«Ο βομβαρδισμός ήταν φοβερός! Στέλνανε κάτι βλήματα από τα επάκτια πυροβόλα τους από τον Πλατανιά και το Κόκκινο Χωριό που το καθένα ήταν στο μέγεθος σαν ένα παιδι 10 ετών. Σβούριζαν και όπου έπεφταν εθάριες ότι εχάλαγε ο κόσμος», θυμάται έντονα ο 93χρονος σήμερα κ. Μανώλης Τσαγκαράκης, μόνιμος κάτοικος Παναγιάς Κεραμειών.
Το διάστημα 12-14 Νοέμβρη του 1944 ο κ. Μανώλης έζησε και συμμετείχε στη θρυλική μάχη, μια από τις τελευταίες μεγάλες που έγιναν στον ελληνικό χώρο.
Τον συναντήσαμε στο σπίτι του και περιηγηθήκαμε μαζί ορισμένα από τα σημεία μέσα στο χωριό που ακόμα έχουν σημάδια της μάχης. «Σε αυτό το κτήριο ήταν το στρατηγείο του ΕΛΑΣ, το έκαψαν οι Γερμανοί αλλά πρόλαβαν οι αντάρτες και πήραν τους φακέλους και τα έγγραφα. Όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού τα έκαψαν μαζί και το δικό μας. Είχαμε 4 πιθάρια λάδι και άρπαξε συθέμελα το σπίτι» θυμάται ο συνομιλητής μας, που μας δείχνει το κτήριο που παραμένει στην ίδια κατάσταση που ήταν και το 1944.
Μέλος του εφεδρικού ΕΛΑΣ ο κ. Μανώλης είχε όπλο. Όπως χαρακτηριστικά θυμάται «το Μάιο του 1941 μετά που έπεσαν οι Γερμανοί πέρασε μια ελληνική μονάδα που υποχωρούσε και πέταξαν τα όπλα. Τότε είχα μαζέψει 11 από αυτά! Τα είχα σε ένα βοσκότοπο και μόλις έγινε ο ΕΛΑΣ μου τα ζήτησαν και φυσικά τα έδωσα και κράτησα ένα βελγικό τουφέκι στο οποίο είχα εκπαιδευτεί και είχα γίνει καλός σκοπευτής. Το Νοέμβρη του 1944 ήταν συννεφιασμένος ο καιρός και έκανε και κρύο. Ο ΕΛΑΣ είχε το στρατηγείο του μέσα στο χωριό. Όταν ξεκίνησε η μάχη πήρα το όπλο να πάω και εγώ μπροστά. και μου λέει ένας “φιγιότσο κάτσε πίσω εσύ, γιατί δεν έχεις πάει στρατιώτης και θα σκοτωθείς παρά δώσε μου το όπλο σου και γάηρε πίσω” και του το έδωσα. Επειδή είχα πλάκες, γεμιστήρες με σφαίρες της μοίρασα στους άλλους αντάρτες και αυτό έκαμα στη μάχη εμοίραζα πυρομαχικά. Στη Μάχη της Παναγιάς δεν έριξα ούτε μια μπαλωθιά και το λέω γιατί είναι κακό να λέμε μεγάλα λόγια για τους εαυτούς μας» αναφέρει.
Παράλληλα μας διηγείται ιστορίες με τον θρυλικό Θοδωρή Βίγλη τον μοναδικό σκοπευτή του ΕΛΑΣ και την κυκλωτική ενέργεια που έκαναν σε βάρος των Γερμανών που έρχονταν από το Θερισιανό Φαράγγι με αποτέλεσμα την εξόντωση τους και την απόκρουση της κύκλωσης των ανταρτών.
Ο παλιός αντάρτης δεν θα ξεχάσει και τις δυσκολίες που υπέμεναν στο βουνό τα αντάρτικα σώματα. «Το σισίτιο ήταν ραδίκια πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Είχε κάμει καλό λάδι εκείνη τη χρονιά και υπήρχε και λάδι και έβαζαν μπόλικο στα ραδίκια για να τα φάνε. Πότε- πότε έρχονταν στο φούρνο λίγο αλεύρι και είχε και κανένα παξιμάδι, ενώ είχαν κατασχέσει οι αντάρτες και μια αποθήκη με χαρούπια και μοίραζαν με τα ραδίκια και 3-4 χαρούπια! Όποιος τα έζησε δεν θα ξεχάσει πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και πόσα αντιμετωπίσαμε. Ήρωες δεν ήμασταν, κάναμε αυτό που έπρεπε για την πατρίδα και το λαό μας» δηλώνει ο κ. Μανώλης. Έπειτα στον εμφύλιο αντιμετώπισε διώξεις και νέα προβλήματα. «Είχαν μείνει οι αντάρτες σε μια σπηλιά που είχαμε και τους έψαχναν οι ΜΑΥδες. Με είχαν βάλει κάτω και με κτυπούσαν, μου έσπασαν στην πλάτη το κοντάκιο του όπλου τους αλλά δεν τους μαρτύρησα τίποτα» θυμάται.
Μετά τη μεταπολίτευση ο κ. Μανώλης παραχώρησε ένα χωράφι του δίπλα στον κεντρικό δρόμο του χωριού όπου έγινε το μνημείο της Μάχης της Παναγιάς που φιλοτεχνήθηκε από το Χανιώτη γλύπτη Γιάννη Μαρκαντωνάκη και που κάθε χρόνο πραγματοποιείται η εκδήλωση μνήμης των γεγονότων του Νοέμβρη του 1944.
Το ιστορικό της Μάχης
Στη “Μάχη της Παναγιάς- Κεραμειών” ήταν από τις μεγαλύτερες εκ παρατάξεως μάχες που δόθηκαν από το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις στις 12 και 14 Νοεμβρίου του 1944. Προς την περιοχή των Κεραμειών όπου βρίσκονταν το 14ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ εκστράτευσε ισχυρή Γερμανική δύναμη περίπου 2.000 ανδρών υποστηριζόμενη από πυροβολικό και τα επάκτια πυροβόλα στον Πλατανιά και στο Κόκκινο Χωριό. Παρά την μεγάλη έλλειψη πυρομαχικών οι αντάρτες κατάφεραν να αποκρούσουν αρχικά τις Γερμανικές δυνάμεις, που συνέχισαν τις επιθέσεις τους και κατάφεραν να μπουν στο χωριό της Παναγιάς, στους Κάμπους και σε άλλα χωριά όπου εκτέλεσαν όποιο κάτοικο βρήκαν και έκαψαν σπίτια.