Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ένα πρώτο μακρινό ταξίδι…*

“Καμιά φορά το σφύριγμα ενός τραίνου μες στη νύχτα έχει κάτι
απ’ την αιώνια αναχώρηση
-ω, μη μιλάτε- ίσως να μην ξημερώσει πια.”
(Τάσος Λειβαδίτης) (1)

ΜΕ ΤΟΥΣ συμπαιδοπολίτες φίλους μου στην “Καλή Παναγιά” Βεροίας, αγναντεύαμε τον βεροιώτικο: απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα μας. Το απέραντο μακεδονικό τοπίο, συνήθως καλυμμένο από μια αντάρα και διαποτισμένο απ’την πρωινή δρόσο, μας παρέπεμπε σε πίνακες ζωγραφικής. Με τις ατέλειωτες συστοιχίες δέντρων, τις πολλές και ποικίλες φυτείες οπωροφόρων, τα σκόρπια χωριά και τα κοπάδια ζώων, το όλο σκηνικό δημιουργούσε ένα κάδρο στο οποίο έβλεπες όλες τις μορφές ζωής. Ο κάμπος άλλοτε ήταν πνιγμένος στο σύντομο πράσινο της άνοιξης, στο στραφτάλισμα των φύλλων του καλοκαιριού ή στο θαμπό κίτρινο του φθινοπώρου. Κι άλλοτε στο λευκό του χειμωνιάτικου χιονιού.


Ο ΜΟΝΟΣ ήχος που διέκοπτε την απέραντη “τοιχογραφία” μπροστά μας, ήταν η οξεία κόρνα από την “αυτοκινητάμαξα”, την ωτομοτρίς όπως τη λέγαμε, που διέσχιζε σε τακτές ώρες την πεδιάδα περνώντας λίγο έξω από το πρώτο χωριό που αντικρίζαμε. Έσπαγε τη μονοτονία του χώρου τρομάζοντας πουλιά και ζωντανά και καλούσε τους ταξιδιώτες να κατεβούν στο σταθμό ή να ανεβούν στο τραίνο.

ΣΤΙΣ πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σπάνια είχε ο απλός πολίτης την ευκαιρία να ταξιδέψει με αεροπλάνο, καράβι ή τραίνο, μάλιστα έξω από την Ελλάδα. Το χρήμα σπάνιζε, η ανεργία και η δυστυχία μάστιζαν όλους, η χώρα μόλις συνερχόταν από μια διπλή πολεμική σύγκρουση. Χρειάζονταν, λοιπόν, λεφτά, εξονυχιστικές διατυπώσεις για το πού και το γιατί, χαρτί “κοινωνικών φρονημάτων”, γνώση Ξ.Γ., διαβατήρια, πληρωμή εγγύησης για το στρατό, εγγυημένη φιλοξενία. Το τραίνο ήταν το πιο λαϊκό μέσο μεταφοράς, έστω με τα πολλά προβλήματά του. Όσοι έφευγαν από την Ελλάδα πήγαιναν συνήθως ως μετανάστες “στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές”, όπως τραγουδούσε τους καημούς της φτωχολογιάς ο Στέλιος Καζαντζίδης.

… ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΕΨΑ στα 1965 στο εξωτερικό. Αλησμόνητη εμπειρία: πήγαινα στο Παρίσι με υποτροφία. Αισθανόμουν κρυφή περηφάνια που θα φοιτούσα στη Σορβόννη. Ένα ταξίδι στη Γαλλία, έτσι κι αλλιώς, ήταν τότε όνειρο άπιαστο. Η αμαξοστοιχία που ξεκκινούσε από τη Θεσσαλονίκη (Αθήνα-Μόναχο), διέσχιζε για πολλές και κουραστικές ώρες την ενιαιά τότε Γιουγκοσλαβία. Άπειρες οι στάσεις, εκκωφαντικές οι σφυρίχτρες των σταθμαρχών, άφθονος κι ο θερινός ιδρώτας.
ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΣΛΑΒΙΑ είχαμε συχνές αλλαγές βαγονιών: οι ντόπιοι -Σκοπιανοί- κάνανε εφόδους στα κουπέ κουβαλώντας μπόγους, κότες, κατσίκες ή τσουβάλια με εμπορεύματα. Έτσι και ήσουν όρθιος, δεν τό’ χαν για τίποτε να πάρουν τη θέση σου. Πού να τσακώνεσαι, αλλά και σε ποια γλώσσα; Το μόνο σλάβικο που ήξερα ήταν το “nama voda” (δος μου νερό). Στις στασεις ερχονταν πιτσιρίκια με πλαστικά ποτήρια και νερό αμφίβολης ποιότητας, αλλά πανάκριβο στην τιμή! Με την ακραία φτώχεια της, η περιοχή των Σκοπίων αλλά και τα άλλα νοτιοσλαβικά ομοσπονδιακά κρατίδια του Τίτο, κυρίως δε με τον πριν δυο χρόνια σεισμό (1963) που σκόρπισε τον θάνατο και τον τρόμο στα χωριά του νότου, όλη η χώρα θύμιζε μεσαίωνα. Κι όμως, αυτός ο πολυεθνικός, παράξενος σλαβόφωνος κόσμος, αργότερα- με την υπογραφή μας (2018)- θα ονομαζόταν “Βόρεια” Μακεδονία! Στα τούνελ κλείναμε γρήγορα τα παράθυρα για να μη μας πνίξει ο πυκνός και βαρύς καπνός που μουτζούρωνε πρόσωπα και ρούχα. Μετά τη Λουμπλιάνα (Σλοβενία), έμπαιναν -επιτέλους!- ηλεκτροκίνητα τραίνα, με wagon-lits και restaurants/cafés: ήμασταν στο κατώφλι της Ευρώπης. Το κοπιαστικό εκείνο πρώτο ταξίδι, εκτός από εντυπωσιακό και περιπετειώδες λόγω απρόβλεπτων, αποτέλεσε για μένα μικρή επιτομή ταξιδιών με το τραίνο.

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στη Γαλλία, στο σταθμό Gare de Lyon, δεν πίστευα στα μάτια μου! Εσερχόμασταν αργά αργά στις αποβάθρες όπου υπήρχαν αμέτρητες σιδηροτροχιές, με πλήθος συρμών πάνω τους και πολλούς προορισμούς. Τα τραίνα πηγαινοέρχονταν με τρομερή συχνότητα. Έμεινα για λίγο στην αίθουσα αναμονής χαζεύοντας. Απέραντη η salle d’ attente στην οποία αποχαιρετιόντουσαν ζευγάρια ή γινόταν η υποδοχή άλλων. Υπήρχαν και μοναχικοί ταξιδιώτες που περπατούσαν αμήχανα πάνω κάτω δικαιολογώντας έτσι την ονομασία της τεράστιας αίθουσας ως “αίθουσας των χαμένων βηματισμών” (salle des pas perdus).

…ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, όταν πια βρέθηκα στην Κρήτη, τα ταξίδια με το τραίνο έπαψαν να είναι μέρος της ζωής μου. Όμως, δεν σταμάτησαν ποτέ να με απασχολούν αφού τα έβλεπα σε κινηματογραφικές ταινίες καθώς και σε λογοτεχνικές σελίδες. Όπως το παρακάτω ποίημα του Πάμπλο Νερούντα, για τα όνειρα των σταματημένων τραίνων: ποίημα που λατρεύω, τόσο για τον πολυεπίπεδο στοχασμό του, όσο και για τη διαρκή επικαιρότητά του (αποσπάσματα):
“Τα τραίνα ονειρεύονται στο σταθμό,
μόνα τους, κοιμισμένα,/ χωρίς ατμομηχανές.
Ταλαντευόμενος μπήκα μέσα στην αυγή:
για μυστικά πήγαινα να ψάξω,
για χαμένα αντικείμενα μέσα στα βαγόνια,
μέσα στη νεκρή οσμή του ταξιδιού.
Ανάμεσα στα φευγάτα σώματα
μόνος μου κάθισα μες στο σταματημένο τρένο.
Πυκνός ήταν ο αγέρας, σα συμπαγής όγκος
από κουβέντες ειπωμένες
και φευγάτες απελπισιές.
Ψυχές χαμένες μέσα στα τραίνα,
σαν κλειδιά δίχως κλειδαριές
κάτω απ’τα καθίσματα πεσμένα. (…)
Ίσως κι εγώ να ταξιδεύω, να’μαι μαζί τους
ίσως ο ατμός των ταξιδιών και
οι βρεγμένες ράγες, ίσως
και να ζουν όλα μες στο σταματημένο τραίνο
και γω ένας ταξιδιώτης αποκοιμισμένος δυστυχισμένα
ξύπνιος.
Καθώς καθόμουν, και το τραίνο
ταξίδευε δια μέσου του κορμιού μου,
καταργώντας τα σύνορά μου,
με μιας έγινε το τραίνο
της παιδικής ζωής μου
ο αχνός της χαραυγής
το χαρούμενο και πικρό καλοκαίρι. (…)
Μοναχός βρισκόμουν μέσα στο τραίνο, το μοναχό,
αλλά δεν ήμουνα ο μοναδικός μόνος,
εκεί είχαν μαζευτεί πολλές μοναξιές
περιμένοντας να ταξιδέψουν
σα φτωχοί στους διαδρόμους. (…) (2)
Η ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ των τραίνων εκτείνεται από το μυθικό “Orient Express” της Αγκάθα Κρίστι στο σιβηριανό τραίνο των Γκούλαγκ του Σολτζενίτσιν. Από τα ναζιστικά τραίνα του θανάτου που πριν 80 χρόνια μετέφεραν 43.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια του Άουσβιτς, μέχρι τα αφρικανικά που διασχίζουν ερήμους και σαβάνες. Κι από τα σημερινά πολύ ανθρώπινα κινηματογραφικά ντοκυμεντέρ (“Απίθανα ταξίδια με το Τραίνο” του Φιλίπ Γκουγκλέρ, ΕΡΤ), μέχρι το φανταστικό τραίνο του βορείου πόλου, μα και του άλλου που δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη!

ΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΟ πηγαινε-έλα των εμβόλων που κινούν τους τροχούς στις ράγες, η ζεστή ή ψυχρή ατμόσφαιρα των εναλλασσόμενων τοπίων, οι σταθμοί και οι σταθμάρχες με τις σημαιούλες, η λίγο πολύ μποέμικη ζωή των σιδηροδρομικών, η άμεση εξοικείωση με τον διπλανό σου στο κουπέ, οι απροσδόκητες εξομολογήσεις και το αυθόρμητο χιούμορ, παραπέμπουν σε μια αμεσότητα επικοινωνίας που δεν συναντάς στα άλλα μέσα μεταφοράς.
ΕΙΤΕ μόνος ταξιδεύεις, είτε με παρέα, με καρβουνιάρη ή υπερταχεία (TGV), το τραίνο σού επιβάλλει το δικό του χώρο και χρόνο, τον δικό του τρόπο ζωής κι έναν πολυποίκιλο γοητευτικό ενδιαφέροντα κόσμο, με τις συστολές ή διαστολές των εικόνων του. (17-3-23)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1)Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988 )”Το τραίνο των 12 (συλλογή, “Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου”,Εκδόσεις Μετρονόμος,2018)
-(2) Πάμπλο Νερούντα (1904-1973), Ποιήματα,”Εστραβαγάριο”, Μπουένος Άιρες, 1958, Εκδόσεις Δαμιανός [https://ennepe-moussa.gr/]
==================

* Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε πολύ πριν από το τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών, με αφορμή τη συζήτηση για ένα τραίνο στην Κρήτη. (Στ.Γ.Κ.)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. « Κι όμως, αυτός ο πολυεθνικός, παράξενος σλαβόφωνος κόσμος, αργότερα- με την υπογραφή μας (2018)- θα ονομαζόταν “Βόρεια” Μακεδονία!». Για να μην ξεχνάμε: αυτός ο “κόσμος” αναφερόταν και σε ελληνικά βιβλία, ακόμη και σχολικά, σε εγκυκλοπαίδειες κ.λπ. ως ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Επί δεκαετίες! Γιατί δεν μας ενοχλούσε τότε; Πού βρίσκονταν όσοι σήμερα επαναστατούν; Και γιατί ξεχνούν ότι αυτό το (νέο) κράτος είχε αναγνωριστεί από όλο σχεδόν τον κόσμο με το όνομα “Μακεδονία”;

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα