Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024

Ένας 93χρονος θυμάται…

» Ο Γιώργος Καρεφυλάκης μιλά για το μνημείο – κενοτάφιο στα Περβόλια

Προ ημερών κατέφυγα και πάλι στον 93χρονο σεβαστό και αγαπητό συγχωριανό μας κ. Γιώργο Καρεφυλάκη για να πάρω πληροφορίες, όσον αφορά το Μνημείο – Κενοτάφιο για τους 2 αξιωματικούς και 18 υπαξιωματικούς και οπλίτες από την ηπειρωτική Ελλάδα που έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στην μάχη των Περιβολίων τον Μάη του 1941 και που προς τιμήν τους οι συγχωριανοί μας τους ανέγειραν το συγκεκριμένο λιτό και απέριττο Μνημείο.

Βρήκα, λοιπόν, χρόνον και αφορμή και τον παρακάλεσα, σε επόμενη συνάντησή μας, να μου διηγηθεί, με τον γλαφυρό και παραστατικό τρόπο που διαθέτει κάποιες αναμνήσεις του από τα χρόνια της κατοχής. Απολαύστε της.
Από τις αρχές του Μάη του 41 οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τις πόλεις της Κρήτης και ιδιαίτερα το λιμάνι της Σούδας που βρίσκονταν Αγγλικά πολεμικά πλοία. Σε κάποιον από τους βομβαρδισμούς, χτύπησαν και βούλιαξαν δυο φορτηγά καράβια γεμάτα με ρύζι και στάρι για τις ανάγκες του στρατού, ελληνικού και συμμαχικού.
Η πείνα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της και στα Χανιά, προ πάντων μέσα στην πόλη, το ψωμί λιγοστό και το ρύζι σπάνιο. Τότε ορισμένοι βουτηχτάδες από την Κάτω Σούδα σκέφτηκαν και έκαναν πράξη, να βουτάνε μέσα στα βουλισμένα καράβια και να βγάζουν κάποιες ποσότητες σταριού και ρυζιού και να το πουλάνε στους πεινασμένους. Με τον καιρό και το στάρι και το ρύζι μέσα στη θάλασσα άρχισε να μυρίζει,.παρ΄’ολα αυτά η πείνα τους ανάγκαζε να τρώνε και το “βρωμόρυζο”
Τον Οκτώβριο του 1944,επιτέλους, τελειώνει η κατοχή στην Ελλάδα και στις 12 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Αθήνα.

Όμως ένα ελληνικό κομμάτι, τελεί ακόμα υπό κατοχή, είναι η Επαρχία Κυδωνίας, στα Χανιά και στη γύρω περιοχή συγκεντρώνονται όλες οι γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί. Ακουγόταν ότι είχαν συμφωνήσει Γερμανοί και Εγγλέζοι στο να φύγουν λίγο αργότερα οι Γερμανοί από την Κρήτη.
Η Ελλάδα είναι ελεύθερη, λειτουργούν οι θεσμοί και πάρα πολλοί υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας παρουσιάζονται στα Κέντρα Κατάταξης στο Καστέλι και στην Παλαιόχωρα και προετοιμάζονται για ανάληψη υπηρεσίας στις μονάδες τους.
Αντίθετα οι Γερμανοί έχουν συγκεντρωθεί και έχουν ουσιαστικά κατασκηνώσει σε όλο τον καμπο των Χανίων περιμένοντας τη λύση που θα δώσουν οι σύμμαχοι και προ πάντων οι Εγγλέζοι.
Μέσα στα λιόφυτα έχουν διαμοιραστεί σε “κομπανίες” , έχουν περιφράξει το χώρο τους με πυκνά συρματοπλέγματα, ζουν σε σκηνές και οι αξιωματικοί σε παράγκες..
Ο εφοδιασμός τους σε τρόφιμα κάθε μέρα δυσκολεύει, στην Πελεκαπίνα όπου μένουν οι ανώτεροι αξιωματικοί λειτουργούν μαγειρεία, πλυντήρια για τα ρούχα τους με εργάτριες ντόπιες γυναίκες, έχουν και μόνιμους κηπουρούς για την καλλιέργεια του τεράστιου κτήματος του Μάνου..
Οι δυσκολίες στον εφοδιασμό των Γερμανών όλο και μεγαλώνουν , αυτό το είχαν καταλάβει οι γονείς μας, που υπέφεραν βέβαια και αυτοί από έλλειψη άλλων αναγκαίων ειδών, προ πάντων υπόδησης.
Έτσι ,μια μέρα μου βάζει ο πατέρας μου σε ένα τσουβάλι μια κότα να την πάω στην κομπανία που ήταν κοντά στο περβόλι μας να την ανταλλάξω με ένα ζευγάρι άρβυλα.
Πήγα,πήρε ο στρατιώτης το τσουβάλι με την κότα ,με πολλές προφυλάξεις και στο ίδιο τσουβάλι μού έβαλε τα άρβυλα και μου έκανε νόημα να φύγω κρυφά κρυφά..
Πάω στο σπίτι, ανοίγουμε το τσουβάλι, ολοκαίνουριες οι αρβύλες, αλλά η σόλα τους από κάτω ήταν ξύλινη, τις προόριζαν, λέγανε για τις ερήμους της Αφρικής που δρούσε ο Ρόμελ, έβαλε λαστιχένια σόλα ο πατέρας μου και όλα καλά.
Τακτικά οι γερμανοί χρειάζονταν για τις δουλειές τους και “αγγαρείες” και τις είχαν καλά οργανώσει. Στο χωριό μας, τα Περβόλια,ήταν δυο “Φρούραρχοι” γερμανοί αξιωματικοί που ήξεραν πολύ καλά τα ελληνικά, ο ένας έμενε στης Βαρδάκαινας το σπίτι, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Κατσιστροχώρι και ο άλλος στο Πορί, στης θείας μου της Λιλίκας το σπίτι ,απέναντι από το παλιό Δημοτικό.

Τώρα ,ο οποιοσδήποτε ανώτερος αξιωματικός, ήθελε πολίτες για αγγαρεία, το έλεγε στον Φρούραρχο και εκείνος με τη σειρά του στον Πρόεδρο του χωριού, Ο Πρόεδρος κρατούσε λίστα με τους υπόχρεους αγγαρείας και έστελνε κάθε φορά όποιους είχαν σειρά στη λίστα.
Πρόεδρος στο χωριό μας, πριν την Κατοχή ,ήταν ο Θρασύβουλος Καράκης, αδελφός της μητέρας μου και τον κράτησαν οι γερμανοί σε όλη την περίοδο της Κατοχής. Ο Πρόεδρος και θείος μου λοιπόν, για να μην φανεί στους χωριανούς ότι κάνει χάρη στον γαμπρό του , τον πατέρα μου, δηλαδή, τον έβαζε κανονικά, ίσως και με το παραπάνω στη λίστα με τις αγγαρείες.
Προπαραμονή της Αγίας Κυριακής ειδοποιεί τον πατέρα μου .
– Θοδωρή, αύριο το πρωί να πας με άλλους χωριανούς στην Πελεκαπίνα που σας θέλουν για κάποια δουλειά οι Γερμανοί.
Ο πατέρας μου, όμως από πιο πριν είχε κανονίσει με άλλους χωριανούς να πάνε την παραμονή της Αγίας Κυριακής , ψηλά στο βουνό, στο πανηγύρι,να πιούνε καμιά κρασιά με το βρισκούμενο.
– Γιώργη, παιδί μου,θα πας για το χατίρι μου, αύριο το πρωί μαζί με τον Πέπα. τον Κουφό και τον Ιωακειμίδη στην Πελεκαπίνα που σας θέλουν οι Γερμανοί, δεν θα είναι καμιά βαριά δουλειά, μάλλον το χαντάκι στο γύρο του δρόμου θα καθαρίσετε.
-Εντάξει , μπαμπά θα πάω.
Κείνες τις μέρες οι Γερμανοί είχαν κάνει μπλόκο στη Οβριακή και είχαν πιάσει τους Εβραίους, που αργότερα τους έπνιξαν με το καράβι στη θάλασσα..
Ο Μπιλ, ένας Γερμανός, που έμενε στο επιταγμένο σπίτι μας ,είχε λάβει μέρος στο μπλόκο και μάλλον έκαναν και πλιάτσικο και έφερε και μοίρασε κάποια ρούχα στη γειτονιά,μου έδωσε κι εμένα ένα ωραίο πουκαμισάκι.
Το επόμενο πρωί νάμαστε και οι τέσσερις στη Πελακαπίνα, χαιρετίσαμε το σκοπό και μας παρέλαβε ένας άλλος Γερμανός.
Εμένα με τον Πολυχρόνη τον Ιωακειμίδη μας έδωσαν, ένα κασμά, ένα καρότσι στεγανό και ένα τσίγκινο κουβά ( σιγκλί ) δεμένο με ένα σκοινί.και μας οδήγησαν σε ένα βόθρο να τον αδειάσουμε

Με τον κασμά, βγάλαμε την πλάκα του βόθρου, ο Πολυχρόνης κρατούσε το σιγκλί με το σχοινί, το βουτούσε μέσα και μου γέμιζε το καρότσι και το πήγαινα ίσαμε 200 μέτρα απόσταση και το άδειαζα στον ποταμό.
Με την πρώτη <<στραθιά >>, καθώς τα ακάθαρτα νερά κινούνταν μέσα στο καρότσι,έγινε το καινούριο μου πουκαμισάκι χάλια.. Με τη δεύτερη ,τρίτη <<στραθιά >> πήγα να σκάσω και από τη βρώμα και από τη στεναχώρια μου για το καινούριο μου πουκάμισο.
– Δεν αντέχω, θα φύγω, πάει το πουκάμισο, του έλεγα.
-Και από πού θα φύγεις μωρέ, μου έλεγε ο Πολυχρόνης.,από τα σύρματα , απαντούσα.
– Όχι μωρέ, θα σε σκοτώσουν. Κάνε υπομονή ,ως το απόγευμα θα τον αδειάσουμε.
Το απόγευμα που τελειώσαμε , μας πήγε ο γερμανός στο πλυσταριό και πλύναμε λίγο τα χέρια μας και μας έδωσε και ένα ψωμί του καθενός.
Εγώ χαρούμενος τώρα πια,είχα ξεχάσει και τη βρώμα και το λέρωμα του πουκαμίσου και τρέχοντας από μια κονταρίδα έφτασα στο σπίτι μας κρατώντας το ψωμι σαν πραγματικό τρόπαιο.

Χούι , φαίνεται το πήρε ο πατέρας μου και τακτικά με έστελνε, εμένα , σαν πιο μεγάλο από τα αδέλφια μου στις αγγαρείες.
Οι γερμανοί είχαν στην περιοχή της Ξυλοκαμάρας, εκεί που τώρα είναι το εργοστάσιο της ΔΕΗ, πολλές μεγάλες παράγκες που τις χρησιμοποιούσαν ως αποθήκες για τις ανάγκες του στρατού..
Εκεί έπαιρναν αγγαρείες και από τα γειτονικά χωριά όταν είχαν ανάγκη. Εγώ πήγαινα με ένα γείτονα, τον Στρατουδάκη, που μια μέρα έλειψε και φοβόταν αν θα τον τιμωρήσουν. Μας βάλανε και “ντανιάζαμε” σωλήνες, περνά ένας γερμανός και με άγριο ύφος φώναζε Tempo, tempo ( γρήγορα, γρήγορα ), ο Στρατουδάκης νόμιζε ότι του έλεγε γιατί δεν ήρθε χθες και του λέει φοβισμένα και μασημένα
Madame malade (Η γυναίκα ήταν άρρωστη). Δεν σου λέει για χθες , θείο, λέει να κάνουμε γρήγορα και τότε ησύχασε.
Οι γερμανοί είχαν και μια μικρή σιδηροδρομική γραμμή από την Ξυλοκαμάρα ως το λιμάνι, μια μέρα μπήκαμε σε ένα βαγόνι και πήγαμε στο λιμάνι στη Σούδα, το βαγόνι όμως που μπήκαμε δεν είχε μηχανή το έσπρωχναν πάνω στις γραμμές και πήγαινε.
Θυμάμαι και άλλο ένα περιστατικό που δεν αναφέρεται σε αγγαρείες, παρά με την μάχη στην Παναγιά
Ακούσαμε και είδαμε στα μέσα του Νοέμβρη του 1944 πολλούς γερμανούς στρατιώτες να πηγαίνουν προς το Θέρισο, γινόταν μάχη με τους αντάρτες. Κείνες τις μέρες , μικροί εμείς 13-14 χρονών γυρνούσαμε πάνω κάτω και με τις χαρχάλες (σφεντόνες ) κυνηγούσαμε μικρά διαβαταρικα πουλάκια που είχαν έρθει αρκετά ,πιπιονάκια,ξεραδίτες , μπεκαφίνους και άλλα διάφορα ,παρέα με το Στέλιο και το Νίκο, παιδιά του καλού μας γείτονα του Φουροθοδωρή.
Λίγο πιο πάνω από την Αγία Παρασκευή, εκεί τέλειωνε ο αμαξιτός δρόμος που είχαν φτιάξει το 41 για να πάει ο Βασιλιάς στο σπίτι του Καπετάν Βολάνη, βλέπουμε δυο τρεις γαιδάρους φορτωμένους με κάτι σαν τσουβάλια να τους ξεφορτώνουν γερμανοί στρατιώτες και να φεύγουν πάλι πίσω.
Σιμώσαμε από περιέργεια αλλά και φόβο γιατί ένας γερμανός φύλαγε τα τσουβάλια, που όμως δεν ήταν τσουβάλια, ήταν αντίσκηνα με τα οποία είχαν τυλίξει προσεκτικά κάτι τι.
Πλησίασα , σαν πιο μεγάλος και τολμηρός της παρέας για να εξακριβώσω τι ήταν, κλωτσάω ένα αντίσκηνο στην μια φουσκωτή άκρη, κατάλαβα ότι χτύπησα σε κράνος , και αμέσως μόλις με αντιλήφθηκε ο Γερμανός φρουρός μου δίνει μια κλωτσιά και έφυγα μακριά.
Καταλάβαμε, όλοι τότε , ότι ήταν γερμανοί στρατιώτες νεκροί από την μαχη της Παναγιάς..
Μετά την μάχη της Παναγιάς οι γερμανοί έστησαν φυλάκια πάνω στην κορυφογραμμή από την Μαλάξα ως πέρα στον Φουρνέ ,επανδρωμένα , λέγανε, από Μελανοχίτωνες,φανατικούς οπαδούς του Μουσολίνι με μαύρα πουκάμισα, που τους κρατούσαν εδώ οι γερμανοί ως αιχμαλώτους, μετά την ανατροπή και το θάνατο του αρχηγού τους, Φοβόντουσαν και για νέα επίθεση από τους αντάρτες ή ακόμα ακόμα και για επίθεση από τους νεοσύλλεκτους Κρητικούς σε Καστέλι και Παλιόχωρα.

Ακόμα λεγότανε πως ίσως να παραδίνονταν στον ελληνικό στρατό και να μεταφέρονταν στη συνέχεια στη χώρα τους.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε, κάποιο πρωινό στα τέλη του Μάη του 45, ξυπνήσαμε, και οι γερμανοί είχαν εξαφανιστεί. Τους είχαν φυγαδεύσει οι Εγγλέζοι
Και μια τελευταία μαρτυρία που έζησα ως ναυτικός στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το 1963-64. Είχαμε πάει αρκετοί ναυτικοί να επισκευάσουμε και να παραλάβουμε ένα μεταχειρισμένο καράβι που αγόρασε η εταιρεία που δουλεύαμε.
Μείναμε περίπου δυο μήνες, στο διάστημα αυτό γνώρισα μια κυρία και γίναμε φίλοι στη συνέχεια έμαθα ότι ήταν γερμανίδα, Από ντόπιους ναυτικούς ,μάθαμε ότι λίγο πιο μακριά υπήρχε μια μεγάλη περιοχή, ολόκληρη πολιτεία, με αρκετά εργοστάσια που κατασκεύαζαν τραχτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα μα και αυτοκίνητα, μας έλεγαν για δίχρονα Decave
Οι ιδιοκτήτες, λέει, αυτών των εργοστασίων ήταν ανώτεροι γερμανοί αξιωματικοί που μετά την πτώση της Γερμανίας ήρθαν εδώ και με τα πολλά χρήματα που διέθεταν έφτιαξαν αυτή τη βιομηχανική περιοχή.

*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι συν/χος δάσκαλος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα