Έβγαζα σχέδια για το αποκριάτικο γλέντι που μπορεί και να μας ξημέρωνε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Κοιταχτήκαμε, ποιος άραγες, παίρνει εννιά το πρωί, μα δεν πήγε ο νους μας στο κακό.
Το σηκώνει η Φωτεινή, που έχει τις δημόσιες σχέσεις, και την βλέπω, να κοκκινίζει, να αγχώνεται να αγριεύει και να πετάει ένα δικτατορικό, «Συγνώμη, δε γίνεται» κι έκλεισε.
– Ήταν ο χειρούργος. Σε μισή ώρα, λέει, αν μπορούμε να είμαστε στο νοσοκομείο για την εγχείρηση, είπε, και το χρώμα της δεν ξεχώριζε απ’ του λεμονιού, τώρα.
Ένας ανεμοστρόβιλος συναιστημάτων με κατάλαβε. Θυμήθηκα την πρώτη επίσκεψή μου.
– Η κατάστασή σου χρειάζεται άμεσα χειρουργείο, μα, θα έρθεις σε δυο μήνες. Πρόσεχε μόνο μην έχεις καμιά περίσφιξη.
Βρέθηκα σε ένα καζάνι που έβραζε, μπερδεύτηκα, δύσκολα κι επικίνδυνα όλα, μα η ιδέα να πάω σε ιδιωτική κλινική είχε απορριφτεί. Φχαρίστησα, κι ως του έδινα το χέρι να τον χαιρετήσω, είπε αόριστα:
– Αν βρω κάποιο κενό να σε ειδοποιήσω;
– Βεβαίως!
Όμως, από τη θεωρία στην πράξη, μεγάλη η απόσταση.
Κι έπρεπε άμεσα να αντιδράσω. Αρπώ το τηλέφωνο, απάντησε με την πρώτη.
– Γιατρέ, μας χωρίζουν 70 χιλιόμετρα. Να καθυστερήσουμε ….
– Α΄ χειρουργική, 5ος όροφος. Θα είναι όλα έτοιμα.
Ένιωσα παγωμένο κουβάρι τα σπλάχνα μου να σφίγγει, η Φωτεινή μεταξύ νευροπληξίας κι ανευρίας και με ένα βαλιτσάκι που περιείχε χαρτιά μολύβια βιβλία πυζάμες παντόφλες ξυριστικά κι είδη απολύτου ανάγκης για μια γυναίκα, σε μιάμιση ώρα συναντούσαμε το Μιλτιάδη Καστανάκη, που πρόσχαρος μας έδειξε το δωμάτιό μας. Όταν μπήκαμε, μου θύμισε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, αλλά δεν προλάβαμε να καθίσουμε, εισόρμησαν 3-4 νοσοκόμες με τραπεζάκια, εργαλεία, καρδιογράφους, πιεσόμετρα, ένα σωρό που θύμιζαν μονάδα ειδικών δυνάμεων.
– Καλημέρα σας κύριε Καμβυσέλλη, ξαπλώστε, είπαν ευγενικά κι επιταχτικά.
Δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα εξόν καλώδια χοντρά να με περιζώνουν και βεντούζες να κολλάνε πέρα δώθε, δηλαδή, κάτι που μου θύμιζε συλληφθέντα τρομοκράτη, ή τον Τζακ Νίκολσον στη «Φωλιά του Κούκου» την ώρα που του κάνανε ηλεκτροσόκ.
Κατά τ’ άλλα ένιωθα ευτυχής κι η συμβία μου συνένοχος της 17 Νοέμβρη. Για να μην είμαι όμως άδικος, όλες ήταν, ή τις έβλεπα, κούκλες.
– Σιγά ρε κορίτσια. Τι σας έκανα κι ήρθατε σαν Εκαμήτες και με ρίξατε κάτω;
Γελάσανε αυτές, κι η πιο ζωηρή είπε.
– Τέτοια ώρα που ήρθατε! Πρέπει να προλάβουμε.
Πήραν αίμα, ούρα, καρδιογραφήματα, πιέσεις, ακτινογραφίες τελειώσαμε.
Όταν εμφανίστηκα ξανά μόνο με το σλιπάκι, κάτι, δηλαδή, σαν Σιλβέστερ Σταλόνε Ράμπο, στο χειρούργο, δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα γέλια μας.
Εγώ από νευρικότητα, αυτός από ικανοποίηση.
– Όλα καλά φίλε μου. αύριο έντεκα χειρουργείο. Μην αγχώνεσαι.
Οπότε ηρέμησα, ξάπλωσα κι έβλεπα τον ουρανό να χαμηλώνει, όταν εμφανίστηκε η πιο όμορφη νοσοκόμα με ένα τεράστιο χαμόγελο.
– Θα κάνουμε ένα ξυρισματάκι κ. Γιώργο, μου είπε σε άπταιστα Ελληνικά, κι έφυγε.
Χαρά, ντροπή, προσμονή για κάτι καλύτερο, περηφάνια που θα ασχολείτο με τον ανδρισμό μου αυτή η αιθέρια ύπαρξη, άρπαξα τη λοσιόν ξυρίσματος, κι ως το αρωμάτιζα, εισέβαλε ένας καλοθρεμμένος μουστακαλής, με ενάμιση μάτι, κοκκινοτρίχης με ξυριστική μηχανή και κάτι άλλα στα χέρια του.
– Καμβυσέλλης; Ρώτησε και με ευγένεια πρόσταξε να τα κατεβάσω.
– Μάλιστα, ψεύδισα κι υπάκουσα.
Νομίζοντας ότι είμαι Σφακιανός, δεν έβαλε ούτε αφρό, μηδέ και νερό. Έκοβε, μάσαγε τσίχλα και μετέφερε με πολύ τακτ το μαραφέτι πέρα δώθε μη μποδίζει. Και να δεις ρε παιδί μου τέχνη. Με τα δύο δάχτυλα, κρατώντας μια χαρτοπετσέτα. Λες κι ήταν τυρόπιτα!
– Τελειώσαμε. Λάτε στο μπάνιο είπε.
– Αφού τελειώσαμε;
– Έτσι για να πλυθείτε.
Μπήκαμε κι οι δυο, χωρίς να ξέρω πια η επόμενη δοκιμασία, όταν είπε σιγανά.
– Κατεβασμένα, και σκύψτε λίγο για ένα κλυσματάκι…
Εδώ αντέδρασα βλέποντας το μισό μάτι του να γυαλίζει, επέμενε όμως, έκανε και τη σχετική επίκυψη να μου δείξει πώς και πόσο, υπάκουσα.
Κι ένιωσα αυτό που δεν εύχομαι κανένας σωστός άντρας να το νιώσει. Το τράβηξε ακαριαία έξω, μου έδειξε πόσο είχε μπει μέσα κι ευγενικά ρώτησε.
– Πονέσατε;
– Πονούν μωρέ οι άντρες; Του πέταξα και λυθήκαμε κι οι δυο στα γέλια.
Τα υπόλοιπα, ήταν εύκολα.
Με το φορείο στο χειρουργείο, πρασινοφερεμένοι, με μάσκες, σκουφιά και γάντια όλοι τους, χειρούργος, αναισθησιολόγος κλπ, κι εγώ ανάσκελα, ξυπνητός, με νάρκωση όπως στις ετοιμόγεννες, φώτα πολλά, μηχανήματα, πολλά νυστέρια και κλωστές βελόνες, κόβανε ράβανε κι ωρυόμουν.
Νυστέρια βλέπω ρε παιδιά,
μη πάτε παρακάτω.
Μη λάχει και μου κόψετε
τη φύση απ’ τον πάτο.
Φύγαμε σε τρεις μέρες με τις καλύτερες εντυπώσεις τόσο για το προσωπικό, νοσηλευτικό, ιατρικό, βοηθητικό όσο και για την εν γένει λειτουργία του Νοσοκομείου Χανίων που λένε πως είναι το 5ο καλύτερο στην Ελλάδα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους και μπράβο τους που ήταν άψογοι σε όλα. Και φυσικά κανείς δε δέχτηκε ούτε ένα ευρώ έτσι για να πιουν μια τσικουδιά στην υγειά μου.