Λευκό και ξεφτισμένο στις άκρες με το καπάκι του στερεωμένο στη θέση του μ’ ένα λαστιχάκι, ίσα-ίσα να σκεπάζει το λιγοστό του περιεχόμενο…
Φτιαγμένο από χονδρό χαρτόνι, σαν κι εκείνα των περασμένων χρόνων που γέμιζαν λογής-λογής μικροπράγματα, μα δεν είχαν την αντοχή -ούτε και τα φανταχτερά χρώματα του πλαστικού- και χρειαζόταν να τ’ αντικαθιστάς τακτικά!
Το φυλά εδώ και μερικά χρόνια στην κάμαρά της, στο πάνω συρτάρι της εταζέρας, το χέρι της το ακουμπά κάθε φορά που θα χωθεί μέσα ψάχνοντας κάποιο πιο χρήσιμο αντικείμενο, ασυναίσθητα περιφέρεται μερικά δευτερόλεπτα στη μικρή του επιφάνεια, για να βεβαιωθεί λες, ότι είναι ακόμα εκεί…
Ένα κουτί μικρό σαν ταμπακέρα, που μέσα του ασφυκτιά μια ζωή ολόκληρη…
Δεν επιδιώκει να το ανοίξει…
Θέλει μόνο να ξέρει ότι είναι ακόμα εκεί…
Μόνο που κάτι μέρες μελαγχολικές, κάτι σκοτεινές βραδιές, κάτι μοναχικές ώρες που την κατακλύζουν οι αναμνήσεις, το χέρι πάει μόνο του στο συρτάρι, τραβά το κουτί, βγάζει με προσοχή το λαστιχάκι, ακουμπά παρέκει το ξεφτισμένο καπάκι κι αραδιάζει προσεκτικά το πολύτιμό περιεχόμενό του στο κρεβάτι της επάνω…
Εδώ είναι όλα: Δυο ξεφτισμένα βιβλιαράκια των δυο σελίδων! Το ένα η πρώτη του άδεια οδήγησης εκεί γύρω στα 1930, το άλλο το βιβλιάριο του φοιτητού της Νομικής με ανανέωση στη χρονιά του πτυχίου. Τρία ημερολόγια τσέπης απ’ τα χρόνια της στρατιωτικής ζωής του -που θα χωρούσαν σ’ ανδρικό πορτοφόλι- με καλογραμμένες στην καθαρεύουσα όλες του τις δραστηριότητες, μια παλιά ταυτότητα, το πρώτο του διαβατήριο με τη φωτογραφία του επάνω…
Τ’ ανοίγει, τα κοιτά, τα στριφογυρίζει στο χέρι, θυμάται, δακρύζει και τα εναποθέτει στη θέση τους…
Μικρά ενθυμήματα απ’ τα νεανικά χρόνια του αγαπημένου της πατέρα, που τα φυλούσε στο ίδιο κουτί και συχνά-πυκνά τον έπιανε να τ’ ανοίγει και να τα κοιτά όλο νοσταλγία.
100 χρονών θα γινόταν φέτος, αν είχε ζήσει λίγο παραπάνω…
Πώς περνούν τόσο γρήγορα τα χρόνια μας, αλήθεια!
Γιατί να φεύγει ο χρόνος μέσα απ’ τα χέρια μας, και να κυλά σαν το νεράκι; Γιατί όλα όσα αγαπήσαμε -ένα-ένα ή και πολλά μαζί- φθίνουν, φθείρονται κι εξαφανίζονται;
Πόσο ακόμα θ’ αντέξουν κι αυτά τα χαρτιά τα κιτρινισμένα που τρίμματά τους έμειναν πάνω στο κλινοσκεπάσμά της και τα μαζεύει τώρα ευλαβικά. Τα εναποθέτει στη χούφτα του ενός χεριού, ανοίγει το παράθυρο με τ’ άλλο, με συγκίνηση τ’ αφήνει να τα πάρει τ’ αγέρι πέρα μακριά και ψιθυρίζει:
«Αγαπημένε μου πατέρα! Πόσο θα ήθελα να γύριζαν τα χρόνια πίσω, για να σου πω ένα μεγάλο “ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ”!!»