Eνα πρωινό του Φλεβάρη του 1960, στο Μιλάνο, ο αρχιτέκτονας Αντόνιο Ντορίγκο, ετών σαράντα εννέα, τηλεφώνησε στην κυρία Ερμελίνα.
Ο Ντορίγκο είναι τακτικός πελάτης και η κυρία Ερμελίνα φροντίζει να ικανοποιεί πάντα τις επιθυμίες του, με εχεμύθεια και διακριτικότητα, διαθέτοντας τα καλύτερα κορίτσια. Επαγγελματικά επιτυχημένος και αμετανόητος εργένης ο Ντορίγκο θα δει τα πάντα να ανατρέπονται όταν θα ερωτευτεί τη Λάιντε, ένα από τα κορίτσια της κυρίας Ερμελίνα. Εκείνη τον σέρνει από τη μύτη και εκείνος όλο λέει πως θα ξεκόψει.
Αυτή είναι η υπόθεση του μυθιστορήματος Ένας έρωτας του σπουδαίου συγγραφέα Ντίνο Μπουτζάτι, και αντιλαμβάνομαι τον σκεπτικισμό κάποιων από εσάς, γιατί τον ένιωσα αρκετά έντονο κι εγώ μέχρι κάποια σελίδα, φλερτάροντας ακόμα και με την ιδέα να παρατήσω το βιβλίο αυτό, που έμοιαζε με σαπουνόπερα, κι εγώ δεν περίμενα κάτι τέτοιο επιλέγοντας το συγκεκριμένο βιβλίο και γνωρίζοντας το ύφος του Μπουτζάτι, όμως σχετικά σύντομα, και αφού ένα βράδυ έτυχε να διαβάσω αρκετές σελίδες μαζεμένες, η προσοχή μου πέρασε οριστικά από την υπόθεση στον τρόπο με τον οποίο ο γεννημένος το 1906 στο Μπελούνο συγγραφέας διηγείται αυτή την απλοϊκή ιστορία. Και τότε άρχισα να απολαμβάνω πραγματικά το μυθιστόρημα, διαβάζοντας μάλιστα ξανά τις πρώτες σελίδες, και να παρατηρώ -ή να υποθέτω τουλάχιστον- τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος -ο Μπουτζάτι στην προκειμένη περίπτωση- να γράψει σπουδαία λογοτεχνία με τα πλέον φτηνά και απλοϊκά υλικά, να παραδώσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα μεταμφιεσμένο σε λογοτεχνία για το σύνολο του αναγνωστικού κοινού, χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς.
Δεν μπορώ βέβαια να ξέρω -ή να υποθέσω- τα κίνητρα του Μπουτζάτι, ο οποίος σε μεγάλη σχετικά ηλικία και με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του αποφάσισε να γράψει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ενώ στην περίπτωση του Βραζιλιάνου Μάριο Αντράντε, για παράδειγμα, υπήρχε ένα θεωρητικό κείμενο που εξηγούσε τις προθέσεις του μοντερνιστή συγγραφέα. Και αναφέρομαι στην περίπτωση του Αντράντε εξαιτίας της συγγένειας του Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο με το Ένας έρωτας, δύο απλοϊκές, σχεδόν χαζές ιστορίες δοσμένες με τον τρόπο της σπουδαίας λογοτεχνίας, -στην περίπτωση του Αντράντε κυρίως- στην υπεραιχμή της λογοτεχνικής πρωτοπορίας.
Μία από τις ερμηνείες που σκέφτηκα -αυθαίρετη και πιθανότατα αβάσιμη- είναι εκείνη της ανολοκλήρωτης σάτιρας. Ο Μπουτζάτι, σκέφτηκα, θέλει να σατιρίσει τον Αντόνιο Ντορίγκο, και μέσω αυτού ένα σωρό πράγματα ακόμα, όπως την εποχή, το Μιλάνο, τη λογοτεχνία κτλ. κτλ. Και ξεκινάει, σκέφτηκα, έχοντας αυτό στο μυαλό του, τη σάτιρα, όμως σύντομα συνειδητοποιεί πως τρέφει κάποια αισθήματα για τον πρωταγωνιστή του, ταυτίζεται μαζί του ή τον λυπάται, αναλογίζεται τη δύναμη του έρωτα και την ήττα της λογικής, καταλαβαίνει πως η καρικατούρα που ήθελε να δημιουργήσει διαθέτει κάτι το έντονα ανθρώπινο. Και κάπως έτσι συνεχίζει την εξιστόρηση, και βυθίζεται όλο και περισσότερο στην προσπάθεια κατανόησης -και δικαιολόγησης στα μάτια του αδηφάγου αναγνώστη- του Ντορίγκο.
Όπως και αν έχει, όποιες και εάν ήταν οι συγγραφικές επιδιώξεις, το Ένας έρωτας είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα έργα του Μπουτζάτι, που παρά τη βαρετή υπόθεση και τη ροπή προς τα στερεότυπα, διαθέτει αρκετές αρετές ικανές να ανταμείψουν τον επίμονο αναγνώστη.