Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ένα αφήγημα στο χρώμα της πορφύρας ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ I

Αθήνα, ώρα οχτώμιση το βράδυ περίπου, 23 ή 27 Αυγούστου του 1952. Νομίζω ημέρα Σάββατο, γιατί οι υπάλληλοι, είχαν ήδη σχολάσει από την Τράπεζα της Ελλάδος στα κεντρικά. Το έγκλημα είχε συγκλονίσει τότε το πανελλήνιο, καθώς ο ένοχος δεν ανακαλύφθηκε ποτέ και καθώς το θύμα, ο κ. Γιώργος, είχε περιγράφει στον ημερήσιο τύπο ως ένας καθ’ όλα καλότατος άνθρωπος, που δεν είχε δώσει δικαιώματα ένθεν και ένθεν. Οικογενειάρχης. Αυτόπτης μάρτυς δεν υπήρχε, εκτός από έναν παπαγάλο που είχε στην φροντίδα του, μα και που κι εκεινού έκτοτε του… κόπηκε η λαλιά!

Ο φύλακας, πολίτης νομιμόφρων και νομοταγής, δεινοπάθησε κατά τις ανακρίσεις. Αποδείχτηκε πως ήταν εντελώς άσχετος. Ωστόσο πέρασε του λιναριού τα πάθη. Παρεμπιπτόντως, το γεγονός είναι γεγονός.
Μάλιστα, πάνω σε αυτήν ακριβώς την υπόθεση είχε γραφεί και τυπωθεί παρακαλώ το αστυνομικό μυθιστόρημα – ή μήπως νουβέλα;- του Γιάννη Μαρή «Έγκλημα επί τη εμφανίσει» αλλά δεν εκυκλοφόρησε ποτέ, καθώς κατασχέθηκε φρέσκο-φρέσκο, μόλις βγήκε από το τυπογραφείο. Ο Γιάννης Μαρής- Τσιριμώκος το πραγματικό του επώνυμο, αδερφός του Ηλία Τσιριμώκου του πολιτικού-υπήρξε από τους θεμελιωτές του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Άνοιξη του 1958. Η Ελλάδα γλείφει ακόμα τις πληγές της μοιρασμένη στα δυο. Οι καλοί και οι κακοί. Οι καλοί στην καραβάνα, οι κακοί στη φυλακή ή στη Γερμανία και στου Βελγίου τις στοές.
Κάποιο πρωινό στην τράπεζα της Ελλάδος στα κεντρικά, ένας κύριος μεσήλικας, καθωσπρέπει, με ψαθάκι, περιμένει στην ουρά. Λαϊκή φάτσα, μα που καθώς δείχνει έχει τον τρόπο του! Άξαφνα, σπαραχτικές, αχαλίνωτες κραυγές, οιμωγές, με φοβερή ένταση, ορμή και φρίκη, πλημμυρίζουν το χώρο: «Γιώργο, Γιώργο – έλα-έλα-κοκοκρόκ-κοκοκρόκ- κοκοκρόκ!!!
Έχει γουρλώσει τα μάτια ο μεσήλικας κύριος. Κάτασπρος σαν το πανί. Κάνει να φύγει, μα όλα τα βλέμματα του κόσμου τα νοιώθει καρφωμένα πάνω του! Κάνει να φύγει, μα ένα κύμα ανθρώπινης μάζας απ’ έξω τον σπρώχνει προς τα μέσα.
Το πλήθος.…
ΚΟΚΟΚΡΟΚ-ΚΟΚΟΚΡΟΚ- ΓΙΩΡΓΟ, ΓΙΩΡΓΟ, ΠΩΡΓΟΟΟΟ… Το πλήθος οργίζεται. Αμύνθηκε όσο μπορούσε. Με νύχια και με.…
Με γουρλωμένα τα μάτια τον μάζεψαν. Μέσα στα αίματα… πατημένον…
Μερικά φτερά, πράσινα, γαλάζια, τα φέρνει, με τούμπες απαλά ο καλοκαιρινός άνεμος στο απέναντι πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου…
Καημένο πουλί!!

ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ IΙ

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό σε μια παραμυθένια χώρα, ένας βασιλιάς καλός και
μαλακός σαν το ζυμάρι μα με μυαλό κοκόρου. Με παράστημα λαμπρό και με το
βλέμμα αγέρωχο ατένιζε το μέλλον, το οποίο όμως συνηθίζει να κρύβεται «το
μέλλον αόρατον» που λέγαν οι παλιοί. Είχε και μια βασίλισσα μικροκαμωμένη μεν
αλλά όμορφη και πλανεύτρα. Μα, όσο μπόι της έλλειπε, τόση ήταν και η πονηριά της.
“Διαόλου κάλτσα” την ονομάτιζαν οι υπήκοοι της, στα κρυφά όμως γιατί όποιον τον άκουγαν τον έτρωγε η μαρμάγκα.
Είχανε κι ένα αγόρι που ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Το βασιλόπουλο αυτό, μολονότι αγαπητό και όμορφο, είχε καθώς φαίνεται κληρονομήσει την αφέλεια του μπαμπά. Έτσι, σαν ήρθε ο καιρός του και γίνηκε βασιλιάς εξαιτίας της αντιλαϊκής συμπεριφοράς του και σε συνδυασμό με τη ραδιουργία της βασιλομήτορος έμπλεξε τη χώρα σε απίθανες και απύθμενες περιπέτειες.
Τα πρώτα χρόνια τον έστειλαν σε μία σχολή σπουδαία σ’ ένα παραμυθένιο και υπέροχο κοραλένιο νησί που εθεωρείτο αν όχι η σπουδαιότερη πάντως μία από τις σπουδαιότερες σχολές του κόσμου για εφήβους. Εκεί σπούδαζαν από τα πολύ παλιά χρόνια όλα τα πριγκιπόπουλα, εκεί και τα παιδιά των υπουργών, των μεγάλων δηλαδή και των μικρών βεζύρηδων, των αριστοκρατών, των στρατηγών και των πιο πλούσιων εμπόρων. Όλων δηλαδή των σημαντικών προσώπων που είχαν το ελεύθερο να μπαινοβγαίνουν στο σαράι- συγγνώμη, στο παλάτι ήθελα να πω. Αλλά και γαλαζοαίματοι γόνοι άλλων χωρών και γόνοι ξένων διπλωματών. Μα ήταν καθώς φαίνεται τόσο ανεπίδεκτος ο νεαρός πρίγκιπας που οι καθηγητάδες κι οι δάσκαλοι όσο κι αν προσπαθήσανε δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν, γιατί θα έπεφτε και το κύρος της σχολής!
Έτσι δημιουργήθηκε μια καινούργια σχολή για τον πρίγκιπα και το υψηλό περιβάλλον του -παιδιά είπαμε των υπουργών, των μικρών και των μεγάλων βεζύρηδων και λοιπών παρατρεχάμενων σφογγοκωλάριων. Μια σχολή πριγκιπικών προδιαγραφών, μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος στα περίχωρα της πρωτεύουσας, Και το κοραλένιο νησί μεν έχασε την παλιά βασιλική του αίγλη, αλλά και την οικονομική ευμάρεια οι ταβέρνες και τα καφενεία που περιποιώνταν τους υψηλούς συγγενείς τα σαββατοκύριακα, η “Κοραλένια” όμως Σχολή διατήρησε το κύρος και το επίπεδο της. Μέχρις ότου τελικά ξεπεράστηκε από την εποχή.
Αποφοιτώντας λοιπόν ο νεαρός διάδοχος από το καινούργιο ίδρυμα, μπορεί να μη διέπρεψε σε κάποια επιστήμη, δεν το χε ο άνθρωπος, μπόρεσε όμως να διαπρέψει στον αθλητισμό, αποσπώντας πρωταθλήματα στους ολυμπιακούς αγώνες που εν τω μεταξύ είχαν αναβιώσει. Η πρωτιά μάλιστα που απέσπασε στην ιστιοπλοΐα, ήρθε να προστεθεί ευνοϊκά στον μύθο που τον περιέβαλλε πως ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ η μετενσάρκωση του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που έμελλε ν’ ανασυστήσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Πολλοί μάλιστα υποστήριζαν πως ήταν εξαδάχτυλος, ένας παππούς όμως που τον είχε χαιρετήσει διαβεβαίωνε πως είχε μετρήσει τα δάχτυλά του και ήσαν δέκα!

Έπεα πτερόεντα III
Θα θυμάστε ασφαλώς από τα παιδικά αναγνώσματα εκείνο το ωραίο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου για τον παπαγάλο…
Σαν έμαθε τη λέξη “καλησπέρα” ο παπαγάλος είπε ξαφνικά:
– Είμαι σοφός! Τι κάθομαι εδώ πέρα; Γνωρίζω ελληνικά!
Την πράσινη ζακέτα του φορεί και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη, Παίρνει μία στάση λίγο σοβαρή, ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα, και τους λέει:
«Καλησπέρα»
– Τι διαβασμένος λένε θα ναι ο παπαγάλος! Θα ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος! Αφού μπορεί και ανθρώπινα μιλεί!
– Κυρ παπαγάλε θα ‘χομέ την τύχη ν’ ακούσομε τι λες και παραπέρα; Ο παπαγάλος, βήχει ξεροβήχει και τι να πει; ξανάπε «Καλησπέρα!»
Κάποιοι λοιπόν υποστηρίζουν πως πρόκειται για μύθο του Αισώπου ή του Λαφονταίν που ο Παπαντωνίου τον απέδωσε ποιητικά. Κάποιοι άλλοι ωστόσο υποστηρίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ πως πρόκειται για αληθινό-περίπου-γεγονός και μάλιστα πως η ιστορία αυτή είχε και συνέχεια:
Για να είμαι ειλικρινής δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος μου έδωσε αυτήν την εκδοχή. Τόσα χρόνια που πέρασαν η μνήμη μου με μπερδεύει. Ο πατέρας μου, μολονότι πολλές ιστορίες έμαθα απ’ αυτόν, ιστορίες όμως για παπαγάλους, δεν. Ούτε η μητέρα μου, θείοι, γιαγιάδες ή παππούδες, αγρότες επί το πλείστον και φορείς ενός άλλου λαϊκού πολιτισμού. Ιστορίες για παπαγάλους, δεν είχαν. Οι δάσκαλοι μου στη ζωγραφική που με παρακολούθησαν ως παιδί, ο Αλή Αγαζαδέ, ο Γιώργης Γεροντάκης, ο Μάνος Ραφτόπουλος δεν θυμάμαι να μου ανέφεραν ποτέ μια τέτοια ιστορία. Οι δάσκαλοι μου πάλι στο δημοτικό σχολείο ούτε λόγος να γίνεται. Αυτοί, είχανε μεν το ελεύθερο να λένε ιστορίες για πουλιά κ.λπ., όμως για βασιλιάδες και για πρίγκιπες – γιατί κι από αυτά έχει η ιστορία – δεν επιτρεπόταν τα σχόλια, από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους, ή ακόμα να μη βρεθούν στη φυλακή. Δύσκολα χρόνια.
Επιστρέφοντας εν πάση περιπτώσει καταντροπιασμένες από το Συνέδριο των Πουλιών στη σιγουριά του κλουβιού του από όπου προφανώς την είχε κοπανίσει ο παπαγάλος, περνώντας από ένα κατάφυτο δάσος, αντιλαμβάνεται μια παρέα αγοριών που παίζουν θορυβώδικα έτσι καθώς συνηθίζουν να παίζουνε τ’ αγόρια. Σαν από ένστικτο πετάει και κάθεται στον ώμο του πρίγκιπα, ο οποίος, εντυπωσιασμένος από το συμβάν, απ’ τα πολύχρωμα φτερά και το βασιλικό παρουσιαστικό του πτηνού, αποφασίζει να το υιοθετήσει. Δεν πέρασε πολύς καιρός μάλιστα που, ενώ ο παπαγάλος περνούσε ζωή χαρισάμενη και παραδεισένια, ο νεαρός διάδοχος σημείωσε φοβερή βελτίωση στα μαθήματα του, κι όλοι οι δάσκαλοι είχαν να πουν πως τα ‘λεγε νεράκι, έστω και… παπαγαλία!
Ώσπου αλίμονο! Ένα χλωμό πρωί, ο παπαγάλος χάθηκε απρόοπτα, όπως απρόοπτα είχε προκόψει στη ζωή του πρίγκιπα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε το πώς και το γιατί.
Το βασιλόπουλο της ιστορίας μας, έκλαψε, έκλαψε πολύ. Ήτανε μια από τις πρώτες απώλειες στη ζωή του. Δεν ξέρουμε αν έκλαψε τόσο πολύ, πολύ αργότερα, όταν μετά από ραδιουργίες της μαμάς και των φαιδρών συμβούλων του έχασε και τ’ αίγα και τα… παλάτια…!
***
Ένα πρωινό, καθώς ο κύριος Γιώργος, ένας καλότατος άνθρωπος, φιλήσυχος και νομοταγής υπάλληλος τραπέζης πήγαινε στη δουλειά του με τα πόδια περνώντας μέσα από τον βασιλικό κήπο για πιο γρήγορα -έρχεται και καθίζει στον ώμο του ένας πανέμορφος παπαγάλος. Ο κύριος Γιώργος, εντυπωσιασμένος από το συμβάν, απ’ τα πολύχρωμα φτερά και το βασιλικό παρουσιαστικό του πτηνού, αποφασίζει να το υιοθετήσει.
Εντυπωσιακή υπήρξε και η υποδοχή από το λοιπό προσωπικό της τραπέζης. Αν ο διάδοχος έκανε τυχαία μιαν έστω τυχαία επίσκεψη στην τράπεζα, θα γιάτρευε τον καημό του. Αλλά βλέπετε οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες, παρ’ όλα τους τα προνόμια δεν μπαινοβγαίνουνε στις τράπεζες, όπως δεν πάνε στις ταβέρνες στα μπαράκια ούτε ψωνίζουνε στις λαϊκές. Αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια, και ‘κει, μόνο τις νύχτες και μεταμφιεσμένοι και τότε μόνο, όταν αποφασίζουν να ακούσουν με τ’ αυτιά τους την ανάσα του λαού: Τα βογκητά δηλαδή και τις κατάρες!
Ο καιρός περνούσε για τον παπαγάλο μάλλον ευτυχισμένα, καθώς είχε την απέραντη φροντίδα του κυρίου Γιώργου αλλά και την αγάπη των υπαλλήλων και των πελατών. Ώσπου ένα βράδυ μια σκοτεινή σκιά έκοψε το νήμα της ζωής του κυρίου Γιώργου και ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο παπαγάλος. Ο οποίος έκτοτε δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο παρά μόνο Γιώργο… Γιώργο…
Κοκοκρόκ… Κοκοκρόκ!
Τη συνέχεια την ξέρουμε νομίζω…
Ούτε εγώ ήμουν εκεί ούτε κι εσείς για να το πιστέψετε… Ή καλύτερα, πιστέψτε ό,τι θέλετε, κι ό,τι δεν θέλετε μην.

* Ο Γρηγόρης Νιόλης είναι ζωγράφος- χαράκτης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα