» 3ος σταθμός: Στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη
Ήρθε η ώρα για ένα ακόμα συναρπαστικό ταξίδι στη λογοτεχνία της Κρήτης. Αυτή τη φορά θα μεταφερθούμε στα δύσκολα και ταραγμένα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δηλαδή σε μια περίοδο περίπου δυόμισι αιώνων (1669-1898), που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων στην Κρήτη.
Μετά τον μακροχρόνιο Κρητικό πόλεμο και την άλωση του Χάνδακα το 1669 από τους Οθωμανούς, η κατάσταση στην Κρήτη αλλάζει ριζικά. Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί σημαντικά από 500.000 σε 50.000 κατοίκους. Μεγάλες καταστροφές, αθρόοι εξισλαμισμοί, δημεύσεις περιουσιών, λεηλασίες και σφαγές έπλητταν την Κρήτη σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτή η άθλια και αξιολύπητη εικόνα της κρητικής ζωής, όπως είναι φυσικό συνδυάζεται με την πνευματική παρακμή και τη συνακόλουθη λογοτεχνική στασιμότητα. Ειδικότερα, ο αστικός βίος, που κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας αποτέλεσε την ουσιαστική προϋπόθεση κάθε πολιτισμικής δραστηριότητας, τώρα είχε πλέον ερημωθεί και η κρητική οικονομία στηριζόταν σε υποτυπώδεις μορφές αγροτικού και ποιμενικού βίου. Οι λόγιοι που σώθηκαν εκπατρίστηκαν και οι βιβλιοθήκες ιδιωτικές και μοναστηριακές καταστράφηκαν. Είναι φανερό πλέον ότι η Κρήτη αποκομμένη πλήρως από τη Δύση και τις δυτικές επιδράσεις, ακολουθεί την πορεία του υπόδουλου ορθόδοξου ελληνισμού. (Δετοράκης 1936, 335-336)
Οι Κρητικοί δεν επαναπαύονται και με όσες δυνάμεις έχουν αγωνίζονται διαρκώς για την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού. Κατά το διάστημα 1821-24, ύστερα από τις επανειλημμένες προσπάθειες και τις γενναίες, αν και όχι πάντα νικηφόρες, εξεγέρσεις των Κρητικών, το νησί είχε απελευθερωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του, αλλά οι Τούρκοι εξαγριωμένοι ενισχύουν όλο και περισσότερο τις δυνάμεις τους και παίρνουν σκληρά αντίποινα. Κατά τα επόμενα χρόνια οι Κρητικές εξεγέρσεις θα κορυφωθούν και τότε είναι που θα σημειωθούν οι πιο βίαιες συγκρούσεις πάνω στο νησί με αποκορύφωμα, τη μεγάλη Κρητική Επανάσταση το 1866-69 και το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου που τόσο θα συγκλονίσει και θα ευαισθητοποιήσει την Κοινή γνώμη.
Ας εξετάσουμε όμως τώρα πολύ ενδεικτικά κάποια δείγματα λογοτεχνίας από εκείνη την τόσο ταραγμένη περίοδο για την Κρήτη μας. Στην πρώτη πεντηκονταετία της Τουρκοκρατίας και παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Παύλος Κλάδος ή Κλαδόπουλος, ένας ιερέας και ποιητής από τις Αρχάνες, μας παραδίδει κάποια αξιοσημείωτη ποιητική παραγωγή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των έργων του είναι το θρησκευτικό ποίημα «Αποστροφή προς τον θάνατο» και το σατιρικό στιχούργημα «Περί γυναικών», που αποτελεί ένα σκληρό κατηγορητήριο εναντίων των γυναικών για την πονηρία, την κακία, την φλυαρία αλλά και την ενασχόληση τους με τη μαγεία. Η θεματολογία των έργων του, όπως φαίνεται και μόνο από τους τίτλους, μας θυμίζει έντονα το περιεχόμενο πολλών έργων της Πρώιμης Κρητικής λογοτεχνίας και έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έργο του Κλάδου στρέφεται περισσότερο σε ένα μεσαιωνικό παρά αναγεννησιακό κλίμα. (Μαρκομιχελάκη 2004, 300-2)
Οι ακόμα πιο δυσμενείς συνθήκες της Τούρκικης κατάκτησης που ακολουθούν, ανακόπτουν για μεγάλο διάστημα τη δημιουργική πορεία της Κρήτης. Βέβαια, μας σώζονται κάποια αξιόλογα ποιήματα από εκείνη την εποχή, αλλά αυτά έχουν χαρακτήρα δημοτικού τραγουδιού και εμπνέονται κυρίως από τους απελευθερωτικούς αγώνες των Κρητικών (Δερμιτζάκης 1990, 109). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί «Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη», μια ρίμα 1.034 δεκαπεντασύλλαβων ομοιοκατάληκτων στίχων που αποτελεί έμπνευση ενός προικισμένου λαϊκού στιχουργού (ριμαδόρου) των Σφακιών, του τυροκόμου μπάρμπα-Παντζελιού. Αυτός, καθώς ήταν αγράμματος, υπαγόρευσε τους στίχους του τραγουδιστά, μόλις τους συνέθετε, στον Αναγνώστη Σκορδύλη ο οποίος και τους κατέγραψε. Το λαϊκότροπο αυτό ποίημα αναφέρεται στην περίοδο των Ορλωφικών (1770) και συγκεκριμένα στην επανάσταση που διεξήχθη στα Σφακιά υπό την ηγεσία του Ιωάννη Βλάχου ή Δασκαλογιάννη. Ο μπάρμπα-Παντζελιός μας αποκαλύπτει με κάθε λεπτομέρεια τα συνταρακτικά γεγονότα της επανάστασης και την τραγική έκβασή της, τον μαρτυρικό θάνατο του ήρωα Δασκαλογιάννη και τη φρικτή ερήμωση των Σφακιών. Στο σημείο αυτό παρατίθεται ένα ενδεικτικό απόσπασμα του έργου: Καί ὁ πασάς τόνε γροικά, τ’ ἀχείλια τοῦ δαγκάνει/ …/τουρκολογά κ’ ἀγριεύγεται, ἡ γιόψι τοῦ μαυρίζει,/γδαρτόν νά τόνε κάμουσι ἀμέσως διορίζει./…/ «γρήγορα πάρετε τόνε νά φύγ’ ἀπό ‘μπροστά μου,/νά τόν ἰδῶ δίχως πετζί, νά δροσιστ’ ἡ καρδιά μου».
Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί «Το τραγούδι του Τσούλη», ένα ανώνυμο, ολιγόστιχο επικοσατιρικό στιχούργημα που μάλλον πρόκειται για δημιούργημα απλοϊκών και αγράμματων ανθρώπων του λαού, το οποίο μας σώζεται αποσπασματικά και με πολλές παραλλαγές μέσω της προφορικής παράδοσης. Όσον αφορά στην πλοκή του, αυτό αναφέρεται σε έναν περιβόητο γενίτσαρο, τον Τσούλη ο οποίος με την ακολασία του και ειδικότερα με την ασέλγειά του εις βάρος χριστιανών γυναικών, προκάλεσε τόσο πολύ την οργή και τον ξεσηκωμό των ελληνορθόδοξων Κρητικών, ώστε αυτοί οργάνωσαν ενέδρα και τον δολοφόνησαν στην τοποθεσία Σελλί της Χορτασάς στο Λασίθι το 1817.
Στον αντίποδα της επικοηρωικής αφηγηματικής ποίησης, βρίσκεται «Το τραγούδι της Σούσας», έργο που επίσης γνώρισε αρκετές παραλλαγές. Αυτό περιγράφει τον έρωτα μιας Κρητικοπούλας, της Σούσας, με ένα νεαρό Τούρκο, τον Σαλή Μπαχρή. Ο αδελφός της, αφού τους ανακαλύπτει, τη μαχαιρώνει. Ο Σαλή Μπαχρής κάνει σαν τρελός για να τη σώσει, επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, μαχαιρώνεται και ο ίδιος. Έδώ βλέπουμε το χαρακτηριστικό μοτίβο του έρωτα που θριαμβεύει πάνω από εθνικές και θρησκευτικές διαφορές. (Δερμιτζάκης 1990, 109-113)
Ο λαός, ακόμα και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξακολουθεί να αποστηθίζει και να τραγουδά ακόμα και τα παλαιότερα δημοτικά τραγούδια των οποίων οι ρίζες ανάγονται πίσω στην Ενετοκρατούμενη ή ακόμα και στη βυζαντινή Κρήτη. Πρόκειται για αυτά τα ποιήματα-τραγούδια που εκφράζουν τη λαϊκή ψυχή, τα βάσανα, τα δεινοπαθήματα, τις θλίψεις, τους έρωτες και τους καημούς του λαού. Τα χαρακτηριστικότερα είδη αυτής της κρητικής δημοτικής παράδοσης, που αναβιώνουν και εμπλουτίζονται στο πέρασμα των αιώνων με τεράστια απήχηση ακόμα και σήμερα, είναι οι μαντινάδες και τα ριζίτικα.
Εν τέλει, μπορεί από την ταραγμένη και αιματηρή αυτή περίοδο να μην έχουμε μια εξέχουσα λογοτεχνική παραγωγή ανάλογη της Κρητικής Αναγέννησης. Όμως ο ταλαιπωρημένος και αγράμματος κρητικός λαός θα καταφύγει στη ξεχωριστή καλλιτεχνική του έκφραση. Έτσι, ακόμα και αν οι πρωτότυπες δημιουργίες σπανίζουν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και παρόλο που οι ποιητικές αρετές δεν είναι και τόσο υψηλές, η παράδοση και ο πολιτισμός της Κρήτης παρά τη σκλαβιά, την αγραμματοσύνη και όλες τις περιπέτειες, δε θα χαθούν και θα παραμείνουν αναλλοίωτα στο διάβα των αιώνων.
Βιβλιογραφία
Δερμιτζάκης Μπάμπης, Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1990.
Α.Μ. Μαρκομιχελάκη, Οι ποιητές του Χάνδακα (14ος -18ος αι.), Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο., επιμ. Νίκος Γιγουρτάκης, 269-311. Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και Γενική Γραμματεία Ολυμπιακών Αγώνων., 2004.
Δετοράκης Θεοχάρης Ε., Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη (1866-1898), σε Κρήτη : Ιστορία και πολιτισμός, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1936, σ. 335-427
Κοντού Παναγιώτα, Ντοκιμαντέρ για τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης, Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη 2009.
*Η Νεκταρία Μποτωνάκη είναι φοιτήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, πρακτικά ασκούμενη στα “Χανιώτικα νέα”.