Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε πέρασε ένας χρόνος από την ημέρα, που ο αρχαιολόγος Κώστας Ψαράκης δεν είναι κοντά στην Οικογένειά του, τους φίλους του, τους συναδέλφους του. Ένας χρόνος χωρίς το χαμόγελο και την ευγενική παρουσία του στο σπίτι του, στη δουλειά του, στη συντροφιά με τους φίλους του, στους αγαπημένους τόπους που σύχναζε. Την απουσία του την έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη πιο πολύ όσοι συνεργαστήκαμε μαζί του για πολλά χρόνια και σχεδιάζαμε πράγματα χρήσιμα για τον τόπο. Γιατί Κώστας πίστευε πως ο σεβασμός και η σωστή αξιοποίηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι μια υποχρέωση για όλους και ένα βαρύ καθήκον για όσους ήταν ταγμένοι στην προστασία της, χωρίς παρεκκλίσεις και «δικαιολογίες».
Για αρκετά χρόνια στην τέως Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ήταν ο στενότερος συνεργάτης μου, ο άνθρωπος που εμπιστευόμουνα ακόμη και για τις πιο δύσκολες υποθέσεις, με ευθυκρισία στην αντιμετώπιση των θεμάτων των πολιτών και με μια πρακτική σκέψη στην επίλυση των προβλημάτων των μνημείων, στηριγμένη στις γνώσεις και την παρατηρητικότητά του. Δεν χρειαζόταν πάνω από πέντε λεπτά συζήτηση για «να μπει» στο κάθε θέμα, να το επεξεργαστεί στο μυαλό του και να βρει την πάντα σωστή λύση, έτοιμος να αναλάβει και την υλοποίησή της, χωρίς να λογαριάζει κόπους και δυσκολίες. Με του συναδέλφους στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αλλά και αργότερα του Δήμου Χανίων, είχε μια σχέση εμπιστοσύνης, αλληλοεκτίμησης και διάθεσης συνεργασίας σε μια καθαρά ανθρώπινη βάση. Σε κάποιες ενέργειες που θεωρούσε λανθασμένες ήταν επίμονος στις απόψεις του και κατάφερνε συνήθως με τον τρόπο του να πείθει και τον πιο δύσκολο.
Ο Κώστας διάβαζε πολύ, του άρεσε η έρευνα στα διάφορα αρχεία, συγκεντρώνοντας πολύτιμο υλικό, που διαφωτίζει το παρελθόν του τόπου όπου έζησε και αγάπησε. Στα κατάλοιπά του η καταγραφή των βιβλίων και χειρογράφων της Μονής Γωνιάς, δυο ομαδικές έρευνες για το Λιμάνι και το χωριό Στέρνες, ένα πλούσιο φωτογραφικό αρχείο και μια σε βάθος έρευνα στις παλιές εφημερίδες, από τις οποίες αντλούσε πληροφορίες για την εξέλιξη του τόπου και την τύχη των μνημείων στα νεότερα χρόνια. Δημοσίευσε μερικές ισχυρά τεκμηριωμένες μελέτες για τοιχογραφημένους ναούς, για το Φρούριο του Φιρκά, τα νεώρια, που συνδυάζουν τη γνώση του αντικειμένου με μια σε βάθος προσωπική έρευνα. Τα δυο μεγάλα άρθρα του στο περιοδικό «Νέα Χριστιανική Κρήτη» για τον εξαιρετικά δραστήριο ζωγράφο Γεώργιο Πολάκη, που προέκυψε μετά από μια εξαντλητική έρευνα στο νομό Χανίων, είναι στην ουσία η πρώτη ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινόμενου της διείσδυσης στην Κρήτη από την ελεύθερη Ελλάδα της νεότερης εκκλησιαστικής τέχνης σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Και δεν κουραζόταν μαζί με την αγαπημένη του Άννα, να τρέχουν στα πιο απίθανα σημεία του νομού αναζητώντας, τα έργα του ζωγράφου. Ήταν προσιτός σε όλους και δεν αρνήθηκε ποτέ στους τοπικούς φορείς, αλλά και πολίτες τη βοήθειά του, προκειμένου να αντιμετωπίσουν κάποιο θέμα σχετικό με τα μνημεία τους. Επέβλεψε πολλές ανασκαφικές έρευνες, αναστηλώσεις μνημείων, συνέβαλε στη σύνταξη πολλών μελετών αποκατάστασης σε στενή συνεργασία με τους συναδέλφους του άλλων ειδικοτήτων, πραγματοποίησε πολλές καταγραφές κειμηλίων, πολλές φορές με δική του πρωτοβουλία, χωρίς ποτέ να κουράζεται. Ήταν πάντα πρόθυμος να ξεναγήσει σε μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους, είτε ομάδες πολιτών, είτε σχολεία, είτε επίσημους ξένους χωρίς ποτέ να λογαριάζει τον προσωπικό του χρόνο. Η απουσία του και εδώ είναι αισθητή.
Ήταν ο πιο αγαπητός ανάμεσα στους συναδέλφους του είτε στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, είτε στο Δήμο Χανίων, όπου είχε μετακινηθεί τα τελευταία χρόνια. Στο πρόσωπό του έλαμπε πάντα ένα πλατύ χαμόγελο, ακόμη και όταν αντιμετώπιζε κάποιες δύσκολες καταστάσεις. Στο τελευταίο οδυνηρό-όχι μόνο για τον ίδιο-μέρος της ζωής του, στάθηκε με αληθινή παρρησία, χωρίς ποτέ να χάνει το θάρρος του, αν και είμαι σίγουρος πως γνώριζε ότι το τέλος ήταν κοντά. Και μέχρι την τελευταία στιγμή δεν σταμάτησε, με μια φανερή δυσκολία που κάθε μέρα γινόταν και πιο αισθητή, να ασχολείται με όσα είχε συνηθίσει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Και «έφυγε» ξαφνικά για όλους μας σε μια στιγμή που είχε πολλά να προσφέρει στην οικογένειά του και τον τόπο. Μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο, την Άννα, τα παιδιά του, τον Κυριάκο και την Κατερίνα και τα αδέλφια του, την Βάσω και το Μένιο, εμείς οι φίλοι του θα τον μνημονεύσομε για μια ακόμη φορά την Κυριακή στο ετήσιο μνημόσυνό του, γνωρίζοντας καλά ότι «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι».