Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ενας 93χρονος θυμάται: Το πρώτο τηλέφωνο στα Περιβόλια!

Λίγες μέρες μετά την εξιστόρηση των αναμνήσεων της Κατοχής, του, γνωστού μας πια, 93χρονου κ. Γιώργου Καρεφυλάκη, βρέθηκα ξανά στο φιλόξενο σπίτι του, όπου η σύζυγός του κα Μαρία, το γένος Πούλακα και ο κ. Γιώργος με υποδέχτηκαν με ευγένεια και προθυμία για να αρχίσουμε να συζητάμε το θέμα της εμφάνισης του τηλεφώνου στο χωριό μας.

Eνθυμείται και διηγείται ο κ. Γιώργος: «Μετά  την κατοχή και στη φούρια του εμφυλίου, 1947-1948,  θέλανε να βάλουνε τηλέφωνο στο Σταθμό Χωροφυλακής, που είχε ήδη μετακομίσει από το σπίτι μας, στο δικό του καινούριο κτίριο, εκεί που τώρα στεγάζεται ο Παιδικός Σταθμός Περιβολίων.
Το τηλέφωνο, όμως, αυτό θα εξυπηρετούσε και τις ανάγκες όλου του χωριού, μιας και ήταν το πρώτο και μοναδικό στην περιοχή.
Ο Σταθμάρχης, ίσως και η Χωροφυλακή, αντιδρούσαν γιατί δεν ήθελαν να μπαινοβγαίνουν στο κτήριο όποιος κι όποιος και έτσι πρότειναν το σπίτι μας, που ήταν παραδίπλα και θα εξυπηρετούνταν και ο Σταθμός σαν Υπηρεσία  μα και οι χωριανοί.
Το τηλέφωνο ήταν χειροκίνητο, δεν είχε καντράν, ούτε νούμερα, είχε βύσματα και ήταν  προσαρμοσμένο σε ένα μικρό επιπλάκι, κάτω είχε μια θηκούλα που ήταν η μπαταρία.
Είχαμε κοινή γραμμή με τις Μουρνιές. Έπαιρναν από το Κέντρο, από τα Χανιά, χτυπούσε, το σηκώναμε εμείς και λέγαμε
– Περβόλια εδώ
– Όχι θέλω τις Μουρνιές, κλείσε εσύ και έπαιρναν γραμμή οι Μουρνιανοί και η συνακρόαση όπως ήταν φυσικό ήταν αναμενόμενη.
Πάντα έπαιρναν από το Κέντρο και ζητούσαν κάποιο, από τον Γαρίπα ας πούμε, κλείναμε μια συγκεκριμένη ώρα, ειδοποιούσαμε τον κύριο από τον Γαρίπα, ερχόταν εδώ και περίπου την ορισμένη ώρα επραγματοποιείτο η συνδιάλεξη.
Τότε είχαν πέραση πολύ τα τηλεγραφήματα. Μας είχαν εφοδιάσει με ειδικά έντυπα, γράφαμε το τηλεγράφημα και το πηγαίναμε εμείς τα παιδιά με το ποδήλατο, έχω πάει αρκετά τηλεγραφήματα στα Ποτιστήρια , στον Λυγιδέ στο Πασακάκι και φυσικά σε όλα τα Περβόλια.
Γενικά το τηλέφωνο τότε ήταν ένα νέο μέσο επικοινωνίας που εξυπηρετούσε ικανοποιητικά το χωριό, όμως για το σπίτι μας το νιώθαμε πολλες φορές και σαν  βάρος.
Κατά διαστήματα ερχόταν τεχνίτες από τα Χανιά για να ελέγξουν και να “φορτίσουν” με τον ιδιαίτερο τότε τρόπο την μπαταρία και έλεγαν μισοαστεία  μισοσοβαρά στην μητέρα μου
– Σώπα κα Κατίνα, στο τέλος, μετά από τόσα χρόνια θα σου βγάλουν και σύνταξη.
Μετά από καιρό, λίγο πριν το 1960, βάλανε τηλέφωνο στον Γαρίπα, στο σπίτι του Καπετάν Γιώργη Βολάνη, στον Πύργο και στο Καστροχώρι και τότε το δικό μας έγινε Κέντρο.
Το 1965 η μητέρα μου ανέλαβε να φροντίζει το μόλις 3 μηνών εγγονάκι της, κόρη της αδελφής μου Στέλλας που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία και λόγω ανωτέρας βίας το τηλέφωνο μεταφέρθηκε στο σπίτι της κ. Ερασμίας Μαρκάκη ,στους σημερινούς Πέντε δρόμους.
Το πρώτο διάστημα που είχα πάει στα καράβια, γύρω στα 1955, ήμουν στο εμπορικό πλοίο Λασίθι και υπήρχε στο Ηράκλειο ένα μεγάλο Κέντρο του ΟΤΕ  έπαιρνε ο ασυρματιστής του καραβιού μας το Ηράκλειο και έλεγε «Ράδιο Ηράκλειο», «Ράδιο Ηράκλειο», απαντούσε το Ηράκλειο
-Λασίθι σε ακούω, λέγε μου τι θέλεις;
– Θέλω στα Χανιά τα Περβόλια και μου τα έδιναν αμέσως, δίχως να οριστεί ώρα συνδιάλεξης αφού το τηλέφωνο ήταν στο σπίτι μας. Έλεγα δυο τρία λόγια στην μητέρα μου, έλεγα όβερ και σταματούσα.
Μου έλεγε και αυτή δυο κουβέντες, έλεγε όβερ και σταματούσε και ξανά πάλι, δεν γινόταν μια φυσιολογική συζήτηση.

ΟΙ ΦΑΡΣΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Να σας διηγηθώ τώρα και δυο τρεις  “πλάκες”, από τις πολλές που συνέβησαν τα χρόνια που είχαμε το τηλέφωνο στο σπίτι μας.
Έχουμε ξαναπεί ότι στα Περβόλια και σε άλλα μεγάλα χωριά, τα χρόνια μετά τον εμφύλιο υπηρετούσαν πολλοί χωροφύλακες, οι πιο πολλοί νεαροί και ελεύθεροι, είχαν “κυαλάρει”, αφού έβλεπαν ανταπόκριση, κάποιες κοπέλες από το χωριό. Ο υπόψη νεαρός χωροφύλακας έλειπε μέρες στο απόσπασμα, στην περιοχη των Κεραμειών, πήρε λοιπόν τηλέφωνο στο σπίτι μας και ρωτούσε την μητέρα μου αν είδε την τάδε κοπελιά και αν είναι καλά.
– Καλά είναι, την είδα προχθές και είναι μια χαρά, άκουσα όμως πως την παντρεύει ο πατέρας της.
Την άλλη μέρα ο… λεγάμενος, ήταν πρωί πρωί στο χωριό για να προλάβει τα γεγονότα. Η μητέρα μου του είχε κάνει πλάκα, εν τέλει το νεαρό ζευγάρι πολύ σύντομα παντρεύτηκε.
Ένα ζαμανάκι, σχεδόν κάθε δυο τρεις μέρες, έπαιρνε κάποιος και ζητούσε τη Μαργαρίτα, στο χωριό τότε όλοι γνωριζόμασταν και ξέραμε ότι δεν υπήρχε Μαργαρίτα και του απαντούσαμε ότι στα Περβόλια δεν υπάρχει τέτοιο όνομα.
Αυτός να επιμένει, μια φορά πήρε και ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι και του απαντά θυμωμένος ότι δεν υπάρχει στο χωριό Μαργαρίτα και να μην ξαναπάρει τηλέφωνο. Σε πέντε λεπτά χτυπά πάλι το τηλέφωνο, νευριασμένος το αρπά ο πατέρας μου και ακούει να ρωτά μια φωνή.
– Τι είναι αυτού;; Νομίζοντας ότι είναι πάλι ο νεαρός που ζητούσε την Μαργαρίτα του λέει – Του κ… σου η τρύπα.
– Θοδωρή τρελλάθηκες τι είναι αυτά που λες;;
Ήταν ένας γνωστός και καθώς πρέπει κύριος, ο πατέρας μου του εξήγησε τι συνέβαινε, αλλά πάντα ένιωθε ντροπή για τα λόγια που είχε πει.
Μετά από δύο τρία χρόνια τυχαία, άκουσε η μητέρα μου δυο κορίτσια του χωριού να συζητάνε για την γνωριμία τους με δυο ναύτες, τότε είχε πρωτοέρθει ο Ναυσταθμος στη Σούδα και ήταν πλημμύρα οι ναύτες και να λέει η μια στην άλλη. Είδες εγώ τον ξεγέλασα του  είπα πως με λένε Μαργαρίτα και έτσι λύθηκε το μυστήριο…
– Αυτά κύριε Δάσκαλε με τα τηλέφωνα τότε, είχαμε δυσκολίες πολλές, είχαμε και τα καλαμπούρια μας, ενώ σήμερα είναι όλα πανεύκολα, αλλά με πολλούς κινδύνους, γιατί σήμερα το κινητό τηλέφωνο με όλες τις εφαρμογές του μοιάζει με το μαχαίρι που ανάλογα με τον χειρισμό του είτε είναι εργαλείο χρήσιμο, είτε πολύ επικίνδυνο».

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΤΕ

Να προσθέσω κι εγώ, ως καταγραφέας των αναμνήσεων του κ. Γιώργου και τις δικές μου αναμνήσεις από το κοινοτικό τηλέφωνο του Γαρίπα που λειτουργούσε στο αρχοντικό του καπετάν Βολάνη, μακριά από τη γειτονιά μας και δεν βόλευε καθόλου αλλά από τότε υπήρχαν τα χατιράκια και μεταφέρθηκε στο Γαρίπα στο σπίτι του Παντελή Παπαδάκη το 1965, τότε που το Μετόχι πουλήθηκε στους Κατσανεβάκηδες και στους Γιουρουκάκηδες.
Όταν, λοιπόν, από τη γειτονιά μας, ζητούσανε κάποιο στο τηλέφωνο ή από τα Μαρνιανά, γειτονιά περαν από το ποτάμι, φώναζε πολύ δυνατά ή ο Κάρολος ή ο Μπικονικολής, μετοχάρηδες στου Βολάνη, το όνομά του, όποιος τον άκουε ειδοποιούσε τον ενδιαφερόμενο και πήγαινε στην ορισμένη ώρα για τη συνδιάλεξη.
Το ίδιο έκανε αργότερα και ο Παπαδοπαντελής αλλά μόνο για τους κατοίκους των Μαρνιανών…
Να προσθέσω ακόμα ότι η επικοινωνία, εκείνα τα χρόνια, που είχαμε και αυξημένη μετανάστευση στη Γερμανία, στην Αυστραλία, Καναδά και Αμερική γινόταν σχεδόν αποκλειστικά με αλληλογραφία, οι ταχυδρόμοι με το ποδήλατο, τον μεγάλο δερμάτινο ταχυδρομικό σάκκο και τη “μουζίκα”, είχαν πάρα πολλή δουλειά,  φέρνανε γράμματα από τους ξενιτεμένους, πολλές φορές και με δολάρια ή μάρκα μέσα και ήταν πολύ αγαπητοί σε όλους».
*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης
είναι Συνταξιούχος Δάσκαλος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα