Εντονη ανησυχία και ποικίλες συζητήσεις προκαλεί η πρόσφατη δημοσίευση, στα μέσα Οκτωβρίου, ερευνητική εργασία (Saponari et al., 2013) σε έγκριτο επιστημονικό περιοδικό για την ανίχνευση του βακτηρίου “Xyllela fastidiosa” σε ελαιόδεντρα στην περιοχή της Απουλίας (Apulia), στη Νότια Ιταλία.
Πρόκειται πράγματι για την εμφάνιση μιας νέας ασθένειας για την καλλιέργεια της ελιάς ή πρέπει να περιμένουμε ακόμα λίγο, δηλαδή όσο χρειάζεται για να ολοκληρώσουν την έρευνά τους οι Ιταλοί ερευνητές; Οι σύγχρονες μοριακές (PCR) και ανοσοδιαγνωστικές (ELISA, IF) εργαστηριακές τεχνικές επιτρέπουν τη γρήγορη, έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση των φυτοπαθογόνων. Η ανίχνευση του παθογόνου και η σύνδεσή του με τα συμπτώματα, την έκφραση δηλαδή της ασθένειας, αποτελεί το πρώτο βήμα στη διαπίστωση μιας νέας ασθένειας, το οποίο όμως θα μείνει μετέωρο αν δεν επιτευχθεί το δεύτερο βήμα το ίδιο σημαντικό, με το πρώτο, δηλαδή η απομόνωση και καλλιέργεια του παθογόνου αιτίου και η επιβεβαίωση της παθογένειάς του, δηλαδή της ικανότητάς του να προκαλεί ασθένεια στην ελιά, στο εργαστήριο και στο χωράφι. Τότε μόνο με την επαλήθευση και ολοκλήρωση των γνωστών αρχών – κανόνων του Robert Koch θα είμαστε σίγουροι ότι ναι ένα νέο φυτοπαθογόνο βακτήριο είναι ante portas. Μέχρι τότε, θα αποτελεί ένα δυνητικό παθογόνο αίτιο της νέας ασθένειας της ελιάς στην Ιταλία. Η ανησυχία είναι πρόδηλη ιδιαίτερα στις παραμεσόγειες χώρες, αφού τα γεγονότα και τα δεδομένα φαίνεται να τεκμηριώνουν αργά, αλλά μεθοδικά και σταθερά τα ευρήματα των Ιταλών ερευνητών. Ομως, η συνύπαρξη και η σταθερή απομόνωση και άλλων φυτοπαθογόνων από τα ασθενή ελαιόδεντρα της Ιταλίας (μύκητες από τα γένη Phaeoacremonium spp. και Phaeomoniella sp.), αλλά και η συχνή παρουσία του εντόμου Zeuzera pyrina, όπως και η πιθανολογούμενη σύνδεσή τους με την ίδια ασθένεια αποτελεί γρίφο προς επίλυση από την επιστημονική κοινότητα. Ποιος μικροοργανισμός/οργανισμός προκαλεί τι; Δρα αυτοδύναμα ή συνεργικά και με τη βοήθεια ποιού; Ποιος ο βαθμός της συνέργειας του καθενός; Χρειάζονται όλοι για την εμφάνιση – εκδήλωση των συμπτωμάτων που παρατηρήθηκαν;
Από τους ειδικούς θεωρείται σχεδόν απίθανο να μην έχει μεταφερθεί το παθογόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά πιθανά να παραμένει απαρατήρητο, λόγω της μη εξοικείωσης μας με τη συμπτωματολογία των ασθενειών που προκαλεί αλλά και πιθανά λόγω της απουσίας αποτελεσματικών φορέων του. Η παραπάνω θέση ενισχύεται από την ευρεία εισαγωγή,στα τέλη του 19 ου αιώνα, αμερικανικών υποκειμένων αμπελιού, λόγω της αντοχής τους στη φυλλοξήρα. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί η τυχαία είσοδός του μέσω των πολυάριθμων ξενιστών του (Janse & Obradovic, 2010). Ομως, γιατί ο πρώτος ξενιστής του βακτηρίου στην Ευρώπη να είναι η ελιά, για την οποία μέχρι σήμερα εθεωρείτο μικρής σημασίας παθογόνο και όχι ένας από τους υπόλοιπους με ιδιαίτερη οικονομικής σημασίας ξενιστές του (αμπέλι, πυρηνόκαρπα, εσπεριδοειδή) τους οποίους ξενίζει και ζημιώνει εδώ και 130 τουλάχιστον χρόνια, καθιστώντας συχνά απαγορευτική την καλλιέργειά τους, σε διάφορες περιοχές της αμερικάνικης ηπείρου;
Μέχρι να έχουμε τεκμηριωμένες απαντήσεις στα δύσκολα ερωτήματα που τίθενται, εμείς δε χάνουμε τίποτα να γνωρίσουμε τον άμεσα εμπλεκόμενο πρωταγωνιστή, το σημαντικό και επικίνδυνο φυτοπαθογόνο βακτήριο, για πολλά οικονομικού ενδιαφέροντος καλλιεργούμενα φυτά, αλλά και για δένδρα περιαστικού πράσινου και για περισσότερα καλλωπιστικά και αυτοφυή φυτά. Στην Ευρώπη μέχρι σήμερα, πριν την πρόσφατη αναφορά των Ιταλών ερευνητών, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ η παρουσία του βακτηρίου. Δύο αναφορές για εμφάνιση σε καλλιέργεια αμπελιού σε Γαλλία (Boubals, 1989) και Κόσσοβο (Berisha et al, 1998) δεν επιβεβαιώθηκαν. Το παθογόνο αποτελεί οργανισμό καραντίνας (κατηγορία Α1) για την ευρωπαϊκή ήπειρο και για την ασφαλή και έγκυρη διάγνωσή της ασθένειας πρέπει να ακολουθείται το διαγνωστικό πρωτόκολλό του. Μέχρι σήμερα, η ελιά (Olea europea) δεν αποτελούσε έναν από τους κύριους ξενιστές του παθογόνου, ενώ σπάνια και περιστασιακά αναφέρεται ως ξενιστής του στη διεθνή βιβλιογραφία. Αυτό διαφαίνεται από την απουσία της ελιάς από τους καταλόγους των ξενιστών του, που περιλαμβάνουν περισσότερα από 150 φυτά, που ανήκουν σε 30 τουλάχιστον οικογένειες και την αδυναμία εύρεσης φωτογραφικού υλικού που να σχετίζεται με την ασθένεια της ελιάς, σε αντίθεση με την πληθώρα υλικού που παρέχεται για άλλους ξενιστές του. Σε πρόσφατη μελέτη (Krugner et al., 2010) στη Νότια Καλιφόρνια, που εντοπίστηκαν προβλήματα σε ελαιόδεντρα, το παθογόνο ναι μεν ανιχνεύτηκε επανειλημμένα στα ασθενή ελαιόδεντρα με συμπτώματα που σχετίζονταν με την ασθένεια (νέκρωση κλάδων, καψάλισμα, περίκαυμα των φύλλων κ.ά.), όμως η παθογένειά του δεν αποδείχθηκε πλήρως. Τα στελέχη του βακτηρίου βρέθηκε να ανήκουν στο γονότυπο Α και προσβάλλουν επίσης την πικροδάφνη και την αμυγδαλιά αλλά όχι το αμπέλι.
Πρόκειται για ένα βακτήριο κατά Gram αρνητικό, πολύ αργής ανάπτυξης, με ιδιαίτερες θρεπτικές απαιτήσεις, που μολύνει και αποικίζει διασυστηματικά, επιλεκτικά και αποκλειστικά τα αγγεία του ξύλου των φυτών, που μεταδίδεται και μεταφέρεται με το πολλαπλασιαστικό υλικό, τον εμβολιασμό και με φορείς, κυρίως μυζητικά έντομα, όπως διάφορα τζιτζικάκια (Cicadellidae, Cercopidae). Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1987 στις Η.Π.Α. ως το παθογόνο αίτιο της ασθένειας του Pierce στο αμπέλι (Vitis vinifera), και της ασθένειας phony peach σε ροδακινιά (Prunus persica), με τις ασθένειες αυτές να έχουν παρατηρηθεί ήδη από το 1884 και 1890 αντίστοιχα στις Η.Π.Α. και στη συνέχεια το 1993 στη Βραζιλία ως αίτιο της ποικιλοχλωματικής χλώρωσης των εσπεριδοειδών (Citrus Variegated Chlorosis, ή Citrus X disease)
Οπως ήδη αναφέρθηκε πρόκειται για ένα διασυστηματικό παθογόνο το οποίο εγκαθίσταται, πολλαπλασιάζεται και κινείται ανοδικά και καθοδικά στον αγγειακό ιστό προκαλώντας δυσλειτουργίες στη διακίνηση και τροφοδοσία του ασθενούς φυτού με νερό και θρεπτικά συστατικά. Η φυσική του παρουσία με την ικανότητά του στο σχηματισμό “βιοφιλμ” (βιολογική μεμβράνη), την παραγωγή πολυσακχαριτών και την έκκριση ενζύμων, που προκαλούν τη λύση του κυτταρικού τοιχώματος των φυτικών κυττάρων έχει ως αποτέλεσμα το φράξιμο και τη διακοπή της συνέχειας του αγγειακού ιστού στα προσβεβλημένα φυτά, με συνέπεια την εκδήλωση συμπτωμάτων που σχετίζονται με εκείνα μιας κλασσικής αδροβακτηρίωσης όπως: χλώρωση, μάρανση, περίκαυμα, “καψάλισμα”, “τσουρούφλισμα” και νέκρωση φύλλων, ξήρανση κλαδίσκων και κλάδων και γενικότερη καχεξία με μείωση της παραγωγικότητας και σταδιακά ξήρανση ολόκληρου του ελαιοδέντρου. Τα συμπτώματα αυτά συχνά συνδέονται ή συγχέονται με την έλλειψη νερού – ξηρασία, με την παρουσία άλλων φυτοπαθογόνων (Verticillium, Fomitiporia, Phoma κ.ά.), αλλά και με την τοξικότητα από άλατα ή τις ζημιές από ζιζανιοκτόνα. Η ένταση των συμπτωμάτων και η εμφάνιση της ασθένειας με μορφή επιδημίας, μπορεί να επηρεάζεται από τον ξενιστή, την ποικιλία, το έντομο – φορέα και πιθανά την ηλικία του δένδρου και τις συνθήκες περιβάλλοντος. Οι προσβολές στην Ιταλία αφορούν κατά το πλείστον αιωνόβια δένδρα. Η ασθένεια παρατηρείται σε περιοχές με ήπιο χειμώνα, ενώ η ευνοϊκή ανάπτυξη του βακτηρίου είναι γύρω στους 26 – 28οC. Το βακτήριο συχνά βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση σε πολλούς ξενιστές και ιδιαίτερα σε αυτοφυή φυτά, τα οποία αποτελούν πηγές για νέα διασπορά του σε καλλιεργούμενα φυτά με τη βοήθεια των εντόμων – φορέων του.
Η χημική αντιμετώπιση του βακτηρίου είναι αδύνατη. Η προσπάθεια των «αμόλυντων χωρών» εστιάζεται στην αποφυγή εισόδου του παθογόνου με την εφαρμογή αυστηρών μέτρων καραντίνας, φυτοϋγειονομικού ελέγχου και επισκοπήσεων (surveys) στις εγκατεστημένες καλλιέργειες. Στις χώρες που ενδημεί επιδιώκεται η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών, καλλιεργητικών μέτρων και υγιεινής και η χημική και βιολογική αντιμετώπιση των εντόμων φορέων. Ομως, δεδομένου ότι από τη μια μεριά το παθογόνο έχει μεγάλο εύρος ξενιστών, πολυάριθμους φορείς και μπορεί να επιβιώνει σε λανθάνουσα κατάσταση σε ασυμπωματικούς ξενιστές και από την άλλη μεριά ο σύγχρονος τρόπος διακίνησης του φυτικού υλικού σε παγκόσμιο επίπεδο είναι παράγοντες που καθιστούν αδύνατη την αποφυγή εισαγωγής νέων παθογόνων σε περιβάλλοντα που ευνοούν την ανάπτυξη, εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό τους. Είναι σίγουρο ότι η επιβεβαίωση της εισόδου του παθογόνου στην ευρωπαϊκή ήπειρο πιθανά θα αλλάξει το τοπίο, για σημαντικές καλλιέργειες (αμπέλι, πυρηνόκαρπα, εσπεριδοειδή) αλλά και ιδιαίτερα για την ελαιοκαλλιέργεια. Οι γνώσεις που έχουμε για τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις του παθογόνου με το ελαιόδεντρο, με τα έντομα φορείς του και με το οικολογικό περιβάλλον που αναπτύσσεται η ελιά είναι οι στοιχειώδεις και προκύπτουν έμμεσα από τα δεδομένα και την εμπειρία της παρουσίας του βακτηρίου σε άλλες περιοχές και άλλες καλλιέργειες.
Το Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας – Βακτηριολογίας της Σ.Τε.Γ.Τε.Τ. του Τ.Ε.Ι. Κρήτης αποτελεί το Επίσημο Εργαστήριο για τον έλεγχο των φυτοπαθογόνων βακτηρίων καραντίνας στην Κρήτη. Συμμετέχει, συνεχώς από το 1993, στο πρόγραμμα “Επισκοπήσεις (surveys) για την αναγνώριση προστατευομένων ζωνών από επιβλαβείς οργανισμούς καραντίνας” του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Συνεργάζεται σε εθνικό επίπεδο με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και σε τοπικό επίπεδο με το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου Ηρακλείου και τους φυτοϋγειονομικούς ελεγκτές των Δ/νσεων Αγροτικής Ανάπτυξης των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της Περιφέρειας Κρήτης. Το εργαστήριο με τους συνεργάτες του, ανά την Κρήτη, διαθέτει τις υποδομές, την τεχνογνωσία και την εμπειρία να διαχειριστεί το νέο παθογόνο, αλλά και να συνεργαστεί και με τα Ερευνητικά Ιδρύματα της Κρήτης, γιατί στην περίπτωση επιβεβαίωσης της εισόδου του παθογόνου στην Ευρώπη κανείς δεν περισσεύει στην προσπάθεια που θα πρέπει να καταβληθεί είτε για την “εκρίζωσή” του είτε για την αποφυγή ή επιβράδυνση της εισόδου του στη χώρα και στην Κρήτη.
Δημήτριος Γκούμας
Καθηγητής Φυτοπαθολογίας, Φυτοβακτηριολόγος
Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Κρήτης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας & Τεχνολογίας Τροφίμων, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων, Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας – Βακτηριολογίας
Χρήσιμες πηγές:
Berisha et al., 1998. Isolation of Pierce’s disease bacteria from grapevines in Europe. European Journal of Plant Pathology 104, 427-433.
Boubals D., 1989. La maladie de Pierce arrive dans les vignobles d’Europe. Progrés Agricole et Viticole 106: 85-87.