Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ενα γράμμα για τον Χριστό

Για κλεμμένο λιβάνι, για κλεμμένο χρυσάφι και για κλεμμένα αρώματα που φέρνουν οι σύγχρονοι μάγοι στον ξαναγεννημένο Χριστό είχα μιλήσει σ’ ένα κείμενό μου με τίτλο “Ενα γράμμα για τον Χριστό” που δημοσιεύθηκε και στην εφημερίδα μας πριν από πολλά χρόνια (24.12.1978). Αυτό το κείμενο, ελάχιστα παραλλαγμένο, με τον ίδιο τίτλο, ωστόσο, επαναδημοσιεύω σήμερα, παραμονές Χριστουγέννων, 35 χρόνια, αργότερα.
Ακολουθώντας την ίδια με πέρυσι “γραμμή”, επαναδημοσιεύοντας τέτοιες μέρες αντί για Εύφημες Μνείες ένα επίσης χριστουγεννιάτικο παλιότερο κείμενό μου.
Σε λίγες μέρες θα ξαναγεννηθείς Χριστέ μου! Ισως τα μάτια σου να μην συνηθίσουν αμέσως στο φως. Ισως τ’ αυτιά σου να μην μπορούν να ξεχωρίσουν αμέσως τα τραγούδια των αγγέλων. Ομως θα χαμογελάς. Θα χαμογελάσεις όταν θα σε φιλήσει το φως του κόσμου. Θα χαμογελάσεις όταν η μάνα σου θα σκίσει το καλό της φουστάνι για να σε σπαργανώσει. Θα χαμογελάσεις όταν οι βοσκοί γονατίσουν για να σε προσκυνήσουν. Θα χαμογελάσεις όταν θα ’ρθουν οι μάγοι για να σου προσφέρουν τα δώρα τους…
Το λένε κι αυτό, για τους τρεις μάγους που θα σου φέρουν χρυσάφι, λιβάνι και πολύτιμα αρώματα, οι γραφές. Ολα τα λένε τα ιερά βιβλία, εκτός του ότι θα ’ρθω κι εγώ, πριν, μάλιστα έρθουν οι μάγοι, Χριστέ μου! Εγώ, ένας εκ των αδελφών σου των ελαχίστων, εγώ, ένας από εκείνους που γνωριστήκαμε στην πορεία. Μόνο που εγώ δεν μπορώ να ξαναγεννηθώ, μωρό μου…
Σ’ είχα συναντήσει δουλευτή, γεμάτο ροκανίδια κι αγωνία στο μαραγκούδικο του γέρω Ιωσήφ. Τότε που προσπαθούσες μέσα στη μικρόψυχη Ναζαρέτ να βρεις τον εαυτό σου. Τότε που κάθε λογής μέγγενες σφιγγόταν στο μυαλό σου. Τότε που το καθημερινό ψωμί σου ήταν αγωνία κι αγώνας… Με θυμάσαι;
Σε είχα συναντήσει δάσκαλο στην ήσυχη Καπερναούμ. Οταν μοίραζες αντίδωρο την καρδιά σου στους κάθε λογής ξεροκέφαλους, αλλά και στους αχάριστους μαθητές. Οταν περπατούσες πάνω στα κύματα. Οταν σε περνούσαν για λαοπλάνο… Με θυμάσαι;
Σε είχα συναντήσει αγωνιστή, να πολεμάς με το φραγγέλιο στο χέρι τους εμπόρους και να κηρύττεις την αγάπη  στο ναό του Σολομώντα. Με θυμάσαι;
Οχι, δεν θα σου μιλήσω για όλα όσα έχουν δει τα μάτια μου τα χρόνια που σε γνώρισα, μα και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, Χριστέ μου. Δεν θα σου μιλήσω για δάκρυα, ποια θέση έχουν τα δάκρυα στη γέννηση ενός παιδιού! Ούτε για το ψωμί που λείπει ούτε για την ειρήνη του κόσμου θα σε παρακαλέσω, άλλωστε. Και γιατί η παράκλησή μου αυτή θα μοιάζει πιότερο με κραυγή, μια κραυγή κορνιζωμένη με αίματα και αγωνία, μια κραυγή παράταιρη, έτσι όπως θα ανακατώνεται με τον αγγελικό ύμνο που επιμένει να μιλά για την “επί γης ειρήνη” και την “εν ανθρώποις ευδοκία”. Ούτε για το μίσος που στόμωσε τις καρδιές, ωστόσο, θα σου μιλήσω, κάτι όμως, πρέπει να σου πω Χριστέ μου!
Μια κουβέντα βαριά που φύτρωσε στη λάσπη της δικής μου Ναζαρέτ, που βλάστησε όταν ο ήλιος έδυε στην Καπερναούμ, που άνθισε στον ναό του Σολομώντα και που κάρπισε σαν είδα τους μάγους βέβαιους για τη γέννησή σου να ξεκινούν καβάλα στα μικρά τους αισθήματα για τη φάτνη σου…
Ποιος ξέρει! Ισως η κουβέντα αυτή να μιλεί και για δάκρυα, για το ψωμί που λείπει, για την ειρήνη του κόσμου που είναι σε απεργία διαρκείας, για το μίσος που έχει στομώσει τις καρδιές. Δεν ξέρω. Το πιθανότερο ωστόσο να ’ναι μια κουβέντα δίχως κανένα βάρος, όπως τα δισεκατομμύρια κουβέντες που κάνουν καθημερινά οι ελάχιστοι αδελφοί σου… Ποιος ξέρει!
Ε, λοιπόν, συγχώρεσέ με, Χριστέ μου, μα θαρρώ πως το λιβάνι που θα σου φέρουν κι εφέτος οι μάγοι είναι κλεμμένο. Είναι οι πεθυμιές και οι προσευχές όλων των απελπισμένων της γης που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, που δεν βλέπουν Θεού πρόσωπο. Μα θαρρώ πως το χρυσάφι που σου φέρνουν οι μάγοι είναι κλεμμένο απ’ τα στόματα των πεινασμένων… Μα θαρρώ πως και τα πολύτιμα αρώματα που επίσης θα σου φέρουν οι μάγοι είναι κι αυτά κλεμμένα απ’ τα βραβεία που άξιζαν εκείνοι που κάποτε τόλμησαν μια επανάσταση…
Οχι, μην τα δεχτείς τα δώρα των μάγων, σε ικετεύω, Χριστέ μου! Πεινώ κι όμως προσεύχομαι… Προσεύχομαι εξακολουθώντας να σε περιμένω για να σε συναντήσω να μπαίνεις θριαμβευτής για πάντα στα Ιεροσόλυμα!…

“Τα βήματά μου χάνονται στους άδειους
δρόμους της νέας Βαβυλώνας. Οι βιτρίνες
δεν ανασταίνουν τίποτε απ’ τον παράδεισό μου,
αφού δεν έχουν ούτ’ ένα χαμόγελο
για έναν ξένο, που γιορτάζει τόσο μόνος,
με δάκρυα μόνο, στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα…
Λέω, να τελειώσει ο δρόμος με τις φωτισμένες
βιτρίνες και τις πολυκατοικίες που με πνίγουν,
να βρω ένα σπίτι φτωχικό, καλύβα έρημη
ή κάποιο μικρό σπήλαιο, με καπνούς από φωτιές
ποιμένων στολισμένο, να καθίσω συντροφιά
με τα όνειρά μου και τον φύλακ’ άγγελό μου,
να ψάλουμε τον ύμνο τον εόρτιο,
αρχίζοντας απ’ το τροπάρι της ερήμου
και τόπος ην ουδείς τω καταλύματι”…

Από το ποίημα του Π.Β. Πάσχου: “Και τόπος ην ουδείς”…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα