«Τον πήραν τον Κολιό,/ τον πήραν οι μαστόροι, παιδί απ’ το σκολειό/ να μάθει πηλοφόρι./ Καρδιά πονετική/ τον ξέβγαλε με κλάμα:/ “Τετράδη, Κυριακή/ θα καρτερώ για γράμμα”./ Δε σώνει άλλο να ιδεί,/ παιδεύεται το μάτι·/ κρατούσε ένα ραβδί,/ το στρώμα του στην πλάτη./ Μας έφυγε ο Κολιός/ κι είχε μια τέτοια λύπη·/ θα ‘ναι όλοι δω τ’ Άι-Λιος/ και μόνο αυτός θα λείπει». Έχουν περάσει περίπου 40 χρόνια από τότε που “δίδαξα” για πρώτη φορά στους μαθητές μου, στα παιδιά μιας Στ’ τάξης του Δημοτικού, το παραπάνω ποίημα, “Το μαστορόπουλο, του άγνωστού μου και σαν όνομα τότε, ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα. Μου ‘ρχεται, κύριε, να κλαίω, μού είπε, εκφράζοντας το “δημόσιο αίσθημα”, μια μαθήτριά μου, δασκάλα σήμερα, στο στάδιο της “επεξεργασίας”. Κι εμένα μου ερχόταν να κλαίω, κατά τη διάρκεια της απαγγελίας. Κι όταν τον έπαιρναν οι μαστόροι απ’ το σκολειό… Κι όταν τον “ξέβγαζε” η μάνα του… Κι όταν ήταν όλοι στο πανηγύρι τ’ Άι-Λιος κι ο μόνος που έλειπε ήταν ο Κολιός… Προπάντων τότε. Ποίηση είναι η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας σε βαθμό υπέρτατο!
Μανουάλι μνήμης για τον κατ’ εξοχήν ποιητή μα και σπουδαίο συγγραφέα, κριτικό και μεταφραστή Γιώργο Κοτζιούλα, που έφυγε πολύ νωρίς, μόλις 47 ετών (γενν. το 1909 στη Πλατανούσα της Ηπείρου και πέθανε στην Αθήνα το 1956) για τον Επουράνιο Παρνασσό, η ημερίδα που διοργάνωσαν το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και η Περιφερειακή Ενότητα Χανίων με τη συνδρομή του Συλλόγου Ηπειρωτών Ν. Χανίων στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων με θέμα “Ο Γιώργος Κοτζιούλας και το συγγραφικό του έργο”, την προπερασμένη Δευτέρα 16 Ιουλίου. Σ’ αυτό άναψα το κεράκι μου, την πρώτη μου θύμηση για τη γνωριμία με το έργο του. Κουβεντιάζοντας γι’ αυτήν, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους της Ημερίδας, και με τον γιο του, τον φιλόλογο Κώστα Κοτζιούλα, το άναψα κι έφυγα. Ήταν τόσα πολλά αυτά που είχα να κάμω εκείνο το πρωί… Τι κρίμα!
«Ο λυρισμός της ανέχειας: Τα ποιήματα “Τα Σοβαρά παιχνίδια” του Κοτζιούλα (1938)», «“Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια/ και άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμούς…” ( Ήπειρος ): Η εντοπιότητα ως στοιχείο ποιητικής και ήθους του Γιώργου Κοτζιούλα», «Τα ημερολόγια του Κοτζιούλα», «Ο Κοτζιούλας στο βουνό», «Ο Γιώργος Κοτζιούλας και το θέατρο στο βουνό», «Οι μεταφράσεις του Γ. Κοτζιούλα από τη λατινική ποίηση της κλασσικής περιόδου», «Ο Γιώργος Κοτζιούλας και η κριτική της κριτικής», «Η κριτική, η πεζογραφία και οι μεταφράσεις του Γ. Κοτζιούλα» και «Γ. Κοτζιούλας “Με τον κόμπο στον λαιμό”. Μια ανάγνωση», οι τίτλοι των εισηγήσεων που έκαναν στην περί ης ο λόγος ημερίδα οι: Σταμάτης Φιλιππίδης (ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης), Καλλιόπη Κωστάκη (DEA NE Φιλολογίας), Νίκος Σαραντάκος (μεταφραστής), Γιώργος Μαργαρίτης (καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Κώστας Μουτζούρης (DEA NE Φιλολογίας), Μιχαήλ Πασχάλης (ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης), Γιάννης Δημητρακάκης (επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης), Κώστας Κοτζιούλας (φιλόλογος) και Σωτηρία Μελετίου (φιλόλογος) αντίστοιχα. «Ο Κοτζιούλας και ο μοντερνισμός», «Από μικρός στα Γράμματα» και «Πώς θυμάμαι τον Γιώργο Κοτζιούλα», οι τίτλοι των εισηγήσεων που έστειλαν οι Νάσος Βαγενάς (ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), Ευθαλία (Έφη) Μπουκουβάλα (φιλόλογος – ψυχολόγος) και Γιάννης Δάλλας (ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων – ακαδημαϊκός) αντίστοιχα. Για “αλεξινιές” λαμπάδες στη μνήμη του “γνωστού – άγνωστου” συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, μιλάμε.
«Τον πήραν τον Κολιό/ τον πήραν οι μαστόροι»… Ωραίος και ακέραιος ως υπήρξε, επανήλθε με τους στίχους του και στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης μου, ο Γιώργος Κοτζιούλας. Χάρις στο Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, να το γράψω κι αυτό!