Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Ένα παιδί και ένα κορίτσι

Η Μαριλού ήταν γνωστή και καταξιωμένη αρθρογράφος σε μηνιαίο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας.
Η μόνιμη στήλη της είχε υπέρτιτλο “Αληθινές ιστορίες” και υπότιτλο την ιστορία που είχε μόλις ανακαλύψει.
Σ’ αυτό το τεύχος δημοσίευσε μια αληθινή ιστορία που όχι απλώς τη συγκίνησε, αλλά τη συγκλόνισε θα έλεγα, γιατί τη βίωσε προσωπικά και είχε τίτλο “Ένα παιδί και ένα κορίτσι”.
Έψαχνε στους δρόμους, στα πάρκα, στα παγκάκια, σε χαμόσπιτα. Πλησίαζε μόνους ή μοναχικούς ανθρώπους και τους ζητούσε να της διηγηθούν την ιστορία της ζωής τους και τους λόγους που τους οδήγησαν στη μοναξιά, στην απομόνωση και στην εγκατάλειψη.
Αυτού του τεύχους η ιστορία προέρχεται απ’ τη Θεσσαλία.
Πηγαίνοντας σ’ ένα μοναστήρι που φημολογείται ότι είναι θαυματουργό, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο αλλά γεμάτο λουλούδια.
Μια γριούλα καθόταν στην αυλή.
Κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητό της η Μαριλού:
– Γιαγιά, από πού θα πάω στο μοναστήρι του Σωτήρος;
– Έλα… έλα κοπέλα μου να σε κεράσω ένα νερό και θα σου πω.
Η γιαγιά είχε μια ευκαιρία να μιλήσει με άνθρωπο και μάλιστα με μια νέα γυναίκα.
Η Μαριλού ένιωσε κάτι. Κάτι πρωτόγνωρο. Προσπαθούσε να δώσει όνομα σ’ αυτό το συναίσθημα που την πλημμύρισε. Ωστόσο μπήκε στην αυλή.
Η γιαγιά της έδωσε καρέκλα με μαξιλαράκι κεντημένο απ’ τα χεράκια της. Σε ένα ξεθωριασμένο τραπεζάκι ακούμπησε το δίσκο με νεράκι, λουκούμια, καρύδια και γλυκό κουταλιού.
– Ευχαριστώ γιαγιά. Εδώ θα μείνω λίγο να ξεκουραστώ, έκανα μεγάλο ταξίδι. Κι είναι όμορφα εδώ.
– Όσο θέλεις κοπέλα μου. Αν θέλεις μπορείς να μείνεις εδώ απόψε και να πας αύριο στου Σωτήρος, μεγάλη η χάρη Του.
Η γιαγιά τη φιλοξένησε μεγαλοπρεπώς. Το φαγητό ήταν ένα μείγμα λαχανικών απ’ τον κήπο της. Έκανε και τηγανίτες για επιδόρπιο.
– Φτωχικά πράγματα παιδί μου.
– Πλουσιοπάροχα γιαγιά μου, γεμάτα απ’ την αγάπη σου. Κι είναι μεγάλη τιμή για μένα. Ευχαριστώ… ευχαριστώ… έλεγε και ξανάλεγε, την αγκάλιασε και τη φίλησε με μια ανεξήγητη οικειότητα.
– Αχ παιδάκι μου, και χαβιάρι να φας αν είσαι μόνος νηστικός θα μείνεις.
– Σωστά τα λες· έτσι είναι. Γιαγιά, θέλεις να μου πεις πώς ξέμεινες μόνη εσύ ένας υπέροχος άνθρωπος; (και τύλιξε τα χέρια της μέσα στα δικά της). Κατ’ αρχήν έχεις οικογένεια; παιδιά;
– Έχω ένα… είχα ένα παιδί κι ένα κορίτσι. Μην ξεχνάς ότι είσαι στη Θεσσαλία. Εδώ παιδιά λέμε τα αγόρια. Τα αρσενικά είναι παιδιά και τα θηλυκά κορίτσια, είπε καταπίνοντας το σάλιο της.
– Και τι απέγιναν; αν θέλεις μου λες. Αν σε βαραίνει, αν σε πονάει, αν δε θέλεις, άστο τώρα.
-΄Οχι! όχι! θα στα πω όλα! Θέλω να τα πω, να φύγουν από μέσα μου. Κι εσύ είσαι πρόθυμη να με ακούσεις. Να ‘σαι καλά που ήρθες να με λυτρώσεις και την τράβηξε προς το στήθος της και χάιδεψε τα μαλλιά της.
Κι αρχίζει η γιαγιά μια συναρπαστική συγκινητική διήγηση έως τραγική.
– Ήμουν κοπελίτσα, πολύ όμορφη, πριν τον πόλεμο του ‘40. Σ’ εκείνο το χωριό, απέναντι απ’ τον Όλυμπο. Κοίτα, εκεί απέναντι που είναι τα πολλά φώτα. Με ξελόγιασε ένα παλικάρι. Με πλάνεψε, με παρέσυρε, εγώ όμως τον αγάπησα. Μ’ άφησε έγκυο. Γεννάω δίδυμα. Ένα παιδί και ένα κορίτσι. Οι γονιοί μου, άνθρωποι αγράμματοι και πολύ της ηθικής, ψευτοηθικής (ψιθυρίζει), το κρύβανε απ’ τον κόσμο. Κρυφά γέννησα, κρυφά τα δώσανε αλλού, για υιοθεσία όπως το λένε. Μα ο καημός ήταν πάντα μέσα μου, κι έτρωγε τα σωθικά μου. Είχα ένα ξάδερφο που με συμπονούσε και μου ‘φερνε πληροφορίες για τα παιδιά μου, για να ‘λαφρώσει την ψυχή μου.
Μου είχε πει πως η κόρη μου παντρεύτηκε έναν πλούσιο, τον Παρασκευά τον Λουκόπουλο. Εκάμανε κι ένα κοριτσάκι. Το εγγονάκι μου που δε γνώρισα ποτέ. Το λέγανε Μαρία, το όνομά μου της δώσανε. Νάναι καλά.
– Γιαγιά, συγνώμη να σε διακόψω; να σου πω κάτι που θα σου δώσει μεγάλη χαρά;
– Αχ παιδάκι μου, δώσε μου λίγη χαρά. Άγνωστη λέξη για μένα.
– Γιαγιά!! ετοιμάσου για μεγάλες χαρές. Αυτό που θα σου πω είναι πέρα για πέρα αληθινό. Το κοριτσάκι που έκανε η κόρη σου, όταν ήταν τριών ετών και το ρωτούσαν πώς το λένε, έλεγε Μαρί – Λου. Δεν μπορούσε να το πει ολόκληρο το Μαρία Λουκοπούλου. Από τότε τη φωνάζανε Μαριλού. Γιαγιά!! εγώ είμαι η Μαριλού.
– Μαριλού… ναι… ναι… κάτι άκουσε, ψέλλισε η γιαγιά και κοιτούσε μια στο ταβάνι, μια στο πάτωμα. Είσαι η εγγόνα μου κοπέλα μου; και πετάχτηκε όρθια μόλις συνειδητοποίησε και συνέδεσε όσα άκουσε.
– Γιαγιά ετοιμάσου να φύγουμε, θα ‘ρθεις μαζί μου.
– Στάσου κοπέλα μου, δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά!! Μα δε μου είπες, το κορίτσι μου πού είναι;
– Γιαγιά, το κορίτσι έφυγε μ’ έναν καημό, που δεν ξαναείδε τη μάνα της. Με όρκισε να ψάξω να σε βρω και να σ’ αγκαλιάσω.
– Και το παιδί μου τι απέγινε;
– Ο γιος σου έγινε μεγάλος. Είναι διευθυντής στον ΟΤΕ.
– Καλά παιδί μου. Πες του μόνο να μου βάλει ένα τηλέφωνο, να μιλάω μαζί σου. Κι αν θέλει… κι αν δεν ντρέπεται για τη μάνα του τη χωριάτισσα ας κοπιάσει από δω.
Το πρωί ξημέρωνε του Σωτήρος. Λένε πως το μοναστήρι που γιόρταζε είναι θαυματουργό.
Το θαύμα συντελέστηκε!!!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα