Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος με τις γάτες της μεγάλης αυλής, που θέλανε στη γειτονιά μας να γίνουν τα μόνα αφεντικά, ακούστηκε μεγάλη οχλοβοή! Ποντίκια κάθε ηλικίας και φύλου μαζευτήκανε να εκλέξουνε μινίστρους και βουλευτές… Ζήτω η ποντικοδημοκρατία!
Μοιράσανε μεταξύ των υπουργεία, χωροφυλακή και τις λοιπές αρχές. Στις πολυθρόνες των στρογγυλοκαθίσανε: Η ποντικοδημοκρατία μας ζει!
Πριχού, όμως, περάσουνε μέρες πολλές, νέα στη μεγάλη αυλή φασαρία φανερώθηκε: Ο ποντικολαός ματώνει, πονεί! Φόροι σωρός, για το τυρί που τρως, για το τρυποκάλυβο που κατοικείς, για τον αγέρα που αναπνές, στο σβέρκο μάς καθίσανε, σαν αγχόνη στο λαιμό!
Δεν είν’ αυτή ποντικολαοκρατία: Ποντικοτράπεζες να ριχτήκανε στα πλούτη και εμείς σε σβυστές ανθρακιές!
Πολλοί πεινούν, λίγοι βολευτήκανε: Δεν είν’ αυτή ποντικολαοκρατία! Ξυπνήστε, σηκωθείτε! Φωτιά για του ίδρωτά μας τους ληστές και των κόπων μας τους άρπαγες!