Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας μαθητής, ο Μιχάλης, που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο διευθυντής το σχολείου τους απαγόρευε να περνούν τον δρόμο για να πάνε στο απέναντι περίπτερο, αφού όντας εκτάκια πια ήξεραν αν μη τι άλλο πώς να περνούν έναν δρόμο! Το ίδιο τους έλεγε και η δασκάλα. Για κείνη το καταλάβαινε, η καημένη, δεν μπορούσε να πάει κόντρα στον διευθυντή!
Εκείνη τη μέρα έκανε πολλή ζέστη. Στο διάλειμμα ο Μιχάλης δεν κρατήθηκε. Πέρασε μέσα από τα κάγκελα και πολύ προσεκτικά, κοιτώντας αριστερά και δεξιά, δύο φορές για να είναι σίγουρος, διέσχισε το δρόμο. Ένιωθε υπεύθυνος, έξυπνος και ασφαλής.
Το παγωτό μοσχομύριζε σοκολάτα κι έλιωνε στο στόμα του. Τα μάτια του χαμογελούσαν. Κουτή δασκάλα, σκεφτόταν, τί νόημα έχουν οι απαγορεύσεις όταν εκείνος θα επιστρέψει σώος και ασφαλής αποδεικνύοντας περίτρανα πως έχει μάθει να προσέχει; Και δώστου έγλειφε το παγωτό.
Στο χείλος του απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν δύο συμμαθητές του. Ακολουθώντας το παράδειγμά του είχαν περάσει και αυτοί μέσα από τα κάγκελα. Ο ένας δεν άκουγε καλά εκ γενετής και ο άλλος είχε ξεχάσει τα γυαλιά της μυωπίας του πάνω στο θρανίο, από τη βιασύνη του να προλάβει να πάρει κι αυτός ένα παγωτό.
Ο Μιχάλης έμεινε μαρμαρωμένος. Το παγωτό έπεσε από το χέρι του. Το βλέμμα πάνω στα πεσμένα σώματα στο δρόμο. Ο οδηγός μιας μηχανής καρφωμένος στην πινακίδα που προειδοποιούσε για κίνδυνο λόγω συχνής διάβασης παιδιών. Οι συμμαθητές του αιμόφυρτοι στην άσφαλτο.
Την επόμενη μέρα το σχολείο έκλεισε. Ο Θανάσης και ο Πέτρος δεν θα ήταν ξανά μαζί τους.
Όταν άνοιξε το σχολείο η δασκάλα δεν τιμώρησε τον μαθητή. Έκλαψε μαζί του. Ήξερε πως το χειρότερο μάθημα των μαθητών δεν είναι τα μαθηματικά ή η φυσική. Είναι αυτό που θα κουβαλάς μέσα σου ως τύψη ή ενοχή για όλη σου τη ζωή, είναι το μάθημα που δεν θα καταφέρεις να εξεταστείς ποτέ σε αυτό. Και ο Μιχάλης, ο μαθητής που λάτρευε το παγωτό, που δεν καταλάβαινε γιατί δεν έπρεπε να περάσει τον δρόμο, σε κάθε διάλειμμα στεκόταν φρουρός στα κάγκελα.