Από πολύ μικρός, μ’ άρεσε να τσαλαβουτάω στη θάλασσα, στις βάρκες και στα καΐκια του παππού μου, του Καπετάν Μόσχου, εκεί στην Κάτω Σούδα!!
Μαράζι τόχε ο καημένος ο πατέρας μου, βέρος ριζίτης ο Βουλγαρογιώργης, να πάω να δω και την περιουσία μας στο χωριό (Λίμνη Κυδωνίας), να ξέρω τι δεντρά έχουμε και που ‘ναι τα σύνορα μας!! Όμως εμένα με σκλάβωνε η θάλασσα!!
Έτσι λοιπόν, καλοκαίρια, Σαββατοκύριακα και στις διακοπές του σχολείου, έτρεχα να μπαρκάρω στο καΐκι μας, το «Αγία Βαρβάρα» (στη φωτό, γεμάτο παλαμίδες)!! Όχι μόνο μου άρεσε να τσαλαβουτώ και να καταχτυπιέμαι στη θάλασσα, αλλά κονόμαγα και το χαρτζιλίκι του Μούτσου, με κάθε «μετρικό» της ψαριάς, σε κάθε φεγγάρι!! Και μετά βέβαια, ένοιωθα υπερήφανος και μάγκας, διότι όχι μόνο, αργότερα έλεγα τις «περιπέτειες» μου (εν πλω και εν όρμω) στους συμμαθητές μου, αλλά είχα και στην τσέπη μου, μεροκάματο δουλεμένο και θαλασσοδαρμένο!!
Το 1974, καλοκαίρι τέτοιες μέρες, μας βρήκε να ψαρεύουμε ανοιχτά της Ιεράπετρας (σχεδόν ένα μήνα, λείπαμε από τη βάση μας, τη Σούδα). Εκείνη τη μέρα, ξημερώματα γυρίζαμε στο λιμάνι της Ιεράπετρας, κουρασμένοι, αφού είχαμε κάνει 3-4 καλάδες και είχαμε μαζέψει καμιά 50αρια τελάρα γόπα μεγάλη. Είχαμε τελαριάσει τα ψάρια, είχαμε αλέσει πάγο και απλώσει πάνω τους, τα είχαμε ντανιάσει και στεραιώσει και αφού απολαύσαμε τη ψαρόσουπα του μπαρμπα Αγγελή, καθόμασταν χαλαρωμένοι στην κουπαστή και περιμέναμε να φτάσουμε στο λιμάνι, για να ξεφορτώσουμε, να τινάξουμε το δίχτυ, να πλύνουμε το σκάφος και μετά ….. να κοιμηθούμε!!
Εγώ πιτσιρικάς 15 χρονών, ήθελα να ακούσω λιγάκι μουσική. Έτσι έπιασα ένα ραδιόφωνο μπαταρίας, που είχαμε εκεί κάπου και άρχισα να ψάχνω σταθμό.
Όμως, όποιο σταθμό κι αν έπιανα …. και στα Μεσαία και στα Βραχέα, έλεγε περίπου τα ίδια πράγματα : «οι Ελληνικές δυνάμεις, αγωνίζονται για τα πάτρια εδάφη» ….. «μέχρι τώρα έχουν καταρριφθεί 2 Τουρκικά αεροσκάφη» …. «οι στρατιώτες μας, αγωνίζονται ηρωικά, κρατούν τις θέσεις τους και ετοιμάζονται να αντεπιτεθούν και να ρίξουν τους Τούρκους εισβολείς στη θάλασσα» …. !!!
«Ρε καντεμιά» σκέφτηκα!! «Όλο μυθιστορήματα και θέατρα μεταδίδουν τέτοια ώρα οι σταθμοί (τέτοια ήταν τα περισσότερα προγράμματα, τότε). Γιατί να μη πιάνει κανένα πειρατικό (ερασιτεχνικό) σταθμό, να ακούσουμε και λίγη καλή μουσική, ρε γαμώτο»!;
«Έλα Κωστάκη, κλείστο το ρημάδι, μπας και κοιμηθούμε καμιά ωρίτσα», είπαν οι Καπετάνιοι και εγώ το χαμήλωσα …. ακούγοντας σιγά το «παραμύθι»!!
Χαράματα, φτάσαμε στην Ιεράπετρα και εκεί, στο «Χρηματιστήριο της Σκάλας», μας περίμεναν …. οι μανάβηδες, για να πάρουν φρέσκα ψάρια!! Εμείς οι μουτσο-νεολαίοι ξεφορτώναμε τα τελάρα, οι μανάβηδες καπάρωναν 1, 2 και 3 τελάρα ψάρια, 1-2 Καπεταναίοι τα ζύγιζαν και ο «Γραμματικός» κράταγε λογαριασμό, ενώ ο Καπετάν Μόσχος αποτραβηγμένος στην πρύμη, έδινε οδηγίες στον τιμονιέρη (το Γιώργη) και στον Μηχανικό (τον Γιάννη), τι πρέπει να κάνουν και να προετοιμάσουν για το βράδυ!!
Κάποια στιγμή (αξέχαστα), ενώ ακόμα ξεφορτώναμε, κάποιος ρώτησε τους στεριανούς: «Τι έγινε ρε παιδιά και το ράδιο μεταδίδει μόνο εμβατήρια»!?
«Έκαναν εισβολή οι Τούρκοι στην Κύπρο, δεν τα μάθατε!? Γίνονται μάχες εκεί κάτω»!!
Παγωμάρα, όλοι σταμάτησαν προς στιγμή και ο μόνος που δεν κατάλαβε την κρισιμότητα, ήμουν εγώ …. ο Μούτσος!! «Δηλαδή, έχουμε πόλεμος» ρωτάει κάποιος δικός μας!! …… «Μήπως κήρυξαν καμιά επιστράτευση», ρωτάει όλο αγωνία, ο 28χρονος Παυλής με τα 2 κοπέλια!!
Συγκεχυμένες απαντήσεις, συγκεχυμένες εντυπώσεις, αδυναμία ενημέρωσης και επικοινωνίας με τις οικογένειες (που τηλέφωνα εκείνη την εποχή)!! Τελειώσαμε με τις δουλειές, αλλά ποιος να πάει για ύπνο!? Όλοι, καμιά 20αριά άτομα πλήρωμα, πήγαμε εκεί στο καφενείο και σε παρέες, άρχισαν να συζητούν «τι θα κάνουμε τώρα», ρίχνοντας κλεφτές ματιές, προς το τραπέζι των Καπεταναίων (3-4 ηλικιωμένοι), μαζί με τον παππού μου, που κουβέντιαζαν σκεπτικοί, τα νέα δεδομένα!! Τα αυτιά όλων μας, ήταν καρφωμένα στο ράδιο του καφενείου, που μετέδιδε συνεχώς …. εξελίξεις και διαγγέλματα!!
Περί το μεσημέρι, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε όλοι στο σκάφος και ο παππούς δίνει εντολή : «Μαζεύτε τα!! Γυρίζουμε πίσω»!! Μπρος το καΐκι με 2 βάρκες πάνω στο κατάστρωμα (για να μπορούμε να τρέξουμε), πίσω το πρυμιώ και πιο πίσω άλλες 2 βάρκες ρυμούλκα και πρόσω ολοταχώς η μηχανή (12-14 κόμβους)!! Στο τιμόνι έκατσε ο παππούς, με σκάντζες τον Γιώργη και τον Σταμάτη (τον λαμπαδόρο) …… Γραλυγιά, Μύρτος, Άκρα Λίθινο, Κόλπος Μεσαράς και το πρωί μας βρίσκει στην Αγιά Γαλήνη!! Όλο το βράδυ κόστα-κόστα, ακούγαμε στο ράδιο: «Καλούνται για επιστράτευση, όσοι έχουν μπλε Φύλο Πορείας, να παρουσιαστούν …..» (και μετά από μερικές ώρες) «Καλούνται για επιστράτευση, όσοι έχουν κόκκινο Φύλο Πορείας, να παρουσιαστού ….»!! Και κάθε φορά, ο Καπετάν Μόσχος ρώταγε : «Ποιοι έχουν μπλε Φύλο Πορείας …. Ποιοι έχουν κόκκινο Φύλο Πορείας» …. και μέτραγε και σημείωνε!!
Η Αγιά Γαλήνη τότε, ήταν ένα μικρό ψαροχώρι, που έκανε πάρτι όταν πηγαίναμε εκεί!! Όταν καταπλεύσαμε, ακολούθησε νέα σύσκεψη των Καπεταναίων, μαζί με τις «Τοπικές Αρχές» (τον καφετζή, κάτι μανάβηδες και 1-2 άτομα ντόπιους, γνωστούς του παππού μου)!! Όλοι οι άλλοι παρέμεναν στο καΐκι, δεν είχαν όρεξη να βγουν έξω και που και που, με έστελναν για κανένα θέλημα …… και για να κόψω κίνηση στο καφενείο, να φέρω πληροφορίες!!
Κάποια στιγμή, βλέπουμε τον Καπετάν Μόσχο, μαζί με το «Επιτελείο» του, να πλησιάζει και πίσω του, να ακολουθεί ένα φορτηγό!! «Όσοι έχουν κληθεί για επιστράτευση και όσοι είναι μέχρι 35 χρονών, να μαζέψουν τα πράγματα τους και να ανέβουν στο φορτηγό, να γυρίσουν στη Σούδα» και όλοι σηκώθηκαν χωρίς κουβέντα, για να ετοιμαστούν. «Τράβα κι εσύ στη μάνα σου» μου λέει, με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση (παρ’ ότι ήμουν ο μόνος, που μπορούσε να του αντιμιλήσει …. ως είθιστε για εγγονό)!! Στο καΐκι παρέμειναν επτά (7) μόλις ηλικιωμένοι, για να το γυρίσουν πίσω!!
Έτσι ξεκίνησε το νέο «οδοιπορικό στην καρότσα» του φορτηγού, που κάπνιζε και αγκομαχούσε στις στροφές!! Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό, που πολύ αργότερα το συνειδητοποίησα και το κατάλαβα!! Εγώ ήμουν στον κόσμο μου, διότι δεν ήξερα τι πράγματι σημαίνει επιστράτευση και τι κόστος είχε στον καθένα από τους «συναδέλφους» μου!! Το πρώτο ερέθισμα (σοκ) ήρθε, όταν διασχίζοντας το πρώτο χωριό που συναντάμε, ο κόσμος μας είδε και βγήκε στο δρόμο, μας σταμάτησε και άρχισε τις ευχές, τις ευλογίες, μας έπιανε τα χέρια, τους ώμους, μας χτύπαγε ενθαρρυντικά στην πλάτη και ….. μας έδινε ότι είχε, τσιγάρα, αβγά, παξιμάδια, ελιές, τυρί ….!! Εγώ μάλλον το διασκέδαζα, μου άρεσε και λίγο έλειψε να σηκωθώ και να αρχίσω τις χαιρετούρες, αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι οι άλλοι δεν αντιδρούσαν, απλά καθόντουσαν και περίμεναν να ξανα-ξεκινήσουμε!! Αυτή η σκηνή, έγινε ξανά και ξανά, σχεδόν σε κάθε χωριό που διασχίζαμε.
Το επόμενο που θυμάμαι (αμυδρά όμως), είναι όταν περάσαμε από μια αλάνα-χωράφι, που ήταν γεμάτη από αντίσκηνα, κόσμο και πλήθος από αυτοκίνητα κάθε λογής. «Άντε ετοιμαστείτε, από αύριο κάπου εδώ θάμαστε» είπε κάποιος!! «Ρε μη ξεχάσετε να πάρετε κάλτσες μπόλικες, να πάρετε σαπούνι ……», έδινε κάποιος συμβουλές, χωρίς να ξεκολλά τα μάτια του, απ’ την αλάνα με τα αντίσκηνα!!
Φτάσαμε κάποια στιγμή στη Σούδα και σκορπίσαμε αμέσως. Η μάνα μου κλαίγοντας με άρπαξε στην αγκαλιά της και δίπλα της, η γιαγιά Κατίνα η Καπετάνισσα, μας αγκάλιαζε και μας έλεγε : «Ελάτε περάστε μέσα, περάστε μέσα, ελάτε τώρα» ….. και εγώ δεν καταλάβαινα «προς τι η συγκίνηση»!!
Όλα πήραν το δρόμο τους!! Ένας – ένας έφυγαν οι επίστρατοι, χάσαμε και το TOYOTA ημιφορτηγάκι του πατέρα μου, το οποίο και αυτό επιστρατεύτηκε και μετά από 2 μέρες, έφτασε και το καΐκι μας, στο ρεμέτζο του στη Σούδα. Μόλις δέσαμε τις 4 βάρκες στη σκάλα, την άλλη μέρα, συνεννοήθηκα με τους Χανιώτες συμμαθητές μου (πηγαίναμε 3η ή 4η Τάξη Γυμνασίου), να πάμε για παραγάδι!! Παίρνω (εύκολα) άδεια από τον παππού, δολώνω ψιλό σαρδελάκι και το βράδυ, εγώ και άλλοι 3 ανοιγόμαστε (προς τα εκεί …. που τώρα απαγορεύεται) και ρίχνουμε το παραγάδι μας. Μετά, πιάνουμε με τη βάρκα στην Πάνω Σούδα (στο μεγάλο λιμάνι) ….. που είχε και μια καφετερία, για να περάσουμε κάνα-δυο ώρες, μέχρι να ψαρέψει το παραγάδι!! Ήταν πια μετά τα μεσάνυχτα, όταν βγήκαμε να μαζέψουμε το παραγάδι …. με φτωχά αποτελέσματα!! Έτσι πήραμε το δρόμο του γυρισμού, φτάσαμε στη σκάλα της Κάτω Σούδας και οι φίλοι μου, πήραν τα ποδήλατα τους, να γυρίσουν στα Χανιά (αργότερα, έμαθα ότι έφτασαν σε χρόνο ρεκόρ, διότι βραδιάτικα στο δρόμο, τους κυνήγησαν κάτι σκυλιά)!!
Εγώ φτάνοντας με τα πόδια στο σπίτι μου (εκεί δίπλα στη σημερινή Ιχθυόσκαλα), βλέπω φώτα και τους βρίσκω όλους σε συναγερμό!! Με το που μπαίνω μέσα, ορμά η μάνα μου, να με κοπανήσει και η γιαγιά μπαίνει στη μέση για να με γλυτώσει, ενώ ο πατέρας μου συνιστά «ηρέμησε Ελενίτσα, ηρέμησε Ελενίτσα» και ο παππούς παραδίπλα, καπνίζει και μας κοιτά αμίλητος!!
«Μα τι συμβαίνει ρε μαμά» ρωτώ έκπληκτος και αμυνόμενος!?
«Είσαι αναίσθητος, δεν βλέπεις τι γίνεται, σκάσαμε από την αγωνία», μου λέει χειρονομώντας απειλητικά!!
«Μα γιατί, τι έκανα», εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω!!
«Βρε πόλεμος γίνεται, δεν ακούς τι γίνεται εκεί έξω», που λέει έξαλλη!!
Και τότε συνειδητοποιώ, ήταν 3 – 4 η ώρα ξημερώματα!! Το Ε/Γ-Ο/Γ ΚΡΗΤΗ είχε δέσει στο λιμάνι και ξεφόρτωνε άρματα μάχης!! Απ’ τα μεγάφωνα ακούγονταν πεντακάθαρα οι στρατιωτικές εντολές και τα παραγγέλματα, οι μηχανές των οχημάτων βούιζαν και οι εμπρήστριες στρίγγλιζαν δαιμονισμένα!! Προβολείς και φώτα οχημάτων μπερδευόντουσαν μέσα στη νύχτα και περίπολα με μηχανές και τζιπ, ανεβοκατέβαιναν!!
Κόλαση …. εν όρμω!! Αλλά εγώ …. πώς να το ξέρω, στ’ ανοιχτά!! Το πρωί, νετάριζα (ξεμπέρδευα) το παραγάδι, ενώ είχα και το νου μου και έσκυβα, κάθε φορά που ένιωθα τη σφαλιάρα να αιωρείται απειλητικά, πάνω από το κεφάλι μου, σε κάθε προσέγγιση της μάνας μου, μαζί με τις σχετικές προειδοποιήσεις …. «αλίμονο σου, άλλη φορά …. και αλίμονο σου κακομοίρη μου»!!!
Η ψαριά στο παραγάδι μου, μπορεί να ήταν φτωχή, αλλά η Ιστορία τότε, έγραφε …. μια «πλούσια τραγωδία» για το Έθνος!!