Πρωτοχρονιά κι ένα βιβλιαράκι 128 σελίδων, μικρού σχήματος, βρέθηκε στα χέρια μου. Μικρές ιστορίες όλες αληθινές, μου ξύπνησαν μνήμες παλιές και λίγο ως πολύ ξεχασμένες, μα πολύ νοσταλγικές και όμορφες, που τις ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Δροσοσταλίδες πραγματικές της γνήσια τοπικής μας παράδοσης, το περιεχόμενο του.
Το διάβασα με μιας από την αρχή ως το τέλος, γιατί καθεμιά ιστορία μου θύμιζε και κάτι από τη δική μου προσωπική ζωή, μια και ο συγγραφέας, λίγο μικρότερος μου, μεγαλώσαμε στο ίδιο χωριό. Μου άρεσε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων, με φόντο πάντα την εικόνα του χωριού μου, το Ασκύφου Σφακίων.
Ο Γιώργος Καπριδάκης, παιδί πολυμελούς οικογένειας, γεννήθηκε τη δεκαετία του ‘50, έζησε και μεγάλωσε σ’ ένα τόπο, που οι άνθρωποι του πότιζαν και ποτίζουν με πολύ ιδρώτα το λιγοστό χώμα του, για να πάρουν τα αγαθά του. Αυτό τους έκανε να τον αγαπήσουν περισσότερο και να δημιουργήσουν μια ιδιότυπη νοσταλγική σχέση μαζί του.
Ο συγγραφέας, και με περισσή μαεστρία περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, ανθρώπινες σχέσεις και εμπειρίες, που ο ίδιος έζησε στα παιδικά του χρόνια τα ωραία.
Τα “Χανιώτικα Νέα” πάντα πρόθυμα και φιλόξενα, δεν αρκέστηκαν μόνο να δημοσιεύουν κατά καιρούς στις σελίδες της εφημερίδας τις ιστορίες του Γιώργου Καπριδάκη, προχώρησαν και στην έκδοση μικρού καλαίσθητου πονήματος, συγκεντρώνοντας το λαογραφικό αυτό θησαυρό σε βιβλίο, διασώζοντας τη γνήσια ντοπιολαλιά.
Μια μικρή δροσοσταλίδα στη σελίδα 14 του βιβλίου διαβάζουμε:
– Να πάμενε μπρε σύντεκνε Στελή, να παραγγείλουμε κι εμείς κιανά ζευγάρι καινούργια στιβάνια στη χώρα, εδά π’ ανοίξανε τα μαγαζιά… γιατί αποφαωθήκανε κακορίμαλε τελείως ετούτανε που φορούμε έπαε στα όρη… κι όπου να ‘ναι θα πορίσουνε τα δάχτυλα μας όξω.
– Μα δεν επιτρέπετε σύντεκνε να μπούμενε μέσα στα μαγαζιά εδά με το κλίκι γουάου, θα πουσουνίζουμε λέει από το Ιντερνέτι και με κάρτες όι με παράδες.
– Ίντα μου λες μωρέ σύντεκνε Μιχελή και πώς θα μου πάρει εμένα το ξαμάρι ο τζαγκάρης, α δε πάω στο τζαγκάρικο απατός μου, να δει ίντα νούμερο βάνω, τη γάμπα μου, τη φτέρνα μου, τον αστράγαλο…
– Δεν κατέω μωρέ σύντεκνε, ίντα να σου πως εγώ ο παντέρμος…
Και τελειώνει το βιβλίο μ’ έναν ύμνο για τη μάνα του, που νομίζω θα ταίριαζε και σ’ όλες τις μανάδες του κόσμου:
«Για φαντάσου σκέφτηκα ετούτες τις μέρες που ήταν η γιορτή της μητέρας, να έλεγα τότε στη μάνα μου τη βασανισμένη ότι σήμερα είναι η γιορτή της και πρέπει να κάτσει να ξεκουραστεί κι αυτή μια μέρα…
– Γιάντα μωρέ παιδί μου σ’ αρέσει να με χωρατεύεις, θα μου λεγε… και ποιος θα μου κάμει τσι δουλειές του σπιτιού χαρώτο, που δεν προλαβαίνω όλη μέρα δεν το θωρείτε…
Από το πρωί μέχρι το βράδυ στο πόδι ολομόναχη ήταν να υπηρετεί όλη την οικογένεια και να μην έχει ούτε μια ευκολία, ούτε μια βοήθεια όπως ήταν η ζωή τότε στο χωριό.
Ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε τηλεόραση, ούτε πλυντήριο, ούτε καμία σπιταρόνα για να έχει τις άπλες της… και ποτέ μου δεν την άκουσα να γκρινιάζει ότι κουράζεται και δεν αντέχει άλλο, ή να κουτσομπολεύει με τις γειτόνισσες, ή να βρίσκει δικαιολογίες ότι έχει πονοκέφαλο, ότι πονάει η μέση της, ότι δεν είναι καλά… σαν τις σημερινές, που τα έχουν όλα και πάλι δεν αντέχουν άλλο.
Από καιρό είχα σκοπό βρε μάνα να γράψω και για σένα αυτά που αισθάνομαι, έτσι ως ελάχιστη ένδειξη αγάπης και τιμής και θα το κάνω… τέτοιες καλές μάνες δεν ξεχνιούνται εύκολα να ξέρεις, κι ας έχουμε να ιδωθούμε σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια».
Ευχόμαστε στον Γιώργο Καπριδάκη να έχει υγεία και δύναμη να μας χαρίζει τα ωραία γραφτά του.
*Η Καλλιρρόη Βεγλίρη – Μπούχλη είναι δασκάλα