22-4-49 Μ. Παρασκευή
Γίνονται σήμερα έξι ημέρες που δεν παίρνω γράμμα. Και όταν μου το είπε ο ταχυδρόμος όλη μου η χαρά που περίμενα έφυγε. Απεργία λέει και εγώ άρχισα να βρίζω από μέσα μου και τις απεργίες και τα καλά τους. Μεθαύριο πάλι και να δούμε και ως τότε. Παρηγοριά στον άρρωστο. Το απόγευμα στον επιτάφιο. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί στην εκκλησία. Φτωχό μα απέριττο στόλισμα και ανθρώπων και επιταφίου. Λίγα λουλούδια, λίγη πρασινάδα μα στα μάτια όλων εφαίνετο μια ικανοποίηση γιατί δεν είναι όπως πέρυσι ο φόβος. Ξαναθυμούνται άλλα χρόνια ίσως καλά. Είχα την εντύπωση πως μόνο ο ψάλτης και ο παπάς θα έψαλλαν, αλλά την προσδοκία μου αυτήν, την όχι καλή, τη διέλυσαν τα κορίτσια που άρχισαν να ψάλλουν και έδωσαν μια καλή όψη στην ιεροτελεστία. Η αλήθεια είναι ότι ήταν καλύτερα από ό,τι επερίμενα. Αν και πολλά πράγματα διαφέρουν στους τύπους από κείνα του τόπου μου, εν τούτοις λίγο μου θύμισε το χωριό μου, την εκκλησία μας τις μέρες τούτες σε κάποια άλλα χρόνια που ήμουν παιδί με την ξενοιασιά.
23-4-1949 Μ. Σάββατο
Η ημέρα πέρασε χωρίς τίποτα το εξαιρετικό. Μόνο έκανα πολλούς δρόμους μέχρις ότου ετοιμάσουμε το αυριανό φαγητό και λοιπά. Μεγάλες ετοιμασίες στο βουνό. Φέραμε όμως ό,τι μας χρειάζεται και πιστεύω αύριο να μην μας λείψει τίποτα παρά μόνο καλιτσούνια για να διασκεδάσουμε. Τι κι αν βρισκόμαστε στην άκρη αυτή, πρέπει να γιορτάσουμε και πιστεύω να περάσουμε όμορφα.
24-4-1949 Κυριακή Πάσχα
Όταν σηκώθηκα και βγήκα έξω το πρωί – πρωί μ’ έπιασαν τα νεύρα μου με τον καιρό που ψιχάλιζε και ήταν συννεφιά. Δεν ξέρω όμως γιατί είχα πεποίθηση πως θα φτιάξει ο καιρός και θα καταλάβουμε έτσι τουλάχιστον το Πάσχα. Η αλήθεια είναι ότι όταν το Πάσχα είναι βροχερό χάνει την περισσότερη αξία του από απόψεως της διασκεδάσεως εννοώ. Τέλος πάντων: Μ’ ένα στρατιώτη κατέβηκα στο χωριό για την ανάσταση μα μέχρι να φθάσουμε είχε τελειώσει σχεδόν. Ήταν ξημερώματα και έγινε έτσι για λόγους ασφαλείας. Αν και είχαν απαγορευθεί οι πυροβολισμοί ρίχτηκαν πολλοί και όλοι σχεδόν από τους ΜΑΥΔΕΣ γιατί οι στρατιώτες άκουσαν τη διαταγή.
Λοιπόν πήγαμε στην εκκλησία, ανάψαμε ένα κερί αλλά δεν καθίσαμε μέχρι τέλος. Πήγα με το λοχαγό στο λόχο και φάγαμε τη μαγειρίτσα που είχαν ετοιμάσει. Εν τω μεταξύ στο χωριό είχαμε φάει καθένας και δυο – τρία αυγά.
Ύστερα από εκεί πήγαμε σε ένα άλλο φυλάκιο πάνω από το χωριό και εκεί
μας περίμεναν κάτι κορίτσια γνωστά και μας έδωσαν και στους τρεις αξιωματικούς γλυκά και αυγά έτσι σαν ατομικό δώρο. Καλό και αυτό. Ύστερα από εκεί και οι τρεις μαζί με τον πρόεδρο ανεβήκαμε στο δικό μου ύψωμα, το περίφημο “Ανώνυμο”. Ο καιρός εν τω μεταξύ είχε φτιάξει και ζεσταθήκαμε αρκετά μέχρι να ανεβούμε και προπαντός ο πρόεδρος.
Βρήκαμε τους στρατιώτες να ψήνουν τα αρνιά και δίπλα πάνω σε μια κουβέρτα καθισμένοι έπιναν ούζο με αυγά. Εσυμπληρώσαμε την παρέα, βγάλαμε από τη σούβλα το κοκορέτσι και δεν ήπιαμε παρά μόνο τρεις οκάδες ούζο. Και η παρέα μεγαλώνει. Φτάνουν τα κορίτσια του χωριού με αυγά και γλυκά. Έχουν φαίνεται κουραστεί και εκείνα. Τούς στρώνουμε κουβέρτες, καθίζουν, μας δίνουν αυτά που κρατούν και εμείς τα κερνάμε ένα κονιάκ. Είπαν και κανένα – δυο τραγούδια και τσουγκρίσαμε τα αυγά. Εμένα μια μου ‘σπάσε η ίδια δυο φορές τα αυγά που κρατούσα αφού καθένα είχε σπάσει 5-6 άλλα. Πρέπει να είχε γερό αυγό. Και ήταν και όμορφη
Βγάλαμε και μια φωτογραφία και φύγανε. Δεν μας καλοφάνηκε όμως. Καλύτερα να κάθιζαν ακόμη. Ας είναι. Στρώσαμε και εμείς τα τραπέζια ή μάλλον τις κουβέρτες, βάλαμε επάνω χαρτιά και εκεί πάνω τη μερίδα το ψητό. Ρετσίνα είχαμε μπόλικη και κάναμε κέφι αρκετό. Αν και όλοι οι στρατιώτες μας είναι παντρεμένοι με 2-3 και 4 παιδιά, άρχισαν το τραγούδι. Καμιά φορά έλεγαν και καμιά κουβέντα για το σπίτι. Μα τι να γίνει; Η ημέρα το έχει. Τελειώσαμε με το γλυκό και το πορτοκάλι. Ύστερα από λίγο κατέβηκα κάτω στο χωριό για να πάρω ίσως γράμματα γιατί πέρασε το τραίνο το μεσημέρι. Πράγματι είχα τρία γράμματα και ήταν σαν το φαΐ γιατί είχα μια εβδομάδα να πάρω. Ξαπλώθηκα εκεί λίγο και ύστερα πήγαμε στο χωριό πάλι. Δεν πήγαμε σε κανένα σπίτι μόνο στο δρόμο που ήταν τα “Κοριτσόπουλα” του χωριού που σήμερα είχαν βγει όλα έξω.
Στο μεταξύ που εγώ έλειπα από το φυλάκιό μου, ήλθαν και οι φίλες του Στρατού από το Σουφλί. Πήγαν κατευθείαν στο Ανώνυμο, μοίρασαν αυγά, κουλούρια και ύστερα έφυγαν πάλι με το αυτοκίνητο χωρίς να πάνε στα άλλα φυλάκια. Είχαν λέει αυτή τη διαταγή από τον Διοικητή γιατί εμείς είμεθα οι ακρίτες. Έτσι έχασα αυτή την ευκαιρία να δω και τις φίλες μου που με επισκέφθηκαν την ώρα που έλειπα. Αυτό ήταν το φετινό Πάσχα. Στην άκρη αυτή, μακριά από την πόλη. Μα είναι και αυτή μια ημέρα από τις πολλές που αφήνουν αναμνήσεις γλυκιές και άσχημες μαζί.
Παρατηρήσεις
1. Βρισκόμαστε στο ύψωμα “Ανώνυμος” μεταξύ Κορνοφωλιάς, Λυκόφης και Δαδιάς, νότια και δυτικά του Σουφλίου Έβρου. Πριν μερικές ημέρες, προτού πάω εγώ, είχε δεχθεί σφοδρή επίθεση την οποία απέκρουσε επιτυχώς. Υπάρχουν συρματοπλέγματα, ναρκοπέδια, πολυβολεία, αμπριά.
2. Η έδρα του λόχου ήταν σε ένα παλιό μεθοριακό φυλάκιο δίπλα από το ρέμα Μαγκάζι και τη σιδηροδρομική γραμμή. Η έδρα του Τάγματος ήταν στο Σουφλί.
3. Τότε ήμουν νεαρός ανθυπολοχαγός 40 ημερών από την αποφοίτηση από την Σχολή Ευελπίδων προσγείωση ανώμαλη. Από τις ανέσεις της Σχολής στο αμπρί του του Ανώνυμου.
4. Οι ημερολογιακές αυτές σημειώσεις καταχωρίζονται όπως ακριβώς γράφτηκαν, πρόχειρα, στο γόνατο ή πάνω σε κάποιο κιβώτιο πυρομαχικών.