» Το θέατρο Κυδωνία με το έργο ΤΑΞΗ στήνει έναν καθρέφτη μέσα στις αίθουσες των σχολείων όπου μπορούμε δάσκαλοι και γονείς να δούμε τον εαυτό μας!
Παρακολούθησα τον Δεκέμβριο του ’23 τη θεατρική παράσταση ‘‘Τάξη’’ της Ι. Γκόλντεν και του Ντ. Χόραν στο Θέατρο Κυδωνία, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Τώρα, μέσα στη νέα χρονιά θα δοθεί και ένας δεύτερος κύκλος παραστάσεων, από 19/1 έως 4/2/2024. Θα πω προκαταβολικά ότι οι ηθοποιοί, η σκηνοθεσία, η αισθητική της παράστασης ήταν για ακόμα μια φορά όλα άψογα, όμως το κείμενο, η υπόθεση δηλαδή του έργου, δημιούργησε μέσα μου κάτι το μοναδικό, τόσο ως εκπαιδευτικός που είμαι, όσο και ως γονιός που επισκέφτηκε στο παρελθόν πολλές φορές τα σχολεία των παιδιών του για να ακούσει από το στόμα δασκάλων την πρόοδό τους.
Το έργο εξελίσσεται σε μια σχολική τάξη όπου ένας δάσκαλος έχει καλέσει τους εν διαστάσει γονείς ενός μαθητή του να συζητήσουν για την πρόοδο του παιδιού τους. Από τη μια μεριά δηλαδή έχουμε έναν εκπαιδευτικό που ενδιαφέρεται και δένεται με τους μαθητές του αναζητώντας τρόπους για να βοηθήσει το μέλλον τους, και από την άλλη τους γονείς, που ναι μεν αγαπούν τα παιδιά τους αλλά ταυτόχρονα η προσωπική τους ζωή είναι γεμάτη αντιπερισπασμούς και δικά τους προβλήματα.
Όπως δηλαδή, σας βεβαιώνω ως εκπαιδευτικός, συμβαίνει και στην καθημερινή σχολική ζωή όπου δάσκαλος και γονιός συναντιούνται σχεδόν πάντα μέσα στην ένταση του καθημερινού εργασιακού ωραρίου, με αποτέλεσμα η επικοινωνία τους να δυσχεραίνεται και να διαταράσσεται από τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν θέματα άσχετα προς την σχολική πρόοδο των παιδιών. Χωρίς καθαρό μυαλό (γιατί άργησε το λεωφορείο ή γιατί μια άλλη υπόθεση του σχολείου αποσπά την προσοχή) η επικοινωνία κρέμεται από μια λεπτή κλωστή πάνω από μια άβυσσο ασυνεννοησίας που τελικά οδηγείται αναπόφευκτα στη σύγκρουση που εξοντώνει συναισθηματικά και τις δύο πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές στο έργο φαίνονται σε στιγμές να συμφωνούν αρμονικά για το τι είναι καλό για το παιδί, και σε άλλες στιγμές έρχονται σε απόλυτη σύγκρουση, με αποτέλεσμα τη διάσταση απόψεων και τον αναγκαίο εκ των περιστάσεων συμβιβασμό.
Όλο το θεατρικό έργο είναι ένα ταξίδι στη φουρτουνιασμένη από συναισθήματα και καταστάσεις θάλασσα της ιδιωτικής ζωής που δυστυχώς ταράσσει τη γαλήνια ατμόσφαιρα της σχολικής τάξης σε βάρος αυτών που τελικά την έχουν περισσότερο ανάγκη, των μαθητών. Όταν στην τάξη βλέπουμε τους μαθητές να κάνουν μάθημα με τον δάσκαλό τους υπάρχει γαλήνη. Όταν στην τάξη εισβάλλουν οι γονείς, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα πνίγει τα πάντα! Κατά τη διάρκεια της παράστασης ένας εκπαιδευτικός θα δει τη χθεσινή του μέρα στη δουλειά να εκτυλίσσεται ξανά μπροστά στα μάτια του, θα κρίνει ως σωστές ή λάθος τις πρακτικές και τις κουβέντες του δασκάλου προς τους γονείς, θα δει πόσο πολυπαραγοντικό είναι αυτό που καθορίζει τη στάση του συνομιλητή γονιού, θα προβληματιστεί και ίσως αλλάξει σε σημεία την καθημερινή του πρακτική. Ένας γονιός θεατής θα έχει στιγμές που θα ταυτιστεί με τους γονείς του έργου, ή που θα εκνευριστεί μαζί τους, θα λυπηθεί, θα θελήσει να βρίσει το δάσκαλο, θα θελήσει να ρίξει εκείνος μια μπουνιά στο γονιό, και στο τέλος είμαι σίγουρος πως θα προβληματιστεί και ίσως αλλάξει σε σημεία την καθημερινή του κριτική απέναντι στους δασκάλους του παιδιού του.
Πέρα από τη σχέση γονιού – εκπαιδευτικού, το έργο αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της ειδικής αγωγής. Δύο γονείς που φέρουν πάνω τους νωπά ακόμη τα τραύματα από την μαθητική τους ζωή, λόγω της προβληματικής αντιμετώπισης των δικών τους μαθησιακών δυσκολιών, στέκουν με αμφιβολίες απέναντι στην πρόταση του δασκάλου να εξετάσει το παιδί τους σχολικός ψυχολόγος για πιθανή δυσλεξία. Δεν ακούν καν πως η ειδική αγωγή έχει αλλάξει και πια δεν υπάρχει «τάξη για μαθητές με ειδικές ανάγκες» αλλά «ειδικοί δάσκαλοι που δουλεύουν μέσα στην τάξη». Οι πληγές της δικής τους σχολικής εμπειρίας δημιουργούν στον πατέρα την έκρηξη που θα οδηγήσει στην τελική ρήξη και στη μητέρα την ανάγκη της συνθηκολόγησης για το καλό του παιδιού της! Το αποτέλεσμα όμως της ειδικής αγωγής φαίνεται στην τελευταία σκηνή με τους μαθητές στην τάξη. Και οι δύο είναι μακριά από τις άσχημες σχολικές εμπειρίες των γονιών τους. Και οι δύο έχουν αγαπήσει το δάσκαλο και λυπούνται βαθύτατα που θα τον χάσουν!
Όλο το έργο είναι μια εκπληκτικά πετυχημένη απεικόνιση αυτού που κάθε μέρα εμείς οι εκπαιδευτικοί ζούμε στα σχολεία! Προτρέπω ενθέρμως όλους, δασκάλους, γονείς και θεατρόφιλους, να μην χάσουν αυτό το έργο, τώρα που προσφέρεται και ένας δεύτερος κύκλος παραστάσεων! Να σπεύσουν να το δουν!
*Ο Βασίλης Παπαστάμος διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση και είναι διευθυντής
του Γυμνασίου Πλατανιά