Παππού μου Μπλυμοσήφη. Είναι μεγάλη η χαρά μου που έφτασα, έστω και αργά, παππούς κι εγώ, στα λημέρια σου στην Ασιγωνιώτικη Μαδάρα. Δεν είχα την ευτυχία να σε θυμούμαι, μα ήμουν περήφανος για σένα όταν, πριν από χρόνια, οι γερόντοι τσ’ Ασί Γωνιάς που σε είχαν γνωρίσει μου διηγούνταν για τη ζωή σου. Πως ήσουνα ένας λεβέντης άντρας, δυο μέτρα, με ευγένεια σπάνια, που πότες δεν πείραξες άνθρωπο ή το βιος του. Πως ήσουνα δουλευτής ακούραστος και τεχνίτης σε κάθε λογής εργασία του χωριού. Μα το πιο σπουδαίο, πως ήσουνα άνθρωπος που είχε το θείο χάρισμα να μονιάζεις τους ανθρώπους που είχαν διαφορές, να «φτιάχνεις» χαλασμένες φιλίες, να σώζεις από φονικά.
Γι’ αυτό ένιωθα περήφανος όταν τ’ άκουγα όλα αυτά. Τώρα όμως η χαρά και η περηφάνια μου είναι ακόμη μεγαλύτερη, γιατί είχα την ευτυχία να φτάσω ως τα λημέρια σου της Ασιγωνιώτικης Μαδάρας, στο Κάτω Αγόρι. Να δω το Μιτάτο σου κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο. Να φτάσω πιο πάνω, ως το κορφάλι τση Βίγλας, και να μπω στον ερειπωμένο πλέον κούμο σου, που είχες φτιάξει με τον Κεχουδάκη, και βρίσκεται στην ομορφότερη τοποθεσία που έχουν αντικρύσει τα μάτια μου. Από εδώ εβίγλιζες ως το Ακρωτήρι της Σπάθας, τα Χανιά, Ψηλορείτη, το Κέδρος και τα Λασιθιώτικα.
Στα εφτακόσια μέτρα υψόμετρο εδώ η θέα δεν συγκρίνεται ακόμη και με κορφή πάνω από δυο χιλιάδες μέτρα. Θαύμασα την τέχνη και την υπομονή σου να ανοίξεις, με τα τότε πρωτόγονα μέσα, δυο βαθιές θολοσκέπαστες στέρνες σε τούτο τον τόπο που ακόμη κρατούν νερό, εκατόν πενήντα χρόνων κατασκευές, ενώ σύγχρονες όμοιες έχουν διαρροές.
Πριν λίγο καιρό είδα τα αγκωνάρια που απόμειναν από το νερόμυλο σου, κάτω το χωριό στο ποτιστήρι, και λυπήθηκα που δεν το γνώριζα από χρόνια, να μην αφήσω να χαθεί.
Αλλά και η γυναίκα σου, η γιαγιά που δεν γνώρισα, η Χρυσή Μανουσέλη από τον Καλλικράτη ήταν αντάξιά σου, όπως άκουγα από τις διηγήσεις για τη φιλανθρωπία και τη βοήθεια της σε καθένα που είχε ανάγκη.
Λίγες μέρες πέρασαν που ο πλέον επικίνδυνος και δύσκολος δρόμος της Μαδάρας φτασε ως εδώ παππού Μπλυμοσήφη και μου ’δώσε την ευκαιρία να γνωρίσω τα έργα και τα λημέρια σου.
Θα ξαναρθώ στον κούμο σου ν’ αφήσω εκεί ένα εικόνισμα και ν’ ανάψω ένα καντήλι στη μνήμη σου, γιατί τέτοια κτίσματα, τέτοιοι τόποι, είναι πιο ιεροί και εκκλησιές.
Άρχοντα και άγιε παππού μου,
χαιρετώ σε.
Με απέραντη αγάπη,
ο εγγονός σου
Αντώνης Πλυμάκης