Πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα (1833) γεννήθηκε στον Άϊ Γιάννη Αμαρίου ο Γεώργιος Ν. Παπαδογιάννης και ήτονε ευρύτερα γνωστός ως “Γιωργάκης”.
Hτονε ένα από τα εννιά (9) παιδιά του Νικολάου Παπαδογιάννη από τις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου. Η γυναίκα του Νικολάου και μητέρα του Γεωργίου ήτονε κόρη του Νεομάρτυρα Αγγελή, σύμφωνα με το Βιογραφικό Σημείωμα του Εμμανουήλ Μιχ. Παπαδογιάννη, Δικηγόρου, πρώην Νομάρχη, «παππού της αντίστασης» και Υπουργού. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι, ο Γεώργιος (Γιωργάκης) με τον αδερφό του Μιχαήλ (Μιχελή) πρωτοστατήσανε και χτίστηκε ο πρώτος Ιερός Ναός των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, εκ Μελάμπων Ρεθύμνου, πολιούχος στο κέντρο του Αγίου Ιωάννη Αμαρίου, αφιερωμένος αποκλειστικά στη μνήμη τους και ειδικότερα στον συγγενή (παππού τους) Άγιο Αγγελή.
Ο Γεώργιος Ν. Παπαδογιάννης (Γιωργάκης) έχτισε το σπίτι του γύρω στα 1850-1860, δυτικά του Ι. Ν των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων του χωριού και σε απόσταση 10-15 μέτρων περίπου από αυτόν. Είναι από τα παλιότερα σπίθια, 170 περίπου χρόνων, ίσως το πρώτο μετά τα γκρεμισμένα δυστυχώς Καβροκέλια, που θεωρούνται τα πρώτα σπίθια του χωριού. Το σπίτι αυτό κληρονόμησε η κόρη του (Γιωργάκη) Ελένη Γ. Παπαδογιάννη και από εκείνη ο γιος της (πατέρας μου) Εμμανουήλ Μ. Φωτάκης (Χαρκιάς).
Ο Γεώργιος Ν. Παπαδογιάννης, παντρεύτηκε την Μαρία Φραγκουδάκη από το Άνω Μέρος Αμαρίου και αποχτήσανε τέσσερα (4) παιδιά : τον Νικόλαο (Τριτσέτο), τον Αντώνιο (Ντουρμπούνη), την Χρυσή και την Ελένη, τα σπίθια των οποίων χτιστήκανε παράπλευρα του δικού του.
Η Ελένη Γ. Παπαδογιάννη (γιαγιά) γεννήθηκε το έτος 1865, παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Κ. Φωτάκη (Μελαμπιανομιχελή ή Μπέλεχα), εζήσανε στο Αποδούλου Αμαρίου και αποχτήσανε δυο (2) παιδιά : τον Εμμανουήλ (πατέρα) και τον Ιωάννη.
Δυστυχώς η γιαγιά Ελένη Γ. Παπαδογιάννη-Φωτάκη πέθανε λίγο μετά τη δεύτερη γέννα, του Ιωάννη, δηλαδή το έτος 1897. Ο Μανώλης Φωτάκης (πατέρας) ήτονε τότε 2 χρονών και για αρκετά χρόνια μέχρι να ενηλικιωθεί επροσδιορίζετο ως «το ορφανό». Όταν μεγάλωσε λίγο πήγαινε μόνος του από το Αποδούλου στο Άϊ Γιάννη, με τα πόδια και ξυπόλητο, στον παππού του Γεώργιο (Γιωργάκη), για να τον δει και φυσικά να τύχει της φροντίδας του. Κάποτε πήγε και βρήκε τον παππού του στο καφενείο του Κωνσταντίνου Ζωϊδάκη (Ντουκιαντζή) και εκείνος του έδωσε το κλειδί να πάει στο σπίτι και να φάει από το φαγητό που είχε ψήσει. Ο εγγονός Μανώλης πήγε σπίτι, βρήκε κρέας στο τσικάλι και πεινασμένος όπως ήτονε, το έφαγε όλο και έφυγε. Μετά από λίγο πήγε και ο παππούς Γιωργάκης να φάει αλλά βρήκε άδειο το τσικάλι και είπε τη χαρακτηριστική φράση : «Όϊ ’δά μωρέ χοιροφούτη, διαόλου Μπέλεχα, μα διάοσο ξαναμπείς στ’ αρχοντικό μου», αστειευόμενος βέβαια. Ο εγγονός Μανώλης έμελλε να αποχτήσει αυτό το σπίτι, να κάμει τη δική του οικογένεια και να μεταφέρει το χαρκιδιό του από το Αποδούλου σ’ αυτό.
Σαν κι αυτό το σπίτι, με κατώγια, οντάδες και μπουλμέδες, πελέκια και γυριστές πόρτες, αυλές με καντιρίμια, πατητήρια, φουρνόσπιτο, πιθάρια, κουρούπες, νταρμετζάνες και διάφορα άλλα γεωργικά εργαλεία, σίγουρα υπάρχουνε και άλλα παραδοσιακά σπίθια στο χωριό, τα οποία πρέπει να καταγραφούνε, να συντηρηθούνε και να παραμείνει ο παραδοσιακός τους χαραχτήρας και βέβαια με την στήριξη της πολιτείας (Περιφέρειας, Δήμου, άλλων φορέων κλπ). Ως ιδιοχτήτης αυτού του σπιθιού, δισέγγονας του προππάπου Γιωργάκη, θα κάμω τα πρεπά, αλλά;;;
Η αναφορά μου αυτή ας λογιστεί ένα μικρό μνημόσυνο, για όλους τους προαναφερόμενους.