Αγαπητοί αναγνώστες,
καλημέρα σας και Χρόνια Πολλά!
– Γιορτάσαμε προχθές (21/11) με λαμπρότητα την πολιούχο της πόλης μας Τριμάρτυρη (Εισόδια της Θεοτόκου). Προσκυνήσαμε τη Χάρη Της και παρακολουθήσαμε με κατάνυξη το όλο πανηγυρικό πλουσιότατο πρόγραμμα που καταρτίστηκεν αρμόδια.
– Η για προχθές συνεργασία μας και φέτος, θα μνησθεί ημερών αρχαίων, συνδεδεμένων με την πολιούχο μας Τριμάρτυρη, όπως κάνομε κάθε χρόνο. Φέτος, η μνήμη μας θ’ ανατρέξει σε πολυσέβαστο αρχιερατικό πρόσωπο, που δεν ήταν στην χθεσινή περιφορά της θαυματουργού Εικόνας, αν και ποτέ επί μισόν και περισσότερο αιώνα δεν απουσίασε…
Μιλούμε για τον αλήστου μνήμης αοίδιμο Μητροπολίτη Ειρηναίο, σε μια συγκλονιστική περιπέτειά Του, που συνέβη σαν προχθές (20/11), τον τρίτο χρόνο της Κατοχής (1943), στον Μητροπολιτικό μας ναό, όταν ο νεαρός θεολόγος καθηγητής Μιχάλης Γ. Γαλανάκης, είχε οριστεί να μιλήσει στο πυκνότατο εκκλησίασμα.
– Θα μεταφέρουμε όμως την ιστορία όπως ξετυλίγεται μεσ’ από τις σελίδες του ανεπανάληπτου έργου του Ζ. Στάλιου: “Ο Ανθρωπος και το Ράσο” (Αθήνα, 1976, σχ. 8ο, σ. 192. – Διαβάζομε συγκλονισμένοι:
«…Ηταν στις 20 Νοεμβρίου, παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, του 1943. Ο ουρανός ήταν κλειστός, τα σύννεφα χαμηλά, κοπάδια κοπάδια γλύστραγαν πάνω από τη θάλασσα. Αραιές σταγόνες έπεφταν από ψηλά, χόρευαν τις βουβές καντρίλιες τους, χτένιζαν τον αέρα, λαίμαργα ρουφιόντουσαν από τη γη. Τα δέντρα ήταν γυμνά, σαν σκελετοί, τα κλαδιά τους σάλευαν, υψώνονταν σε μια απελπισμένη ικεσία. Η πολιτεία είχε ένα μουντό χρώμα, μια ώρα γκρίζα την τύλιγε, την έπνιγε, έμοιαζε παγωμένη, μαζεμένη, στους δρόμους της, στά καλντερίμια της, μια ελαφριά ομίχλη τριγυρνούσε. Η εκκλησία των Εισοδίων τής Θεοτόκου, η Μητρόπολη των Χανιών, ήταν γεμάτη, ξέχυλη, μια ανθρώπινη μυρμηγγιά, πυχτή, σκοτεινή, κουνιόταν, χαμηλομιλούσε, μερικές φωνές ακούγονταν εδώ και κει. Το ευαγγέλιο μόλις είχε τελειώσει, ο διάκος κατέβηκε από τον άμβωνα, κρατούσε στα χέρια του το ιερό βιβλίο. Ό Μιχάλης βρίσκονταν πλάι, στην σκιά, έκανε μερικά βήματα, ξεχώρισε από τους άλλους, σιγά σιγά ανέβηκε τά σκαλοπάτια, στάθηκε ψηλά, τό ήρεμο βλέμμα του κύτταξε κάτω. Ή μάζα σταμάτησε νά σαλεύη, οί ψίθυροι σβύστηκαν, τίποτα δεν ακούγεται, όλα τά μάτια, εκατοντάδες μάτια είναι απάνω του γυρισμένα. Εκείνος σκέπτεται λίγο, μοιάζει σάν νά διστάζη, θά πρέπει νά τολμηση, νά πή αυτά πού στοχάζεται, αυτά πού πιστεύει; Ή καρδιά του είναι ανήσυχη, ταραγμένη, τά χρόνια δύσκολα, οί Γερμανοί, κι όλοι όσοι συνεργάζονται μαζύ τους δέν είναι άπ’ αυτούς πού παίζουν, “ίσως νά πλήρωση τό θάρρος του, μιά φλόγα καίει μέσα του, δέν μπορεί νά τήν σβύση. Εχει μιά ευθύνη σάν άνθρωπος, σάν Ιεροκήρυκας, σάν Έλληνας. Εχει μιά ευθύνη αυτούς τούς καιρούς, ό καθένας μας έχει μια ευθύνη! Αρχίζει νά μιλά, ό τόνος του, όπως πάντοτε είναι χαμηλός, οί λέξεις ξετυλίγονται ή μιά ύστερα άπό τήν άλλη, κυλούν μαλακά, ήσυχα, γεμίζουν τον χώρο…
Και λέει: – «Είμαστε στο 1943, στήν Ευρώπη, στην Ελλάδα, στο πολυπαθιασμένο νησί τής Κρήτης. Ό πόλεμος πού σάν μιά καταιγίδα, σάν ένας τυφώνας, ξέσπασε πάνω στή γή, γκρεμίζει, σαρώνει ό,τι βρει μπροστά του. Κάθε μέρα χιλιάδες χάνουν τή ζωή τους, καίγονται τά χωριά, πεθαίνουν ολόκληρες πολιτείες, ή μοίρα τής καταστροφής άπλωσε παντού τή μαύρη της σκιά. Οί λαοί ζουν μέ τό φόβο, μέ τήν αγωνία, κάτω άπό τή τυραννία, οδεύουν τό δρόμο του μαρτυρίου, κάθε στιγμή περιμένουν τό θάνατο τους. Και ή Ελλάδα, συνεπαρμένη κι αύτη από τις δίνες των καιρών, άπό τίς άντάρες του, είναι μιά κόλαση, ένα ηφαίστειο, ζει μιά από τις πιο τραγικές ώρες τής ιστορίας της. Τή ζώνουν οί φλόγες απ’ όλες τις μεριές, τήν πνίγουν οί καπνοί τους, ή ανάσα της είναι δύσκολη, βαρειά, ψυχομαχα, πεθαίνει κάθε μέρα. Είναι μιά νύχτα ατέλειωτη, σκοτεινή, τό ξημέρωμα άργεί ακόμα, οί ουρανοί της είναι κλειστοί, δέν έχουν ακόμα των άστρων τις ελπίδες. Αναταράζεται ό λαός της, μάχεται, τά χέρια σφίγγονται, δακρύζουν τά μάτια, τά βούκινα ξυπνούν τήν επανάσταση στή ψυχή του. Θέλει νά ζήση, νά διώξη τούς ξένους άπό τον τόπο του, νά νικήση, νά ξαναβρή τή χαμένη του λευτεριά. Παλεύει μέ πείσμα, μ’ όλη του τή δύναμη, μέ τήν πίστη πως δίνεται σ’ έναν αγώνα δίκαιο. Χάνονται άνθρωποι, πέφτουν κορμιά, τό αίμα δέν σταματά νά τρέχη, ή ζωή έχει γίνει πολύ φτηνή. Στις φυλακές, στά στρατόπεδα, στους μακρυνούς δρόμους τής εξορίας, οί σκλάβοι είναι χιλιάδες, τήν αυγή εκτελούν τούς κατάδικους, πριν πεθάνουν χαιρετούν τήν τελευταία μέρα τους, τήν πατρίδα τους, τό φώς πού σβήνει για πάντα μέσα στα μάτια τους. Πολεμούν πάνω στά βουνά, στους λόγγους, στά φαράγγια, λημεριάζουν μέσα στά δάση, κοιμούνται σε σπηλιές, κάθε κορφή είναι και φλάμπουρο, κάθε βράχος και μετερίζι. Χτυπιούνται κάθε μέρα με τον κατακτητή, άλλοτε κερδίζουν, άλλοτε χάνουν, πολλοί πέφτουν, η γή γέμισε με μνήματα, ο τόπος με καμμένα χωριά, περνούν δύσκολες στιγμές, μα η ελπίδα μέσα τους, και στις πιο μαύρες ώρες δεν έσβυσε ποτέ…».
Κι ο νεαρός φλογισμένος ιεροκήρυκας Μιχάλης, δε λέει να σταματήσει!
«…Κι ό Μιχάλης Γαλανάκης, αυτήν τή χειμωνιάτικη μέρα, στις 20 Νοεμβρίου του 1943 των Εισοδίων της Θεοτόκου, στα Χανιά, μιλά για όλα αυτά. Έκτος από τήν φωνή του, τίποτα άλλο δεν ακούγεται μέσα στήν εκκλησία, άν ήταν καλοκαίρι θά ξεχώριζε τό πέταγμα της μύγας, όλοι κρατούν τήν αναπνοή τους. Ή ελευθερία λέει, ή ελευθερία των Ελλήνων, η αντίσταση στον κατακτητή, η τελική νίκη. Τίποτα δέν θά μας σταματήση, δεν θά διστάσουμε μπροστά σέ τίποτα, δέν θά φοβηθούμε καμιά θυσία. Ό λαός μας είναι μεγάλος, είναι φτιαγμένος άπό τή στόφα των ηρώων, κανένας δέν μπορεί νά τον κάνη νά δειλιάση όταν μάχεται γιά τήν αξιοπρέπειά του, γιά τή δικαιοσύνη του, γιά τή λευτεριά του. Είναι τίμιος, είναι άξιος, είναι άπ’ αυτούς πού δίνει πάντοτε τό αίμα του, πού δέν μετρά, πού δεν γυρεύει τίποτα γι’ αύτον. “Αλλοι έχουν τά ώφέλη, τά κέρδη, αυτοί πού βάζουν πάντοτε τούς άλλους μπροστά, αυτοί πού είναι ψεύτικοι, ανήθικοι, συμφεροντολόγοι, τό ψάρι πάντοτε βρωμά από τό κεφάλι… Μιλά ό Μιχάλης, τό εκκλησίασμα ούτε ανασαίνει, κρέμεται από τά χείλια του, οί καρδιές όλων έχουν γεμίσει φλόγες. Μισή ώρα έχει περάσει από τότε πού άρχισε, τελειώνει, βγάζει τό μαντήλι του, κάνει κρύο, κι όμως τό μέτωπό του είναι ιδρωμένο, στέκεται μιά στιγμή, ρίχνει τή ματιά του ακόμα μια φορά κάτω, άργά κατεβαίνει τά σκαλοπάτια. Στο τελευταίο, πριν πατήση τις πλάκες, κάποιος τον περιμένει, φορά πολιτικά. Πριν από ενα λεπτό, δέν ήταν εκεί. Του δείχνει μιά ταυτότητα. Ακολούθησε με του λέει σιγά. Βγαίνουν οί δυό τους έξω, ό κόσμος πλάι τους παραμερίζει, στήν αυλή, μαζί με δυό χωροφύλακες, τον περιμένει ό ίδιος ό διοικητής της χωροφυλακής. Δέν λένε τίποτα, τό υφος τους είναι βλοσυρό, λίγα μέτρα πιο κάτω, είναι σταματημένο ένα τζίπ, τον σπρώχνουν, τον ανεβάζουν, μπαίνουν κι αυτοί, πηγαίνουν στο τμήμα, τον κλείνουν χωρίς άλλη λέξη σ’ ένα δωμάτιο. Είναι σκοτεινό, άδειο, δέν έχει έπιπλα, κάνει μερικά βήματα πάνω κάτω, κάθεται σέ μιά γωνιά κάτω στο πάτωμα. Οί ώρες περνούν, τό δωμάτιο είναι υγρό, κανένας θόρυβος δέν ακούγεται άπ’ έξω. Αρχίζει νά σκοτεινιάζη, τό κρύο γίνεται ακόμα πιο πολύ, ή νύχτα φτάνει μέ βήματα μουντά, δέν του ανάβουν φως. Κατά τις δέκα έρχεται ένας χωροφύλακας, του κάνει νόημα νά σηκωθή, τον παίρνει, κάνουν λίγα βήματα στο διάδρομο, ανοίγει μιά πόρτα, παραμερίζει, τον αφήνει νά περάση. Απέναντί του, πίσω από ένα γραφείο, κάθεται ό διοικητής, στον τοίχο, από πάνω του, σ’ ένα χρυσό κάντρο, είναι τό πορτραίτο του βασιληά, του δείχνει μπροστά του ένα σκαμνί, κάθησε έκει του λέει.
Ή ανάκριση βάσταξε δυό ώρες, σχεδόν μέχρι τά μεσάνυχτα. Του είπε νά πή τό κήρυγμα του στήν εκκλησία, τον διέκοπτε, προσπαθούσε νά τον μπερδέψη, του έλεγε ύστερα νά συνέχιση, νά τό ξαναπή πάλι άπό τήν άρχή.
Τον ρώταγε σέ ποια όργάνωση άνηκε, πόσο καιρό, μέ ποιους είχε επαφή, ποιος του έδωσε τήν εντολή νά μιλήση έτσι. Τόν απειλούσε, κουνούσε θυμωμένος τό δάχτυλό του, τόν έβριζε, θά σέ κάνω νά τά ξεράσης όλα του κάνει, παληόσκυλο, κομμουνιστή, προδότη, πουλημένε στους Ρώσους….
Ο Μιχάλης είναι ψύχραιμος, ήρεμος, τόν κυττάζει χωρίς νά φοβάται στά μάτια, του άπαντα πώς δέν είναι σέ καμιά οργάνωση, πώς δέν είναι κομμουνιστής, πώς δέν έχει καμιά σχέση μέ τις πολιτικές οργανώσεις. “Αν μίλησα έτσι, λέει, μίλησα γιατί τό πίστευα, γιατί μου τό πρόσταζε ή καρδιά μου, γιατί είμαι Ελληνας…
Βλέπει πως δέν μπορεί νά του πάρη λόγια. Δέν θέλει ακόμα νά μεταχειριστή βία. Κάποιο ρολόι, μακρυά, μέσα στήν πόλη, χτυπά δώδεκα φορές. Φωνάζει τό χωροφύλακα, πάρε τον διατάζει, πήγαινε τον στις φυλακές της Αγυιάς. Ό Μιχάλης σηκώνεται, βγαίνει. Ο διοικητής στέκεται μιά στιγμή, έξω τά βήματα σβύνουν πάνω στις πλάκες, σκέπτεται, περνούν λίγες στιγμές, ύστερα σηκώνει τό τηλέφωνο, διαλέγει πάνω στο καντράν έναν αριθμό. Γερμανική διοίκηση; ρωτά. Μιλά μέ κάποιον, του λέει, τί έγινε τό πρωί στή Μητρόπολη, πως έπιασε τόν ιεροκήρυκα, πώς τόν ανέκρινε, πώς τόν έχει στή διάθεση της Κομμαντατούρ. Πές το στο στρατηγό, λέει, είναι σοβαρό, μή σου διαφύγει. Ό άλλος κάτι τον ρωτά, του δίνει τ’ όνομα του Μιχάλη, τό επάγγελμα του, άλλες λεπτομέρειες γιά τήν ομιλία του. Υστερα κατεβάζει τό ακουστικό, μιά ικανοποίηση φαίνεται στο πρόσωπο του, φορά τό παλτό του, τό πηλίκιο, μέ γρήγορο βήμα φεύγει άπό τό τμήμα…”
***
» -‘H είδηση της σύλληψης του Μιχάλη, όπως έγινε μέσα στή Μητρόπολη, μπροστά σ’ όλους, αμέσως μαθεύτηκε σ’ όλη τήν πόλη. Μιλούνε γι’ αυτόν, γιά τό λόγο του, γιά τις ιδέες του, γιά τήν εντύπωση πού έκανε στον κόσμο. Σχολιάζουν, ό Μιχάλης έχει πολλές συμπάθειες, είναι από τούς πιο αγαπητούς ανθρώπους στά Χανιά. Ολοι ρωτιούνται ποια θά είναι τώρα ή τύχη του. Ξέρουν πως οί Γερμανοί δέν χωρατεύουν, ο πόλεμος πού γι’ αυτούς αρχίζει τώρα νά χάνεται, τούς κάνει ακόμα πιο σκληρούς. Χτυπούν χωρίς έλεος όποιον σηκώνει τό κεφάλι ενάντιά τους. Και ή πράξη του Γαλανάκη είναι μιά πρόκληση στή δύναμή τους, στήν κυριαρχία τους, δέν θά τήν άφήσουν νά περάση έτσι…
…Κάτω στο λιμάνι, στά ψηλά βενετσιάνικα σπίτια, μένει μιά χήρα, ό Μιχάλης είναι δάσκαλος του παιδιού της, τό προσέχει, τ’ αγαπά, τό φροντίζει σάν νά είναι ό ίδιος ό πατέρας του. Είναι άρρωστη στο κρεβάτι, μιά γειτόνισσα τό βράδυ έρχεται νά της κάνη παρέα, της λέει τά νέα της πόλης, τί έγινε τό πρωί στήν εκκλησία. Κι αυτή σηκώνεται αμέσως, έχει πυρετό, ρίχνει στους ώμους της ένα σάλι, έξω βρέχει, είναι κρύο, τό σπίτι του διοικητή είναι κοντά, πηγαίνει έκει, σέ λίγα λεπτά είναι μπροστά στήν πόρτα, ξέρει τή γυναίκα του, είναι άπό τό ίδιο χωριό, γυρεύει νά τη δη. Η υπηρέτρια που της ανοίγει, λέει πώς δέν μπορεί, εκείνη τήν παρακαλεί, είναι γιά ζωή και γιά θάνατο κάνει, θέλω, πρέπει νά δώ τήν κυρά σου. Τήν ανεβάζουν απάνω, πέφτει στα πόδια της, της φιλά τα χέρια. Θα σώσης έναν άνθρωπο, τον Γαλανάκη, το δάσκαλο, τον έπιασε σήμερα ο άντρας σου στη Μητρόπολη, μην τον αφήσεις να του κάνει κακό. Ηταν μια γυναίκα του λαού, απλή, αυθόρμητη, που μ’ αυτόν τον τρόπο έδειχνε πόσο στα Χανιά, αγάπαγαν το Μιχάλη, τι θέση είχε μέσα σ’ όλες τις καρδιές.
Από την άλλη μέρα άρχισαν κι όλας τα διαβήματα. Μαθεύτηκε πως δεν τον άφησαν, τον έστειλαν στην Αγυιά, τον κρατούσαν σ’ ένα κελλί της φυλακής. Σύλλογοι, οργανώσεις, άτομα χωριστά, πήγαιναν στον νομάρχη, στο δήμαρχο, στο διοικητή της χωροφυλακής, ζητούσαν να τον ελευθερώσουν. Αυτός ο τελευταίος έλεγε πως η υπόθεση ξέφυγε από τα χέρια του, πως πήγε στους Γερμανούς, ο ίδιος ο στρατηγός μου τηλεφώνησε, μ’ έκανε υπεύθυνο για την κράτησή του.
Και οι μέρες περνούσαν, ο κόσμος ανησυχεί, ρωτούσαν, αν θα τον δίκαζαν, αν θα τον κράταγαν για όμηρο, αν θα τον εκτελούσαν. Σ’ ολόκληρη την πόλη των Χανίων, τις μέρες αυτές, όλοι μιλούν γι’ αυτήν την υπόθεση, όλοι ενδιαφέρονται, φοβούνται. Ο ίδιος ο δεσπότης, ο Αγαθάγγελος, είναι το τελευταίο διάβημα που έγινε, πήγε στον Γερμανό διοικητή, παρακαλεί κι αυτός για το Μιχάλη.
Είναι αθώος, του λέει, είναι ένας απλός δάσκαλος, δεν είναι σε καμιά οργάνωση, δεν είναι κομμουνιστής, κανένας δεν τον έβαλε να μιλήση έτσι. Αν τον δικάσετε, μπορεί να γίνουν φασαρίες, έχει πολλές συμπάθειες στον κόσμο, είναι άγιος άνθρωπος.
Οι Γερμανοί σκέφτηκαν, είχαν μάθει κι αυτοί πως δεν ήταν κομμουνιστής, πως δεν άνηκε σε καμιά οργάνωση. Τους έκανε εντύπωση αυτό το ξεσήκωμα της πόλης. Ζύγιασαν τα υπέρ και τα κατά, κάθε πράξη τους είχε μια σκοπιμότητα, φοβήθηκαν χωρίς κανένα σοβαρό λόγο να μην έχουν επεισόδια, σε λίγες μέρες τον άφησαν ελεύθερο…” (σ. 70-77).
Τελειώνοντας την μελέτη αυτού του συγκλονιστικού ντοκουμέντου από το βιογράφημα του πολυσέβαστου Παππού της Εκκλησίας Κρήτης, κυρού Ειρηναίου Γαλανάκη (1911-2013), όταν ήταν ακόμη λαϊκός, νεαρός θεολόγος Μιχ. Γαλανάκης, θέλομε να πιστεύουμε ότι σας θυμίσαμε κάτι που σας συγκίνησε και για όσους δεν το γνώριζαν, ασφαλώς θα τους κατέπληξε.
Ανάμνηση της Μνήμης του! Και προσκύνημα του ιερού χώρου που συνέβη, με δέος! Μεγάλη η Χάρη της Παναγίας, που τον έσωσε!…
Εδώ όμως: τελεία! Τα ξαναλέμε – συν Θεώ – την άλλη βδομάδα ως τότε γειά Σας!