Τις πρώτες μέρες μετά την απώλεια της μητέρας και γιαγιάς τους, η Ελπινίκη και ο Ιάκωβος προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το γεγονός. Γνώριζαν πως ανοιγόταν μπροστά τους μακρύς δρόμος, μέχρι την αποδοχή της νέας πραγματικότητα. Ως τότε, παρέμεναν ώρες στη σιωπή της σκέψης, που κατακλυζόταν από εικόνες και συναισθήματα. Η Ελπινίκη σκεφτόταν τα οχτώ χρόνια της αρρώστιας της μητέρας της, από τη στιγμή που έπεσε και υπέστη κάταγμα ισχίου, μέχρι την τελευταία ώρα. Ήταν μια διαδρομή με πολλές διακυμάνσεις, χαρούμενες και λυπημένες στιγμές, εναλλαγές αισιοδοξίας και αποθάρρυνσης, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια. Θυμήθηκε εκείνο το πρωί που η μητέρα της ετοιμαζόταν για το χειρουργείο. Επρόκειτο για μια πολυαίμακτη επέμβαση σε γυναίκα μεγάλης ηλικίας, επιβαρυμένη με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα.
Η Ελπινίκη γνώριζε πως η ταλαιπωρημένη από τους πόνους μητέρα της φοβόταν και αμφέβαλε για το αν θα “τα κατάφερνε” να επιβιώσει. Ήθελε να της μεταβιβάσει ένα αισιόδοξο μήνυμα και έψαχνε να βρει με ποιο τρόπο. Τελικά κατευθύνθηκε προς την καντίνα του Νοσοκομείου. Είχε δει να πουλούν εκεί υφασμάτινα ζωάκια.
Πραγματικά, υπήρχαν ακόμα μερικά από αυτά: ένα πιθηκάκι, ένα ελεφαντάκι, ένας παπαγάλος και ένα αρκουδάκι.
Το μπεζ αρκουδάκι με το γλυκό πρόσωπο τράβηξε την προσοχή της. Ήταν πιο φυσικό και εκφραστικό. Η Ελπινίκη το αγόρασε και έτρεξε πάλι στον θάλαμο νοσηλείας.
Έδεσε το αρκουδάκι με μια κορδέλα και το κρέμασε από την πλάτη στο γάντζο του μεταλλικού στηρίγματος, από όπου κρεμόταν και η φιάλη με τον ορό. Είπε στη μητέρα της, που είχε τώρα απέναντί της το πρόσωπο του μικρού αρκούδου: «Για να σου κρατά συντροφιά στο χειρουργείο!».
Εκείνη δεν μίλησε, αλλά η κόρη της διέκρινε μια ανεπαίσθητη έκφραση ευχαρίστησης στο πρόσωπό της.
Το αρκουδάκι κράτησε συντροφιά στη μητέρα της, κρεμασμένο πάντα στο γάντζο του στατήρα, σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της μέχρι και την έξοδο από το Νοσοκομείο. Ήρθε μαζί της στο σπίτι και παρέμεινε μαζί της μέχρι τέλους.
Εκείνη τη μέρα, οχτώ χρόνια μετά, η Ελπινίκη πρότεινε στο γιο της: «Ας πάμε στην Καινούργια Άμμο!».
Τι ήταν αυτό που την παρακίνησε να σκεφτεί μια βόλτα στην Καινούργια Άμμο, μια μέρα πρόσφατου πένθους, μέσα σε αυτό τον καιρό, άγνωστο. Είχαν περάσει περίπου δυο χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί. Ύστερα, η κακοκαιρία του προπερασμένου χειμώνα “έφερε τα πάνω κάτω” και η ακτή βρέθηκε χωρισμένη στα δύο, από τα νερά του ποταμού, του οποίου άλλαξε η πορεία της κοίτης.
Στοίβες από καλάμια σκέπαζαν την άμμο και η προσπέλαση προς τη θάλασσα είχε γίνει δύσκολη. Η Ελπινίκη δεν μπορούσε πια να κάνει περιπάτους για να διαλέγει ενδιαφέρουσες στο σχήμα πέτρες, “γλυπτά της Φύσης”, όπως συνήθιζε να λέει. Αλλά ούτε για μπάνιο πήγαινε πια εκεί, το καλοκαίρι. Είχε ακούσει ότι υπήρχαν, από πλευράς Δήμου, κάποια σχέδια για ανάπλαση της περιοχής.
Αυτό το απομεσήμερο βρέθηκε στην Καινούργια Άμμο με ανάμεικτα συναισθήματα. Ήθελε να αγναντέψει το πέλαγος και να ξεδιαλέξει κάποιες πέτρες. Όμως και πάλι στοίβες καλαμιών, φερμένες ποιος ξέρει από ποιες όχθες ποταμών, έπνιγαν την ακτή.
Περπάτησε λιγάκι στο ανατολικό τμήμα της διαχωρισμένης ακτής, στην οποία γινόντουσαν τώρα κάποια έργα. Αντίκριζε τη χειμωνιάτικη θάλασσα, το νεφελώδη ουρανό και σκεφτόταν τις τελευταίες συζητήσεις που είχε κάνει με τη μητέρα της. Μετά δυσκολίας μάζεψε δυο-τρεις λευκές πέτρες, για τις γλάστρες που είχε στην αυλή του σπιτιού της. Ετοιμαζόταν να φύγει όταν, σε έναν τελευταίο περίπατο στην ίδια περιοχή, εντόπισε ένα κουβαριασμένο σκουρόχρωμο ύφασμα-ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε. Καθώς πλησίαζε, είδε πως ήταν ένας υφασμάτινος μπόγος σε καφέ χρώμα -α, ναι, έμοιαζε να είναι κάτι σαν υφασμάτινο ζωάκι!
Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τη βρεγμένη άκρη του πάνινου αντικειμένου, ύστερα το αναποδογύρισε στην άμμο. Ήταν ένα καφετί αρκουδάκι, αρκετά μεγάλο. Περιεργάστηκε με ενδιαφέρον την όψη του. Το αρκουδάκι είχε άμμο στα μάτια. Η Ελπινίκη σκούπισε την άμμο και ένιωσε ότι το ζωάκι την παρατηρούσε. «Από που, άραγε, έρχεσαι;…», αναρωτήθηκε.
Το μόνο στοιχείο που μαρτυρούσε το ταραγμένο και πολυκύμαντο ταξίδι του θαλασσοδαρμένου αρκούδου ήταν η μεταξωτή μπεζ γραβάτα του, που ήταν “κεντημένη” με αναρίθμητα θραύσματα μικρών ξύλων, καλαμιών και με κομμάτια από φύκια.
Έβαλε τον αρκούδο σε μια μεγάλη τσάντα που κρατούσε μαζί της για τις πέτρες και τον στοίβαξε καλά, ώστε να χωρέσει. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι, τίναξε, όσο μπορούσε, την άμμο από το τρίχωμα του και άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα κλαδάκια και τα καλάμια που είχαν μπερδευτεί στη γραβάτα του. Όπως είχε φανεί εξ αρχής, απόμεινε μια μακριά φούντα από κλωστές, καθώς το λεπτό ύφασμα είχε διαλυθεί. Όμως ο αρκουδάκος ήταν άθικτος και ολοκαίνουργιος.
«Ποιο άραγε είναι το όνομά σου;», ρώτησε. Φυσικά δεν πήρε απάντηση. «Αύριο θα τον πλύνω για να φύγουν τα αλάτια από πάνω του» σκέφτηκε. Στο μεταξύ άρχισε να παρατηρεί πως ο αρκουδάκος, από τη στιγμή που βγήκε από την τσάντα και καθώς άρχισε να στεγνώνει, μεγάλωνε σε όγκο.
Την άλλη μέρα διηγήθηκε στη φίλη και γειτόνισσά της Αστερόπη τα σχετικά με το εύρημά της. Μάλιστα, δεν παρέλειψε να επισημάνει: «Πες μου τώρα εσύ, πώς έγινε αυτό… Εγώ ξεκινώ για μια βόλτα στην Καινούργια Άμμο, άγνωστο γιατί. Βλέπω την ακτή αποκλεισμένη και σκεπασμένη από καλάμια, παρ’ όλα αυτά, όμως, ψάχνω μήπως βρω κάποιες πέτρες. Καθώς ετοιμάζομαι να φύγω, παρατηρώ κάτι στην άμμο, δίπλα στα καλάμια. Πλησιάζω και βρίσκω έναν αρκούδο, καινούργιο, αλλά ταλαιπωρημένο από μακρύ ταξίδι. Πριν οχτώ χρόνια είχα αγοράσει ένα αρκουδάκι στη μητέρα μου, την ημέρα που θα έμπαινε στο χειρουργείο. Σήμερα, λίγες μέρες μετά την αποδημία της, έρχομαι εδώ και βρίσκω έναν μεγάλο αρκούδο. Πώς σου φαίνεται;».
«Είναι το δώρο σου», απάντησε η Αστερόπη.
«Πώς έγινε, αυτός ο αρκούδος να βρεθεί μπροστά μου τη συγκεκριμένη στιγμή;», ξαναρώτησε.
Απάντηση ήταν δύσκολο να υπάρξει. Ωστόσο, η πάντοτε δοτική Αστερόπη προσφέρθηκε να βοηθήσει: «Θα τον πλύνω στο σπίτι μου, στη μπανιέρα και θα τον στεγνώσω στην αυλή, στον ήλιο», είπε.
Μετά από δυο μέρες ο αρκουδάκος ήρθε λαμπερός κι ολοκάθαρος. Ως και το χρώμα του είχε αλλάξει!
Το τρίχωμά του τώρα δεν ήταν πια “στουπιασμένο”, αλλά απαλό και ανοιχτόχρωμο καφέ, στους τόνους του μελιού. Πάνω από την κάποτε γραβάτα του, που είχε μεταβληθεί σε μεταξωτή φούντα, φορούσε μια ολοκαινούρια κορδέλα. «Ποιο θα είναι το όνομά του;», ρώτησε η Αστερόπη.
Η Ελπινίκη είχε ήδη σκεφτεί: «Είναι ο Οδυσσέας», είπε. Είναι ο θαλασσοδαρμένος ναυαγός που έζησε μεγάλες περιπέτειες, τις οποίες εμείς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
«Μπορεί να έπεσε από κάποιο κρουαζιερόπλοιο», είπε η Αστερόπη. “Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ” απάντησε η Ελπινίκη. «Έπεσε από κάποια χέρια. Φαντάζομαι ο ιδιοκτήτης θα χαιρόταν πολύ αν μάθαινε ότι ο αρκουδάκος τελικά κατόρθωσε να βγει στη στεριά».
Ο Οδυσσέας άκουγε προσεκτικά τη συζήτηση γύρω από το άτομό του, καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Παρατηρούσε τα πάντα με μάτια που έλαμπαν και έμοιαζε να είναι ευχαριστημένος, σα να βρισκόταν, επιτέλους, στο σπίτι του.