Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ενας “Ολύμπιος” Χανιώτης

» 13 Αυγούστου 2015: 47 χρόνια μετά την απόπειρα τυραννοκτονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου
» 4 μήνες (παρά 2 ημέρες) από τον θάνατο του Γιάννη Κλωνιζάκη

13 Αυγούστου 1968. Μια παρέα θαρραλέων και αποφασισμένων ανδρών, μελών της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση», επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, πραγματοποιεί το πιο παράτολμο και εν δυνάμει καίριο χτύπημα στη χούντα. Επιχειρούν να απαλλάξουν τη χώρα από το Γεώργιο Παπαδόπουλο, παγιδεύοντας με εκρηκτικά ένα κομμάτι της διαδρομής που θα ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα. Για καθαρά συγκυριακούς λόγους αποτυγχάνουν.
Ενα ιστορικό γεγονός, ο πολιτικός στόχος του οποίου δεν επετεύχθη, με όλο το αρνητικές συνέπειες που αυτό επέφερε για τους γενναίους επίδοξους τυραννοκτόνους και την πορεία του Ελλαδικού και Κυπριακού ελληνισμού. Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται επιτόπου και τις αμέσως επόμενες μέρες συλλαμβάνονται άλλα 14 άτομα ως συνεργοί του. Ο Γ. Κλωνιζάκης συλλαμβάνεται στις 19/8. Ολοι τους προφυλακίζονται και βασανίζονται απάνθρωπα. Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 1968, αρχίζει η δίκη του Αλέκου Παναγούλη και των συντρόφων του και στις 17 Νοεμβρίου θα εκδοθεί η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου. Δεν αποτέλεσε έκπληξη: δις εις θάνατον καταδικάστηκε ο Παναγούλης και σε διάφορες ποινές 10 από τους συγκατηγορούμενούς του, οι Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Αρτέμης Κλωνιζάκης, Ευστάθιος Γιώτας, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης, Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Τζάννος Βαλασέλης και Αντώνης Πρίντεζης.
Εδώ θα αναφερθούν τα γεγονότα από τη σκοπιά του Γιάννη Κλωνιζάκη, όπως τα διηγήθηκε το 2006 σε συνέντευξή του στο Στέλιο Κούλογλου, υλικό που περιέχεται στο υπό έκδοση βιβλίο του δημοσιογράφου με τίτλο «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση». Επίσης, θα αναφερθούν πληροφορίες και θα δημοσιευθεί ανέκδοτο υλικό, που ο σπουδαίος εκλιπών μοιράστηκε με τη γράφουσα και τους μαθητές και τις μαθήτριές της στο Γενικό Λύκειο Κολυμβαρίου το 2013, όταν συνεργάστηκε με το σχολείο μας και μας έκανε την τιμή να το επισκεφτεί.
Ο Κλωνιζάκης, όπως και ο Παναγούλης, χρησιμοποιούσε πάντα τον όρο τυραννοκτονία. Έλεγε: «Δεν είναι ένοπλη αντίσταση αυτή. Ένοπλη αντίσταση είναι όταν παίρνεις τα όπλα και κυνηγάς τους αντιπάλους σου σε ανοιχτό πεδίο. Εδώ ήταν μια τυραννοκτονία. Μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα είναι μαθημένη στις τυραννοκτονίες και ότι επαινεί τους τυραννοκτόνους. Από την αρχαιότητα έτσι γίνεται».
(σ.σ. O Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας, γνωστοί σαν Τυραννοκτόνοι, τιμήθηκαν σαν ήρωες στην αρχαία Αθήνα αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν καταστεί συμβολικά πρόσωπα προασπιστών της δημοκρατίας).
Ο Γιάννης Κλωνιζάκης αποκαλύπτει ότι «δεν είναι η πρώτη και η τελευταία απόπειρα που είχε γίνει κατά του Παπαδόπουλου. Είχαμε κάνει τότε με το φεστιβάλ του ελληνικού τραγουδιού (σ.σ δηλαδή το Σεπτέμβριο του 1967) (…) Όπου δυστυχώς, πάλι από συγκυρίες δεν επέτυχε αυτό που θέλαμε. Εκεί θα ξεκαθάριζε το πράγμα (…) Και τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξεσηκωθεί ο ίδιος ο λαός που παρακολουθούσε το φεστιβάλ και να καταφέρεται εναντίον των τυράννων (…) Και θα βλέπαμε οι συγκεντρώσεις πως μετατρέπονται από φιλικές σε εχθρικές».
Το χρονικό της υπόθεσης, όπως ο Γιάννης Κλωνιζάκης το περιγράφει, έχει ως εξής:
«…Με τον Αλέκο Παναγούλη γνωριστήκαμε το 1961 στο Πολυτεχνείο της Αθήνας (….) Αυτός σπούδαζε Μηχανολόγος, εγώ σπούδαζα Πολιτικός Μηχανικός (…) Στη σχολή Αρχιτεκτόνων κυριαρχούσε η ΕΔΑ, όλες οι άλλες σχολές ανήκαν στην τότε ΕΡΕ. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τον πρώτο πυρήνα της ΕΔΗΝ, της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, για τις εκλογές στο Πολυτεχνείο.
Το 1964 με είχε επισκεφτεί στα Χανιά ο μακαρίτης ο Αλέκος και μου είπε ότι κάτι δεν πάει καλά. Διότι στην Αμερική δεν μπορούσαν να ανεχθούν την άνοδο του Παπανδρέου και επομένως θα έπρεπε να τον ρίξουν και ο μόνος τρόπος ήταν μια δικτατορία. Και κάναμε κουβέντες, τι υλικά να μαζεύουμε για δυναμική αντίσταση. Ακόμη και νιτρική αμμωνία, το λίπασμα, που αν την επεξεργαστείς μπορεί να γίνει μια καλή εκρηκτική ύλη. Και επίσης να έχουμε πολυγράφους στην μπάντα.
Οταν έγινε η δικτατορία ήμουν στην Αθήνα, είχα γραφείο τεχνικό στο Μενίδι. Ο κόσμος ναι μεν ήταν εναντίον της επιβολής της στρατιωτικής δικτατορίας, πλην όμως δεν το εξεδήλωνε εύκολα. Ηθελε κάποια τσιγκλίσματα… Επρεπε να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι για να ξεκινήσουν (…).
Δεν μας πείραξαν εμάς τους κεντρώους στην αρχή. Στο αστυνομικό τμήμα του Μενιδίου, υπηρετούσαν άλλωστε πάρα πολλοί Κρητικοί. Ο Σπανάκης από το Λασίθι, ο Νικολακάκης από τα Χανιά, ήταν και από το Ρέθυμνο δυο – τρεις. Οπότε ήταν αδύνατον να μην μάθω αν θα θέλανε να μας συλλάβουν. Και μάλιστα αυτοί αργότερα είχαν ενεργοποιηθεί στην οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» που φτιάξαμε με τον Αλέκο (…).
Η απόπειρα απέτυχε από ατυχία. Μας είχαν βοηθήσει άνθρωποι της φρουράς του Παπαδόπουλου οι οποίοι ήταν Κρήτες στην καταγωγή. Αυτοί μας έδωσαν τη διαδρομή που κάνει κάθε πρωί, τι ώρα ξεκινάει, τι ώρα περνάει από τον τόπο που επιλέξαμε.
Την προηγούμενη μέρα, στις 12 Αυγούστου, στις 11 το βράδυ είχανε πάει ο Αλέκος με το Λεκανίδη στην περιοχή που είχαμε επιλέξει, για να τοποθετήσουν την μπαταρία προκειμένου να γίνει η πυροδότηση. Τα εκρηκτικά είχαν μπει δυο – τρεις μέρες πιο μπροστά. Αλλά πάνω στη γέφυρα υπήρχε ένα ζευγάρι. Και αυτό τους καθυστέρησε πάρα πολύ και τους ανάγκασε να βάλουν την μπαταρία σε μεγαλύτερη απόσταση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί καλώδιο παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Αν υπήρχε καμιά καθυστέρηση θα μας ειδοποιούσαν οι Χωροφύλακες της Φρουράς να μην ξεκινήσουμε.
Εγώ είχα το καθήκον να πετάξω καρφιά σε ορισμένες περιοχές για να προκληθεί κυκλοφοριακή σύγχυση. Και άλλοι είχαν καθήκον να πυροδοτήσουν κάποιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε ορισμένες περιοχές. Σε μέρη πάντα που να μην κινδυνεύουν άνθρωποι.
Ολα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που έγινε η πυροδότηση. Επειδή το καλώδιο ήταν μεγαλύτερο, υπήρχε μια καθυστέρηση κάποιου δέκατου του δευτερολέπτου, η ταχύτητα όμως με την οποία έτρεχε ο Παπαδόπουλος ήταν πολύ μεγάλη και τη γλύτωσε. Αν είχαμε πετύχει θα έπεφτε σύγχυση και φαγωμάρα στη χούντα και θα είχαμε αλλαγή της κατάστασης. Δεν είχανε ετοιμάσει διαδοχή, δεν φαντάζονταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο εναντίον τους, διότι στηρίζονταν στα δρακόντεια μέτρα που έπαιρναν για κάθε μετακίνησή τους.
Μετά την έκρηξη ο Ζαμπέλης και ο Λεκανίδης έφυγαν με το αυτοκίνητο. Ο Αλέκος διέφυγε μέσω θαλάσσης, πήγε κάτω από ένα οχετό και είχε την ατυχία την ώρα που έφευγαν οι χωροφύλακες να πέσει το καπέλο του επικεφαλής μέσα στη θάλασσα. Πήγε να το πάρει και τον είδε μέσα στον οχετό. Αλλιώς θα είχε ξεφύγει κι αυτός (…).
Με πήγαν στη Μπουμπουλίνας και από εκεί μετά από ανακρίσεις στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου παρέμεινα εκεί μέχρι την ημέρα της δίκης. Φάλαγγα, χτυπήματα, στο κεφάλι. Αυτό που πείραζε περισσότερο από όλα ήταν τα ψυχολογικά βασανιστήρια (…).
Στην αρχή προορίζανε και τον Αλέκο και τον Λευτέρη Βερυβάκη για θάνατο. Εμάς μας πήγαιναν για ισόβια. Τελικά είπαν να μην ματώσουμε πολύ, να πάμε μόνο τον Αλέκο για θάνατο. Εγώ καταδικάστηκα σε 24 χρόνια.
Την επόμενη από το δικαστήριο, με πήγαν στις φυλακές του Κορυδαλλού όπου κάτσαμε μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων, όταν χωρίς καμιά ειδοποίηση προς τους δικούς μας μάς πήγαν στην Αίγινα. Μετά τη δραπέτευση του Ζαμπέλη, τις ημέρες που γινόταν όλη αυτή η φασαρία με τον τελικό του Παναθηναϊκού στο Γουέμπλεϊ, μας πήγαν στον Κορυδαλλό για να ολοκληρωθούν οι ανακρίσεις και από εκεί και πέρα μας οδήγησαν στην Κέρκυρα.
Ημασταν στην ακτίνα των πολιτικών κρατουμένων, υπήρχε ένας σεβασμός από πλευράς των ποινικών κρατουμένων. Εγώ είχα καταφέρει να πάρω εργαλεία για να κάνω ξυλογλυπτική τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να κόψουμε κάποια σίδερα από το κελί του Σήφη Βαλυράκη και του μακαρίτη του Γεωργακάκη του Μπάμπη (…) Κατάφερα και μάζεψα κάποια χρήματα και τους έδωσα.
Στη δραπέτευση, εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω, θα έπρεπε να πάρουν μέρος αυτοί οι οποίοι είχαν τη σωματική ικανότητα και τις κατάλληλες διαστάσεις. Μπορούσαν αυτοί οι 2 οι Κρητικοί. Ήταν άνθρωποι που ήθελαν να ζήσουν πάντα ελεύθεροι. Τι να κάνουμε, Κρητικοί είμαστε, κουζουλοί είμαστε.
Θεωρήσαμε καλό να ενημερώσουμε, εγώ, ο Σήφης και ο Μπάμπης, τους άλλους πολιτικούς κρατουμένους ότι απόψε το βράδυ θα γίνει η δραπέτευση, θα φύγουν αυτοί οι δύο. Βέβαια, πολλοί το θεώρησαν πάρα πολύ καλό, αλλά ήταν και αρκετοί οι οποίοι δυσανασχέτησαν. Οι φυλακισμένοι από την παραδοσιακή αριστερά υποστήριζαν ότι ούτε τα χρόνια τα δύσκολα του εμφυλίου ποτέ δεν κάναμε αποδράσεις. Γιατί αυτό είναι εις βάρος των άλλων που μένουν. Η δική μου παρέα είχε μια άλλη άποψη. Ότι είναι μια πράξη που θα χτυπήσει τη δικτατορία και θα φανεί προς τα έξω, θα ανακινήσει την κοινή γνώμη. Και θα δείξει ότι εκεί μέσα δεν κάθονται… Πράγματι, με την απόδραση έγινε πολύ μεγάλος θόρυβος ο οποίος βοήθησε την αντίσταση τις ημέρες εκείνες(…).
Βγήκα με την αμνηστία του Παπαδόπουλου το καλοκαίρι του ’73, πήγα στα Χανιά και είδα τους δικούς μου. Μετά από λίγο καιρό κατέβηκε και ο Αλέκος με τη Φαλάτσι (σ.σ. εννοεί φυσικά τη διάσημη και πολύ μαχητική Ιταλίδα δημοσιογράφο με την οποία ο Παναγούλης είχε αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση). Από όπου περνούσαμε βλέπαμε τη διάθεση των παιδιών και των μεγάλων να έρθουν να μας χαιρετήσουν και να μας ευχηθούν τα καλύτερα πράγματα για τη ζωή μας…».

ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΥΠΕΘΥΝΟΤΗΤΑ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ
Αυτή ήταν η περιγραφή των γεγονότων μέσα από τη διήγηση του Γιάννη Κλωνιζάκη. Ο Κλωνιζάκης ή αλλιώς «Ολύμπιος», όπως τόσο εύστοχα τον ονόμασε ο φίλος και συναγωνιστής του ο Αλέκος Παναγούλης λόγω της παροιμιώδους ηρεμίας και ψυχραιμίας του, ήταν ένας άνθρωπος που έκανε το θάρρος, την υπευθυνότητα, τη γενναιότητα, την ανθεκτικότητα και τη σεμνότητα από στοιχεία του χαρακτήρα του τρόπο ζωής και δράσης. Χαμηλών τόνων και διακριτικός άνθρωπος, είχε τη σεμνότητα και τη σοβαρότητα ενός πραγματικά σπουδαίου ανθρώπου που δεν διαφημίζει το προφανές, που σεμνύνεται, δεν επαίρεται αλλά περηφανεύεται για τη διαδρομή του, την οποία από τη μια θεωρούσε ότι ήταν καθήκον του και από την άλλη ότι ήταν τιμή του να ακολουθήσει. Δεν εξαργύρωσε τους αγώνες του με θέσεις, εξουσία ή χρήματα. Ούτε με δόξα. Οι ήρωες δεν χρειάζονται δάφνες, τις δικαιούνται. Διεκδίκησε μόνο, μάλλον αποδέχτηκε, αυτό που κάθε άνθρωπος- πολίτης-σύντροφος-πατέρας-φίλος-συνάδελφος-συντοπίτης ονειρεύεται και τελικά πετυχαίνει: το πέρασμά του από τη ζωή αυτή να επηρεάσει θετικά συγχρόνους και μεταγενέστερους. Αυτό το κατάφερε ο Γιάννης Κλωνιζάκη;. Δεν επεδίωξε να γίνει ήρωας, αλλά κολακευόταν με την πιθανότητα να γίνει πρότυπο. Μειδιούσε εύλογα και φανερά όταν μιλούσε για την κληρονομιά που ήθελε να αφήσει: την επώδυνη, αλλά φυσική σεμνότητα αυτού που παρέλαβε ένα άγονο χωράφι και το παραδίδει εύφορο περιβόλι. Για να το χαρούν δικοί και ξένοι, επίπονα αλλά απλόχερα δοσμένο στο μέλλον. Πολύτιμη αλλά βαριά κληρονομιά για τα παιδιά του, κυρίως τα βιολογικά, για τα οποία τόσο σεμνά και διακριτικά περηφανευόταν. Και για τα παιδιά των άλλων, όλων των άλλων, φίλων ή εχθρών. Ήταν τόσο σπουδαίος που δεν έκανε διακρίσεις, ούτε είχε θυμό, απέχθεια ή κακία. Όσο μετριοπαθώς περιέγραφε τη δικιά του διαδρομή, με ακόμη περισσότερη μετριοφροσύνη θαύμαζε, αναδείκνυε και αναγνώριζε τις αρετές όλων των πραγματικών αγωνιστών, ανεξαρτήτως πολιτικών προσδιορισμών και προσωπικών χαρακτηριστικών. Μάθημα μέγιστο από τους αγωνιστές της γενιάς του και τους ακόμη παλαιότερους. Παρακαταθήκη για το μέλλον του ταλαιπωρημένου τούτου τόπου.
Αυτός ήταν ο Γιάννης Κλωνιζάκης. Ο ήρωας της διπλανής πόρτας. Αυτός που έμαθε στη γράφουσα και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν -έστω και λίγο- από κοντά ότι ένας ήρωας, ένας πραγματικός ήρωας, μπορεί να είναι ένας πραγματικός άνθρωπος. Αξιοθαύμαστος έτσι κι αλλιώς για το χαρακτήρα του, την προσωπική του διαδρομή, τον τρόπο που διαχειριζόταν την καθημερινότητά του και τους πολλαπλούς κοινωνικούς ρόλους του -πολίτης, επαγγελματίας, σύζυγος, πατέρας, παππούς, φίλος, συνάνθρωπος. Και, όπως όλοι οι μέγιστοι, ήταν απλός. Ειλικρινά και συγκλονιστικά απλός.
Αυτός είναι ο Γιάννης Κλωνιζάκης. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Κάποιος, που αν και υπερέβη -λόγω και έργω- με τις ιδέες και τις πράξεις του το μέσο όρο ύπαρξης και προσφοράς, προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να ζήσει εντός του μέσου όρου. Γιατί, για τον Κλωνιζάκη, αυτός ο μέσος όρος ήταν όλες οι εκφάνσεις της ζωής και της δραστηριότητας ενός ανθρώπου. Ο μέσος άνθρωπος γι’ αυτόν, ήταν ολοφάνερο, ήταν κάποιος που μοχθούσε και επιζητούσε, όχι την αναγνώριση -αν και τη χαιρόταν, αλλά την αρετή και την αξιοσύνη σε όλα τα πεδία- ατομικά και κοινωνικά. Στο αξιακό σύστημα του Γιάννη Κλωνιζάκη, ο μέσος άνθρωπος όφειλε να σκέφτεται και να πράττει τα βέλτιστα σε όλες τις συνθήκες και σε όλα τα επίπεδα. Για αυτόν ήταν δεδομένο ότι κάποιος -οποιοσδήποτε- έπρεπε, μάλλον ήταν φυσικό, να φέρεται με εντιμότητα, σεμνότητα και όραμα, αν και νομίζω ότι ένιωθε μια φανερή συμπόνια (αλλά ίσως και μια ελαφριά και συγκαλυμμένη περιφρόνηση) γι’ αυτούς, τους πολλούς, που είχαν κάνει άλλες επιλογές στη ζωή τους. Για όλους αυτούς που πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων τα ιδανικά τους από φόβο ή ίδιον όφελος εξέφραζε απροκάλυπτα τον οίκτο του, συναίσθημα τρομερό για έναν αγωνιστή, αλλά και τελικά χάριζε τη συγχώρεσή του, όπως μόνο οι μεγαλόκαρδοι μπορούν. Πίστευε -και αυτό του έδινε αισιοδοξία και δύναμη- ότι υπήρχαν και άλλοι πολλοί σαν αυτόν, για τους οποίους η οδός της αρετής δεν ήταν επιλογή -η άριστη επιλογή- αλλά ένας εκ των έσω επιβεβλημένος μονόδρομος. Η αρετή ήταν το κοινωνικό του οξυγόνο. Αυτήν ανέπνεε και απέπνεε. Με αυτήν έζησε και αυτήν κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Γιάννης Κλωνιζάκης δεν αποδεχόταν να τον χαρακτηρίζουν ήρωα. Η σεμνότητα του δεν του το επέτρεπε. Επειδή όμως δεν ζει ανάμεσά μας πια, μπορώ να εκφράσω δημόσια και άφοβα την εκτίμησή μου, το θαυμασμό μου και την αγάπη μου στο πρόσωπό του και στο πρότυπο ζωής που τόσο επάξια αντιπροσώπευσε. Και, φυσικά, να του αποδώσω το χαρακτηρισμό του ήρωα.
Ήρωας είναι ο γενναίος αγωνιστής, ο ατρόμητος μαχητής για το γενικό καλό, το ηθικό και το ωραίο αλλά και, καθημερινά, ο αφοσιωμένος σύζυγος, ο στοργικός πατέρας, ο έντιμος και σκληρά εργαζόμενος επαγγελματίας, ο πιστός φίλος, ο ενεργός πολίτης, ο ανιδιοτελής και δοτικός συνάνθρωπος, ο σεμνός ιδεαλιστής, και, κυρίως ο άνθρωπος που είναι ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω.
Ο Γιάννης Κλωνιζάκης όσο αρνιόταν τόσο επιβεβαίωνε με αυτή του την άρνηση το χαρακτηρισμό του ως ήρωα. Γιατί, όπως αναλύθηκε παραπάνω, είχε όλες τις προδιαγραφές και κυρίως τη στόφα του πραγματικού ήρωα: τη σοφία, τη μεγαλοψυχία, τη σεμνότητα, την απλότητα και ακόμα παραπάνω τον «αντιηρωισμό» ενός υπέροχου και σπουδαίου ανθρώπου.
Μακάρι να ήταν ακόμα ανάμεσά μας και να παίρναμε κουράγιο αυτές τις δύσκολες στιγμές απλά και μόνο με τη γνώση και την αίσθηση ότι αναπνέει κάπου δίπλα μας. Η «ολύμπια» ηρεμία και ψυχραιμία του, στήριγμα και αποκούμπι ακόμα και για τον εξαιρετικά ανδρείο και ατρόμητο Αλέκο Παναγούλη, θα ήταν παρηγορητική για όλους μας, ιδιαίτερα τώρα, σε αυτό το τραχύ παρόν. Αυτή η απώλεια μπορεί να αναπληρωθεί μόνο με τη μνήμη και το θαυμασμό. Εμείς δεν πρέπει να ξεχάσουμε!
Αυτή τη μαρτυρία ψυχής καταθέτω στους Χανιώτες συμπολίτες μου.
Επί τη ευκαιρία, παίρνω το θάρρος να μοιραστώ με τους αναγνώστες τη σκέψη μου ότι η πόλη που τόσο αγάπησε πρέπει να έχει ένα δρόμο ή μια πλατεία με το όνομά του.

*καθηγήτρια στο Γενικό Λύκειο Κολυμβαρίου

• Ευχαριστώ από καρδιάς το Μίλτο Κλωνιζάκη και όλη την οικογένεια του Γ. Κλωνιζάκη, που συναίνεσαν και αυτοί να δημοσιευτεί ένα κομμάτι από το πολύτιμο προσωπικό του αρχείο, το οποίο μου είχε εμπιστευτεί όταν συνεργάστηκε με το σχολείο μου και εμένα προσωπικά το σχολικό έτος 2012 – 13 προς όφελος όλης της σχολικής μας κοινότητας. Ευχαριστώ επίσης το συνάδελφο από το ΕΠΑ.Λ. Ακρωτηρίου Γιώργο Χαρχαλάκη για τη βοήθεια στην επιμέλεια του κειμένου, αλλά και τα “Χανιώτικα Νέα”, που πάντα απλόχερα προσφέρουν χώρο και βήμα για τέτοιες δημοσιεύσεις.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα