» Η μονή του Αγίου Γεωργίου στο Καρύδι
Πριν από σαράντα χρόνια περίπου η σημερινή Μονή του Αγίου Γεωργίου στο Καρύδι, ανάμεσα στο Βάμο και τις Βρύσες, ήταν ένα σύνολο από «ωραία ερείπια», που πήγαινε μαθηματικά στον πλήρη αφανισμό.
Eτσι, όταν η 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε την προσπάθεια να σταματήσει η φθορά, δεν περιμέναμε πως θα εξελισσόταν σε ένα ζωντανό κύτταρο και πόλος έλξης στην Επαρχία Αποκορώνου, χάρη στην καλή συνεργασία με την τοπική Εκκλησία, την Αυτοδιοίκηση, αλλά και τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Το έργο της αποκατάστασης «υιοθετήθηκε» από το έμπειρο επιστημονικό προσωπικό και τους ικανούς εργατοτεχνίτες της Εφορείας, χωρίς ειδικές πιστώσεις στην αρχή και με τη στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης στη συνέχεια.
Ελπίζω ότι με το ερευνητικό πρόγραμμα που επίκειται να ξεκινήσει από το Πολυτεχνείο Κρήτης με τη συμμετοχή του Υπουργείου Πολιτισμού, της Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Αποκορώνου, η ανάδειξη του μνημείου, που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα της λαϊκής αρχιτεκτονικής με σαφείς αναφορές στην παράδοση της όψιμης Βενετοκρατίας, θα ολοκληρωθεί η ανάδειξή του και θα συνεχιστεί απρόσκοπτη η λειτουργία του.
Στις πηγές της Βενετοκρατίας αναφέρεται το χωριό «Καρύδι του Αγίου Γεωργίου» σε αντιδιαστολή με το «Καρύδι Καρτσοματάδω», ερείπια του οποίου σώζονται σε απόσταση δυο χιλιομέτρων δυτικότερα. Από την περίοδο αυτή σώζεται η έπαυλη του φεουδάρχη (μάλλον της οικογένειας Vizzamano) με το συνεχόμενο ελαιοτριβείο, η αναστήλωση των οποίων ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων, καθώς και τρία ερειπωμένα σπίτια.
Σύμφωνα με τις αξιόπιστες πληροφορίες από τον κώδικα της Μονής της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων, οι κάτοικοι του χωριού, εκτός από τον ιερέα, εξισλαμίστηκαν κάποια στιγμή μέσα στο δύσκολο 18ο αιώνα και πίεζαν τον ιερέα να τους παραδώσει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, για να την μετατρέψουν σε τζαμί. Ο ιερέας προσέφυγε αρχικά σε τάγμα γενιτσάρων, από το οποίο πήρε κάποιο δάνειο, που στη συνέχεια δεν μπορούσε να αποπληρώσει. Έτσι ήλθε σε επαφή με τη Μονή της Αγίας Τριάδας, παραχωρώντας σε αντάλλαγμα την εκκλησία και την αγροτική της περιουσία. Αρχικά οι πιέσεις των μουσουλμάνων του χωριού ήταν μεγάλες και τα εμπόδια στη μονή να αξιοποιήσει το μετόχι της, παρά το ευνοϊκό καθεστώς που υπήρχε για τη μοναστηριακή περιουσία. Υπήρχε όμως παράλληλα ο παραδοσιακός φόβος τους απέναντι στον Άγιο Γεώργιο, όπως προκύπτει από πολλές τοπικές παραδόσεις, που αναφέρονται σε αυτό.
Από τα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας οι συνθήκες βελτιώθηκαν, ενώ σταδιακά οι μουσουλμάνοι της περιοχής εγκατέλειπαν την ύπαιθρο, ξεπουλώντας τις μεγάλες ιδιοκτησίες της, τις οποίες αγόραζε η Μονή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μετόχι του Αγίου Γεωργίου να εξελιχθεί σε μια ισχυρή οικονομική μονάδα, με κύριο προϊόν της το λάδι από τις χιλιάδες τα ελαιόδεντρα, που απέκτησε. Έτσι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ξεκίνησε από τους ισχυρούς Οικονόμους ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα, πολλές φορές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Μονής, αφού ήταν φανερό πως επιχειρούνταν μια αυτονόμηση του μετοχιού. Παλιότερα κτήρια ενσωματώθηκαν σε ενιαίο περίβολο, δίνοντας πλέον μια καθαρά μοναστηριακή μορφή στο συγκρότημα, κτίστηκε νέα εκκλησία και το εντυπωσιακό νέο ελαιοτριβείο με τα δεκατρία συνεχόμενα τόξα. Το Καρύδι δεν αναφέρεται πια σαν χωριό. Ως αρχιτεκτονικό σύνολο είναι ένα από τα ενδιαφέροντα έργα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της περιοχής του Αποκορώνου, που διασώζει απείρακτα τα χαρακτηριστικά του. Το 1924 όμως αποφασίστηκε η παραχώρηση μέρους της μοναστηριακής περιουσίας στο Εφεδρικό Ταμείο, προκειμένου να διανεμηθεί σε εφέδρους που πολέμησαν στους πρόσφατους πολέμους (το που δόθηκαν, είναι ένα άλλο θέμα). Ένα μικρό μέρος γύρω από το μετόχι και τα κτήρια παρέμειναν στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας.
Η εγκατάλειψη του μετοχιού είχε ως αποτέλεσα τη σταδιακή ερείπωσή του, εκτός από την εκκλησία, που εξακολουθούσε να συγκεντρώνει τους κατοίκους των γύρω χωριών την ημέρα της εορτής. Με τον πρώτο καθαρισμό από την πυκνή βλάστηση και τις απαραίτητες στερεώσεις, φάνηκε η σημασία του και η ανάγκη για συνέχιση του έργου. Το επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της Εφορείας «πήρε την υπόθεση πάνω του» και το ερείπιο άρχισε να παίρνει μια πρώτη μορφή. Η τοπική Εκκλησία βοήθησε στο θέμα των υλικών και αποφάσισε, καθώς το έργο προχωρούσε την ανακήρυξη του μετοχιού σε ανεξάρτητη Μονή, με την εγκατάσταση ενός μοναχού. Το 1986 υλοποιήθηκε στο χώρο του Καρυδιού ένα οκτάμηνο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για επιστήμονες και εργατοτεχνίτες σε θέματα αναστήλωσης, με παράλληλη έρευνα στα εξαιρετικής ποιότητας τοπικά οικοδομικά υλικά. Εικοσιπέντε νέα παιδιά εκπαιδεύτηκαν και εργάστηκαν στη συνέχεια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, με σημαντική προσφορά στο έργο της μέχρι σήμερα σε πολλά έργα του νομού Χανίων. Η Μονή άρχισε να εξελίσσεται σε ένα θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της επαρχίας Αποκορώνου, με αυξημένο το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας και της Αυτοδιοίκησης για την πορεία της υπόθεσης. Από το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων συντάχθηκαν οι απαραίτητες μελέτες, ενώ από την Περιφέρεια χρηματοδοτήθηκε το έργο της αποκατάστασης της ερειπωμένης βορειοδυτικής πτέρυγας και εντάχθηκε η αναστήλωση της βενετσιάνικης έπαυλης με το ελαιοτριβείο της.
Σήμερα η Μονή, με δυο μοναχούς, συνεχίζει την παρουσία της στην περιοχή και αποτελεί πόλο έλξης για ντόπιους και ξένους επισκέπτες. Έντονο είναι και το ενδιαφέρον και του Δήμου Αποκορώνου για την ολοκλήρωση της προσπάθειας, με τη σύνταξη των υπόλοιπων μελετών. Η συνέχιση ανάλογων διαδικασιών με τη συνεργασία των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού με την Εκκλησία, την Περιφέρεια Κρήτης και τους άλλους φορείς, μπορεί να ξαναζωντανέψει ξεχασμένα μνημεία, όπως έγινε και στην περιοχή του Ρεθύμνου τα προηγούμενα χρόνια με τις μονές Μπαλή, Βωσάκου, Χαλέπας, Αγίας Ειρήνης, αλλά και στην υπόλοιπη Κρήτη. Και δεν είναι μόνο τα εκκλησιαστικά μνημεία, όπου πρέπει να σταματήσει η διαδικασία της φθοράς και να επανέλθουν στη ζωή του τόπου. Η Κρήτη είναι ακόμη γεμάτη από ωραία διατηρητέα ερείπια, δημόσια και ιδιωτικά.
*Ο Μιχάλης Ανδριανάκης
είναι επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων.