Tην Πέμπτη του Πάσχα 14-4-77 έκλεισε για πάντα τα μάτια του, στα Περβόλια Κισάμου, ο Μανόλης Σκαλίδης, σε ηλικία περίπου 90 χρόνων.
Ο μακαρίτης ήταν εγγονός του Γενικού Αρχηγού Κισάμου Αναγνώστη Σκαλίδη κι ο θάνατός του γέμισε με θλίψη τις ψυχές των συγγενών και φίλων του.
Σ’ όλη του τη ζωή διακρίθηκε για την ευγένεια της ψυχής του, τον άδολο πατριωτισμό του, το σεμνό του χαρακτήρα, τη σύνεση και το σπινθηροβόλο πνεύμα του.
Στην κηδεία του ήρθαν να τον τιμήσουν οι Μητροπολίτες Γερμανίας Ειρηναίος και Κισάμου και Σελίνου Κύριλλος, οι Ιερείς της Περιφερείας και εκατοντάδες γνωστοί, συγγενείς και φίλοι απ’ όλο το νομό Χανίων.
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία αποχαιρέτησε το νεκρό με εμπνευσμένα λόγια ο Μητροπολίτης Γερμανίας κ.κ. Ειρηναίος, που ανάπτυξε τον σκοπό της ζωής, την πίστη στην αθανασία της ψυχής και την ελπίδα της αναστάσεως και έπλεξε το εγκώμιο του νεκρού και της οικογένειάς του.
Στον τάφο τέλος αποχαιρέτησε το νεκρό με τα παρακάτω λόγια ο δάσκαλος Β. Παπαδάκης.
«Χτύπησε και πάλι ο θάνατος την πόρτα του χωριού μας.
Ο θάνατος που είναι πάντα πικρός κι αβάσταχτος και που δεν κάνει διάκριση σε νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ταπεινούς.
Ομως σήμερα μας πήρε έναν από τους ελάχιστους που ζουν ακόμα της παλιάς καλής γενιάς, έναν από εκείνους που μας κρατούσαν δεμένους με παληές δοξασμένες μέρες: το γερο-Σκαλιδομανόλη. Μας πήρε τον άνθρωπο, που μας θύμιζε την ιστορία που ήταν ο ίδιος ζωντανή ιστορία.
Γιατί ο άνθρωπος που αποχαιρετούμε σήμερα δεν ήταν ένας συνηθισμένος γέρος, που “πλήρης ημερών” αφήνει το μάταιο τούτο κόσμο. Είναι γνήσιος απόγονος τουρκομάχων, είναι εγγονός του γίγαντα του χωριού μας, του τόπου μας, του Γενικού Αρχηγού Κισάμου Αναγνώστη Σκαλίδη. Είναι κι ο ίδιος από τους τελευταίους τουρκομάχους που ζούνε και που κι αν πεθάνουνε σωματικά θα ζούνε αιώνια στη σκέψη μας, στο είναι μας, στη ψυχή μας.
Είναι ο άνθρωπος που όχι μόνο γνώρισε από κοντά το δοξασμένο πρόγονό του, μα και που ποτίστηκε από τα ιδανικά του και που ένοιωσε και κράτησε επάξια το βάρος της κληρονομιάς του.
Αν είναι αλήθεια πως την ιστορία δεν την γράφουν μόνον οι Μεγάλοι, αν αληθεύει πώς η ιστορία είναι η συνισταμένη της προσπάθειας ενός ολόκληρου λαού, τότε ο νεκρός που αποχαιρετούμε σήμερα είναι ένας από τους αφανείς εκείνους ήρωες, που τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, χάραξαν με τις πράξεις τους τις σελίδες της δοξασμένης σύγχρονης ιστορίας μας.
Γιατί ο Σκαλιδομανόλης δεν ήταν ο άνθρωπος που του άρεσαν η επίδειξη και οι τυμπανοκρουσίες. Δεν ήταν αυτός που θά ’θελε ν’ ανεβεί ψηλά εκμεταλλευόμενος το δοξασμένο όνομά του. Ενοιωθε βαθιά μέσα του πως ό,τι προσφέρομε στην Πατρίδα, πρέπει να της το προσφέρουμε χωρίς αντάλλαγμα. Μόνο για το καλό της.
Εζησε τις δύο δεκαετίες του περασμένου αιώνα και παρακολούθησε, παιδί ακόμα τους επικούς αγώνες για την απελευθέρωση και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Κι όταν η Πατρίδα μας, μ’ ένα τάνυσμα των φτερών της, τραβούσε το δρόμο των πεπρωμένων της έτρεξε στο κάλεσμά της και με τους άλλους γίγαντες του καιρού του, έφτασαν να διπλασιάσουν την Ελλάδα. Ελαβε μέρος στη δοξασμένη μάχη του Σκρα κ.λπ.
Ακολούθησαν τα χρόνια της ειρήνης. Και στον ειρηνικό τομέα πάντα πρωτοπόρος στην πρόοδο του τόπου του, του χωριού του. Κοινοτικός άρχοντας πρωτοπόρος. Πρώτος και στα έργα πολιτισμού. Στα συνεταιριστικά, στα σχολικά στα εκκλησιαστικά. Παντού οι συγχωριανοί του αναγνώριζαν την πρωτοπορία. Πάντα η γνώμη του είχε βαρύτητα κι η απόφασή του γινόταν χωρίς συζήτηση αποδεκτή.
Ο Θεός τούδωσε το χάρισμα να επιβάλλεται μόνο με την παρουσία του. Στις συγκεντρώσεις, στα καφενεία, στην εκκλησία.
Αν υπήρχαν διαμάχες, αυτός έλυνες τις διαφορές. Και πάντα η λύση που έδινε ήταν η σωστή και την αποδέχονταν όλοι χωρίς συζήτηση. Αν υπήρχαν άρρωστοι, τον πρώτο που καλούσε εδώ στην ερημιά μας ήταν αυτός. Στις χαρές και στις λύπες του χωριού μας ήταν πάντα μέτοχος.
Ο Θεός τον αξίωσε να αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια. Παιδιά κι εγγόνια αντάξια στην κοινωνία μας. Μα η ζωή δεν είναι μόνο χαρές. Μας ποτίζει και λύπες αβάσταχτες. Κι απ’ αυτόν τον κανόνα δε μπορούσε να ξεφύγει κι ο Σκαλιδομανώλης. Πρόσφερε έναν από τους γιους του τον αξέχαστο Λευτέρη του, θυσία στο βωμό της Πατρίδας στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Κι υπόμεινε κι άντεξε το βαρύ το χτύπημα της μοίρας όπως ξέρουν να τον υπομένουν οι ήρωες κι οι πατριώτες. Με στωικότητα, μ’ εγκαρτέρηση, με αξιοπρέπεια.
Αξέχαστε μπαρμπα-Μανόλη
Τώρα που μας έφυγες, τώρ’ απού σε χάσαμε για πάντα, τώρα νοιώθομε πόσο μεγάλο είναι το κενό που αφήνεις γύρω σου. Οσο ζούσες, νομίζαμε πως θα ζεις αιώνια. Τα λόγια σου ήταν υποθήκες για μας τους νεώτερους. Και το διάβα σου από τη ζωή φωτεινό παράδειγμα για τον καθένα μας. Γι’ αυτό σε κλαίνε φίλοι και γνωστοί, συγγενείς και χωριανοί σου. Σε κλαίμε, γιατί δε θα ξανακούσομε τη γαλήνια φωνή σου, τις συμβουλές σου και τις ιστορίες σου.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει».