• «Οτι η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Οτι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».
(Γιάννης Μακρυγιάννης, “Απομνημονεύματα”)
Η ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ σχετικά πρόσφατη κακοκαιρία –η «Ωκεανίς»- που έπληξε την Κρήτη, ιδιαίτερα τα Χανιά, έδειξε μεν πόσο ανήμποροι είμαστε μπροστά στη φύση όταν αυτή αγριεύει, ταυτόχρονα όμως ανέδειξε και τις (συνήθεις) αδυναμίες στον τομέα «προστασία του πολίτη»…
Κι αλλού συμβαίνουν παρόμοιες καταστροφές, κι αλλού δημιουργούνται ανυπέρβλητα προβλήματα. Όμως, οι αρμόδιες κρατικές και τοπικές υπηρεσίες είναι έτσι οργανωμένες εκεί, ώστε να δρουν με μέθοδο και σχέδιο: οπότε, λιγότερα προβλήματα και ελάχιστα ανθρώπινα θύματα!
ΑΥΤΟ που κυρίως αναδύεται κάθε φορά με τα ακραία καιρικά φαινόμενα (καύσωνες ή νεροποντές) είναι η ανικανότητα των αρμόδιων φορέων να συντονιστούν. Άσχετα από κυβερνήσεις, το ανευθυνοϋπεύθυνο των αρμοδίων γίνεται κολοκυθιά (Μάνδρα, Μάτι –τώρα, επιτέλους, έχουμε και τις πρώτες μηνύσεις εναντίον πολιτικών προσώπων και φορέων)(1).
ΟΙ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΕΣ μας δεν πηγάζουν μόνο από την κακή, ελλιπή οργάνωση και το ασυντόνιστο των υπηρεσιών, αλλά κι από τις υποδομές που υπολείπονται κατά πολύ από εκείνες των άλλων χωρών. Προσθέστε και το χαρακτήρα μας που «συντελεί» στη διατήρηση μιας απαράδεκτης κατάστασης, ώστε να θρηνούμε ολοένα περισσότερα θύματα (από τροχαία, πλημμύρες, πυρκαγιές ή γρίπη).
… ΜΙΚΡΗ η πιο κάτω προσπάθεια περιγραφής και κατανόησης του Έλληνα του 21ου αιώνα. Που μάλλον παραμένει ο ίδιος, παρά τα δέκα χρόνια εξοντωτικών μνημονίων και ανατροπών των κεκτημένων της ζωής του. Εδώ που τα λέμε, ποιοι είμαστε απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους, απέναντι στη χώρα, τους πολιτικούς και τους ηγέτες μας;
ΕΜΕΙΣ κι ο εαυτός μας: είμαστε μάλλον εαυτούληδες («εγώ και η οικογένειά μου να είμαστε καλά!»), ημιμαθείς –γι αυτό και «ξερόλες». Επιδιώκουμε την «εξάρτησή» μας από ένα κόμμα για να βολευτούμε εμείς και η οικογένειά μας. Φθονούμε ό,τι έχει αποκτήσει ο άλλος και δεν ησυχάζουμε, αν δεν το αποκτήσουμε κι εμείς! Είμαστε φιλότιμοι, (επιλεκτικά0 γενναιόδωροι και (φαινομενικά) θρήσκοι. Παρουσιαζόμαστε άλλοτε ως «Μεγαλέξανδροι» (πατριδολάτρες/υπερήφανοι) κι άλλοτε ως «Καραγκιόζηδες» (κουτοπόνηροι/μίζεροι).
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ μάνα: είναι φορτική και υπερβολική με τη φροντίδα των παιδιών της σε θέματα υγείας και διατροφής. Υπερβαίνει τις αντοχές της στην προσπάθεια «να μη λείψει τίποτε» από παιδιά και εγγόνια! Αν η κοινωνία στάθηκε όρθια στα χρόνια της κρίσης, τοοφείλει κυρίως στην ελληνίδα μητέρα -ως συνεκτικό κρίκο μελών και συγγενών μιας οικογένειας. Έχει εξαιρετικά αναπτυγμένη την αίσθηση του καθήκοντος και της προσφοράς προς τους άλλους. Κι αν ακόμη βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία είναι της αλληλεγγύης (εθελόντριες) τρέφοντας συμπόνια σε πάσχοντες.
ΕΜΕΙΣ, οι ψηφοφόροι: συνήθως γινόμαστε «οπαδοί» ενός κόμματος εξουσίας. Ανενημέρωτοι για την πολιτική κατάσταση, παρασυρόμαστε εύκολα από «λαοπλάνους» και «λαϊκιστές» πολιτικούς -γι αυτό και σφάλλουμε συχνά στην κρίση μας (εκλογές). Μας είναι ευκολότερο να εγκαταλείψουμε ιδεολογία και κόμμα για κάτι άλλο, όταν το άλλο ταυτίζεται με το συμφέρον μας! Παραμένουμε στους αναποφάσιστους ψηφίζοντας την τελευταία στιγμή υπέρ του φαινομενικά επικρατούντος. Έτσι, με τη …συμβολή μας («βλέπουμε και κάνουμε»!) ανατρέπουμε κάθε πρόγνωση! Με δυο λόγια, οι Έλληνες ψηφοφόροι παραμένουμε «πελάτες» των κομμάτων, μη όντας ποτέ ανεξάρτητοι, υπεύθυνοι και συνειδητοί «πολίτες».
ΕΜΕΙΣ, οι της κρίσης: γίναμε ιδιόμορφοι, κυκλοθυμικοί, καχύποπτοι, ευερέθιστοι, μη ενθουσιώδεις, αγέλαστοι, της τελευταίας στιγμής, χωρίς ποτέ να τολμήσουμε να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Να κάνουμε δηλαδή αυτοκριτική και να εμβαθύνουμε στο γιατί μας συνέβησαν όλα αυτά που βιώνουμε. Στο θέμα της αυτογνωσίας πάσχουμε. Είμαστε φαινομενικά νομοταγείς, «επαναστάτες» κατά παραγγελία («δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»!), ουσιαστικά όμως λατρεύουμε την παρανομία την οποία απλοποιούμε («έ, και τι έγινε…;»). Μισούμε τη γραφειοκρατία, εκτός κι αν οι ίδιοι κρατάμε καρέκλα και σφραγίδα! Είμαστε μεν υπερήφανοι για τους «αρχαίους ημών προγόνους», έστω κι αν δεν έχουμε διαβάσει ούτε καν τον Όμηρο!
ΕΜΕΙΣ και το περιβάλλον: είμαστε εραστές της αυθαιρεσίας και δημιουργούμε συλλόγους «αναγνώρισης αυθαιρέτων» σε βάρος του περιβάλλοντος! Αν είμαστε νόμιμοι, θεωρούμαστε κορόιδα! Έτσι, σε περίπτωση φυσικής καταστροφής (πλημμύρες, καύσωνες), τα βάζουμε με όλους τους άλλους, εκτός από τον εαυτό μας!
ΕΜΕΙΣ και οι ξένοι: αρεσκόμαστε να αποποιούμεθα των ευθυνών μας για τις ατυχείς επιλογές (κομματικές ή άλλες) ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Αν δεν φταίει η Τουρκοκρατία, θα φταίνε οι «δολοφόνοι των λαών» οι Αμερικανοί. Αν όχι αυτοί, θα φταίει η σκληρή Μέρκελ ή η «κακή» Ε.Ε., που «δεν μας καταλαβαίνει». Κι αν κινδυνεύουμε, ζητούμε την επέμβαση τρίτων!
ΕΜΕΙΣ και οι πολιτικοί: Λατρεύουμε αυτούς που μας «χαϊδεύουν τ’ αυτιά», που μας υπόσχονται τα ανέφικτα ή προεκλογικά, όπως τώρα, ατέλειωτους διορισμούς! Μάλιστα είμαστε μαζοχιστές ψηφοφόροι, αφού… ξαναψηφίζουμε αυτούς που μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού κι ας εφαρμόζουν εντελώς τα αντίθετα από όσα υποσχέθηκαν! Δεν μας αρέσει η «συναίνεση» πιστεύοντας αφοριστικά ότι έτσι κι αλλιώς «το ίδιο είναι όλοι τους», ή βάζουμε το ερώτημα, «οι άλλοι ήταν καλύτεροι;»!
ΕΜΕΙΣ και η ιδιωτική ζωή: είμαστε ξενομανείς (λάτρεις του τελευταίου συρμού), αρεσκόμαστε να μιμούμαστε το life style των αγγλοσαξόνων. Άλλοτε είμαστε ξενόφοβοι («έξω το ΝΑΤΟ, έξω οι ΗΠΑ», «έξω οι Βλάχοι από την Αθήνα!» κ.λπ.), άλλοτε ξενόδουλοι (όπως τώρα με την απόλυτη υποταγή στις απαιτήσεις των δανειστών), αλλά πάντα φιλόξενοι (2) -ειδικά τα καλοκαίρια με το τουριστικό συνάλλαγμα και όχι μόνο!
…ΤΕΛΙΚΑ, εμείς οι Έλληνες, αν και ζούμε στην πιο παραδεισένια χώρα του κόσμου, σπάνια χαμογελάμε και σπανιότερα έχουμε οράματα! Χωρίς να φταίει πάντα η κρίση. Αισθανόμαστε περικυκλωμένοι από λαούς που μας φθονούν, μας απειλούν με ακρωτηριασμό των κεκτημένων μας με αίμα (Τουρκία). Αισθανόμαστε ότι ανήκουμε σε γένος «ανάδελφον» (κατά Σαρτζετάκη) ευρισκόμενοι εν μέσω ομόφυλων και ομόθρησκων Ευρωπαίων. Έτσι, πολλές φορές δυστυχούμε που είμαστε Έλληνες (3), ενώ δεν παύουμε να ευτυχούμε με τις ελάχιστες παρέες μας ξεδίνοντας και τραγουδώντας καημούς και χαρές.