσικού την ώρα της συναυλίας. Ο ιδιότυπος εσωτερικός μονόλογος της αφηγήτριας, με στοιχεία μοντερνισμού και ευρεία χρήση της τεχνικής της ροής συνείδησης, αποδεικνύεται άκρως λειτουργικός, τόσο σε επίπεδο κατασκευής όσο και αφήγησης. Ωστόσο, το αφηγηματικό εύρημα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση από μόνο του πανάκεια. Αυτό η Γιαβάση δείχνει να το γνωρίζει καλά. Δεν επαναπαύεται στο εύρημά της, αλλά επιχειρεί να το αξιοποιήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, και τα καταφέρνει.
Και δεν καταφέρνει απλώς να μην την καταπιεί και να υπηρετήσει την τεχνική πλευρά του, να ακολουθήσει δηλαδή τον ρυθμό των επιλεγμένων κομματιών, φροντίζοντας να μη χάσει το αφηγηματικό νήμα, αλλά, ταυτόχρονα, πετυχαίνει να προσδώσει την απαραίτητη ψυχή στην αφήγησή της. Έτσι, το τελικό κατασκεύασμα, γιατί κάθε βιβλίο περί αυτού πρόκειται, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από εγκεφαλικότητα. Σ’ αυτό βοηθούν και οι καλά χωνεμένες επιρροές της Γιαβάση, ιδίως η λογοτεχνία της Γουλφ αλλά και ο μαγικός ρεαλισμός, μια ικανή αναγνώστρια αναδύεται. Το Εμείς μου θύμισε το μυθιστόρημα της Νάνσυ Χιούστον, Οι παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, ένα μυθιστόρημα που με είχε εντυπωσιάσει ιδιαιτέρως. Εκεί, η συγγραφέας, ενώ η οικοδέσποινα παίζει το έργο του Μπαχ, εστιάζει στις σκέψεις καθενός από τους σιωπηλούς λόγω της περίστασης καλεσμένους.
Η Γιαβάση πετυχαίνει ωστόσο και τη συγχρονία παρά το φαινομενικά κλασικότροπο ύφος τής μυθοπλασίας της. Το Εμείς είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, που μπορεί να διαθέτει κοινά συστατικά με άλλες αντίστοιχες ιστορίες του παρελθόντος, αλλά πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης στο σήμερα. Και αυτό περισσότερο απ’ όλα φαίνεται από το βάρος που η αποτυχία φέρει, από τις προσδοκίες με το περιτύλιγμα αγάπης που καλλιεργούνται, από την εκλογίκευση των πάντων, από την αίσθηση αποπροσανατολισμού σε έναν λεπτομερώς χαρτογραφημένο κόσμο. Σ’ αυτόν τον κόσμο δοκιμάζει τις δυνάμεις της η νεαρή αφηγήτρια, η αδερφή της δεν κατάφερε να ανταποκριθεί, το βάρος των προσδοκιών επιμερίζεται στους ώμους των δύο μικρότερων. Η εξέταση αποτελεί τον τελευταίο σταθμό ενός μονόδρομου, τον οποίο εκείνη βρέθηκε να περπατά.
Η φωνή της αφηγήτριας, αυτό το ενδόμυχο γαϊτανάκι σκέψεων και συνειρμών, είναι άκρως πειστικό και συμβατό με την ηλικία της. Η Γιαβάση δεν υποκύπτει στον πειρασμό της πλήρους απελευθέρωσης του συναισθήματος και δεν υπερφορτώνει την αφήγηση, κάτι το οποίο αναγνωστικά είναι σωτήριο, αφού την απαλλάσσει από τη συναισθηματική καθοδήγηση και τον εκβιασμό. Η γλώσσα παρά την κατά τόπους ποιητικότητά της όχι μόνο δεν ξενίζει αλλά ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αφήγησης, ενώ και τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος μοιάζουν γνώριμα, και ως μονάδες αλλά και ως σύνολο. Η πυρηνική οικογένεια με τις ιδιοπάθειες και τα χάσματά της επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να λείπει, εκεί βρίσκονται οι ρίζες της ποικιλόμορφης χλωρίδας, εκεί οι ανθοί εκεί και τα αγκάθια.
Η συγγραφέας ελέγχει πλήρως το υλικό της. Αυτό είναι κάτι που φαινομενικά μοιάζει οξύμωρο αν όχι αρνητικό. Και όμως δεν είναι. Ο συντεταγμένος τρόπος με τον οποίο η ιστορία ξεδιπλώνεται και τα κομμάτια τοποθετούνται στη θέση τους είναι απαραίτητος για το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό συμβαίνει χωρίς η αφηγήτρια να καθίσταται ένα απλό φερέφωνο της συγγραφέως, χωρίς εμφανείς ραφές, χωρίς η ροή της συνείδησης να χάνει τη φυσικότητα και τον άναρχο και συνειρμικό χαρακτήρα της. Συγγραφική απόφαση που υπηρετεί και τη συνθήκη εντός της οποίας η αφήγηση λαμβάνει χώρο.
Το Εμείς είναι από τα βιβλία εκείνα που επιβεβαιώνουν πως σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο θα πεις μια ιστορία, χωρίς ταυτόχρονα να παραμελείς προς χάρη του μηχανισμού την ίδια την ιστορία. Η Γιαβάση έχει μια καλή ιστορία να πει, όχι απαραίτητα πρωτότυπη —υπάρχουν αλήθεια ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί;—, και το κάνει με έναν τρόπο τεχνικά άρτιο, που πετυχαίνει να αναδείξει περαιτέρω την ίδια την ιστορία. Το Εμείς, παρότι πρωτόλειο, αποτελεί δείγμα ωριμότητας και σκληρής δουλειάς. Ένα καλό βιβλίο.