Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

“Ένας παράνομος έρωτας στη Σπλάντζια επί Τουρκοκρατίας”

«Απόψε μέσα στη βαθιά νύχτα, το μόνο που φαίνεται να έχει ζωή εδώ κάτω, είναι τούτο το πλατάνι… Και γύρω απ’ τη βροχή, ανάμεσα στα σκοτεινιασμένα φύλλα, αστράφτει ένας αλλιώτικος κόσμος, σάμπως τα κρούσταλλα του ναργιλέ πίσω από την αναμμένη λάμπα, στο ψηλό, ξύλινο ράφι του Καφενείου, εκεί όπου άλλοτε… θαρρώ πως το δυνατότερο στοιχείο στον άνθρωπο είναι η μνήμη.
Oταν σιγούν τα γεγονότα, όταν σβήνουν οι ημερομηνίες και τα δάχτυλα γυρίζουν τις σελίδες στα βιβλία της Ιστορίας και σαν τελεύουν οι άνθρωποι και οι τόποι. Και τότε, ένας νυχτερινός, παράνομος επισκέπτης όπως εγώ, στην καρδιά των Χανίων, στρέφει το βλέμμα μ’ ευγνωμοσύνη στη νύχτα, γιατί την ημέρα… Την ημέρα, όλα φαντάζουν νεκρά σε μένανε, παρά την κίνηση των ανθρώπων και των οχημάτων, τον θόρυβο και την κοσμοσυρροή. Και τούτο, γιατί η Σπλάντζια είναι γεμάτη ξενόγλωσσες επιγραφές, ονόματα ξένων εταιριών, καταστήματα με ξενόφερτα προϊόντα, κλειδωμένο το χαμάμ, άφαντο το υδραγωγείο…
Ούτε μια άμαξα, ερείπια παντού, μυρίζει εγκατάλειψη και απουσία. Ακόμη και τούτη η αναμνηστική πλάκα μπροστά μου σήμερα το πρωί κάτω από το πλατάνι, ήτανε σκεπασμένη από τις καρέκλες των καφενέδων. Μα καλά, οι Έλληνες αδιαφορούν για την ίδια τους την Ιστορία, ή μήπως την ξέχασαν εντελώς; Αφού αυτός ο τόπος είναι ολάκερος ένα Μουσείο. Κι όμως, τίποτε δε φαίνεται να σπάζει τη σιωπή και οι ντόπιοι φαίνουνται βυθισμένοι σε μια καθημερινότητα που σε φθείρει και στ’ ανθρώπινα βάσανα, βουτηγμένοι στη μάζα ενός σύγχρονου κόσμου άχρωμου, άσχημου, ανιστόρητου, ουδέτερου, ψυχρού και απάνθρωπου.
Όλα, απέναντι από τα αγκαλιασμένα στερεά σώματα της εκκλησίας της Μαρίας και του μιναρέ του δικού μας Χασάν…
Όλα, εκτός από τούτο εδώ, το πλατάνι. Την ημέρα, θαρρείς και μαρμαρώνει στη θέα του κόσμου. Τα κλαριά του μοιάζουν με σιδερένιες βέργες σε διάφορα σχέδια, λυγισμένες από το βάρος του θανάτου των δύο ιερέων σας, Μαρία, τη λύπη των ανθρώπων που ζήσαν τον σπαραγμό και τη προσφυγιά.
Ωστόσο, χτες το πρωί ανταμώσαμε εγώ και δύο Έλληνες Μικρασιάτες. Μου πρόσφεραν καφέ κι ένα κλωνάρι βασιλικό, σύμβολο φιλίας και ανθρώπινης συνύπαρξης, χωρίς όμως να ξεχνούν τη ρίζα τους εκεί πέρα, στα δικά μας τα μέρη, Σμύρνη, Τσεσμέ, Αϊβαλί, Ισταμπούλ… Κι οι Τουρκοκρητικοί επίσης, ακόμη και σήμερα, μιλάνε φαρσί την Κρητική διάλεκτο. Κάτι λίγο τα σοκάκια της Σπλάντζιας, κάτι μουδιασμένα παραθύρια σε κάτι ελάχιστο, σαν απομεινάρι από τα παλιά καφασωτά και η κουρτίνα εκεί ψηλά, κάτω από το πλατάνι…
Η καλύτερη ώρα έρχεται σε μένα, από το σούρουπο κι ύστερα. Έστω, περιφέρομαι άσκοπα. Γι’ αυτούς, όλους, τους ιδιοκτήτες των καφενέδων και των εστιατορίων, ίσως. Ξένος, έστω, μα για μένα η πλατεία της Σπλάντζιας είναι η μεγάλη πλατεία των Χανίων, ένα κομμάτι από την Ιστορία που φωτίζει άξαφνα μέσα στο σκοτάδι, και μαζί της, η ιστορία ενός παράνομου έρωτα, δύο ανθρώπων που…
Ο ξένος κρατά τώρα στο αριστερό του χέρι, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Με μιαν απότομη κίνηση, το πίνει μονορούφι, κοιτάζει μια την εκκλησία και μια τον μιναρέ Κι έπειτα ψηλά, προς τη μεριά των καφενείων. Υψώνει εξίσου απότομα το δεξί του χέρι, λες και κάνει το σχήμα του χαιρετισμού σε μια μεγάλη, βαριά, βυσσινιά, βελούδινη αυλαία θεάτρου κι εκσφενδονίζει με πάθος, το γυάλινο ποτήρι στη ρίζα του πλατάνου.
Σηκώνει το μανίκι του πουκαμίσου του επάνω από τον καρπό και κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν από την έξαψη και το αίμα, το όνομα “Κρήτη” στο δέρμα του χεριού. Δεν είναι τατουάζ, είναι κάψιμο με σίδερο. Τότε, θαρρείς κι ο πλάτανος αρχίζει να στριφογυρνά σάμπως μηχανή του χρόνου και οι σταγόνες της βροχής επάνω του γίνουνται χιλιάδες κρούσταλλα αναμμένα. Ανάβουν και οι φανοστάτες του παλιού καιρού, οι λάμπες και τα λαμπιόνια, το κιόσκι στην παλιά Καρτ – ποστάλ, γιομίζει η πλατεία καφασωτά, γεράνια και καντιφέδες. Κόκκινα φέσια, λευκά μαντήλια και μαύρα, για να ξεχωρίζουν οι Ελληνίδες από τις Τουρκάλες ντόπιες των Χανίων, κουλουρτζήδες και καστανάδες, σαλεπιτζήδες, μόνιππα τριγύρω, μυρουδιές από μπακλαβάδες και τσουρέκια, παστουρμάδες, σύκα γεμιστά με καρύδια και ασουρέδες, από την κολοκυθόπιτα των Οθωμανών και της Μαρίας, σερμπέτια, καπνούς και σύριγγες από ναργιλέδες, τόμπολες, βρισιές και τσουγκρίσματα ποτηριών. Κανονιοβολισμούς, Ραμαζάνια και το χαμάμ ορθάνοιχτο, ολόφωτο, αστραφτερό, όλο χρυσοστόλιστες Κρήνες και μες στα μάρμαρα, και στους ατμούς. Έπειτα, αρχινούν ν’ ακούγονται οι στεναγμοί των Χανιωτών, να δείχνει ο φόβος των Τούρκων, ομοβροντίες, μπαλωτιές κι ο Χασάν με το κατακόκκινο φέσι και τα καινούργια του ρούχα, διαβαίνοντας τα καφενεία. Κοιτάζει ψηλά, αντικρίζοντας ακόμη μια φορά την άγνωστη γυναίκα, ντυμένη αριστοκρατικά, που τον παρακολουθεί εδώ και μέρες πολλές, καθώς εκείνος διασχίζει την ίδια πάντοτε ώρα, την πλατεία της Σπλάντζιας, πηγαίνοντας στα στέκια του…
– Δεν είναι ο χρόνος πίσω από τους φράχτες και τα συρματοπλέγματα, Μαρία, είναι οι άνθρωποι. Και υπάρχουν άνθρωποι που δεν δέχονται, επ’ ουδενί, τη δικαιολογία ή το πρόσχημα του χρόνου, αλλ’ αξιώνουν την αλήθεια.
– Μα πού, η αλήθεια που εμείς ζήσαμε, Χασάν, ήταν η στυγνή αλήθεια της Ιστορίας. Αυτή που κρύβεται πίσω από τις επίσημες Συνθήκες που είναι φτιαγμένες για ν’ ανατρέπουν η μια την Άλλη, την ίδια στιγμή που οι εμπνευστές τους ξεκάνουν αθώους ανθρώπους, ανεβάζοντας στο υψηλότερο βάθρο της μνήμης, συνήθως εγκληματίες πολιτικούς. Κι έτσι οι πόλεμοι, κι από τις δύο πλευρές, εξολοθρεύουν εμάς τους μικρούς. Κι όχι εκείνους που μας διαφεντεύουν.
– Μαριγώ, ας μην αναμασάμε όλο τα ίδια και τα ίδια χωρίς να ξεχνώ, ωστόσο, τον αγαπημένο μου Έλληνα δάσκαλο.
– Είδες όμως, Χασάν, ότι δεν αντέξαμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα;
– Κι έτσι να το δεις, Μαρία… Εμείς που ζήσαμε τόση βία, τόσο πόλεμο, σκοτωμούς, βασανιστήρια και κομματιάσματα, εγώ που αντίκρισα παιδί, τον αδερφό μου και μετά τον πατέρα μου δολοφονημένους, που έσκαψα χαντάκι στις άκρες του προσφυγικού μας δρόμου για τάφο, καθώς πορευόμασταν προς τα Χανιά, που αποχωρίστηκα τον εξαίρετο Έλληνα δάσκαλό μου Βλαδίμηρο και το τυπογραφείο του στην πρωτεύουσα, τουλάχιστον γνωρίζω πια πως παρά τις τραγωδίες του πολέμου, ζήσαμε μιαν εποχή κορυφαίων ιστορικών γεγονότων…
– Χασάν, γίνεσαι κυνικός…
– Άκουσε, Μαρία. Σήμερα, ο άνθρωπος έχει αλλοτριωθεί εντελώς. Κοίταξε τους δικούς σας όπως κοιτάζω κι εγώ τους δικούς μας, στο Αϊβαλί και αλλού, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη, όπως τη λέτε εσείς, οι Έλληνες. Αλλοτριωμένοι, υπόδουλοι.
Κι οι τόποι μας, όλο τσιμέντο, ξένες βίλες και πισίνες, μεγαλοεργολάβους και πολυεθνικές, ξένα αφεντικά στην ίδια μας την πατρίδα. Θα μου πεις και τότε ήσανε τα συμφέροντα, οι στρατοί, οι μεγαλοτσιφλικάδες, τα πολιτικά τερτίπια, η άλωση, η κυριαρχία, οι διωγμοί…
Διακρίνεις τουλάχιστον, κάποιο σημάδι σύγχρονου πολιτισμού; Κάποιο κορυφαίο πολιτισμικό έργο; Εγώ, όχι. Τίποτε. Μόνο την άλλου είδους καταστροφή. Έχουμε γίνει όλοι μια μάζα. Ενώ εμείς, έστω κι έτσι, γίναμε μέσα στην τραγωδία και στον πόνο περισσότερο άνθρωποι, αγωνιστήκαμε και χτίσαμε ζωές και κοινωνίες απ’ την αρχή, φτιάχνοντας, ίσως ένα μικρό, νέο κεφάλαιο Ιστορίας.
– Δηλαδή Χασάν, πρέπει να σφάξεις και να σφαχτείς για να γίνεις μεγάλος άνθρωπος και να παράξεις πολιτισμό; Μη μας θυμίζεις τον Εθνοπατέρα σας, τώρα…
– Το ξέρεις πως δεν εννοώ αυτό. Εννοώ ότι εμείς κι εσύ κι εγώ, βιώσαμε την Ιστορία σε όλο της το Μεγαλείο και στην Κτηνωδία. Γίναμε μάρτυρές της από κάθε πλευρά, ενώ οι σύγχρονοι δεν κάνουν τίποτε άλλο πέρα από χρήμα και επενδύσεις, επιχειρήσεις και μερικές αγαθοεργίες, κατανάλωση και πολυτέλεια. Απλώς η εποχή μας μηρυκάζει, ανακυκλώνοντας το παρελθόν. Ανούσια ζωή.
– Θαρρώ νοσταλγείς Χασάν… Μιλάς και λίγο ανατρεπτικά, θυμίζοντας άλλου είδους πολιτικές ιδέες, σαν τους δικούς μας Μικρασιάτες που δίπλα στην καταγωγή τους, προσθέτουν με καμάρι: “Εμείς ήμασταν βενιζελικοί και αριστεροί…” Μετά από τόσα χρόνια όμως, τι νόημα έχουν για τους νέους ανθρώπους, για τους πολλούς όλα αυτά τα ονόματα που γνώρισες κι έπαιξαν κάποιο ρόλο στη ζωή σου;
– Νοσταλγώ αυτό που υπήρξα και με διαμόρφωσε, όμορφή μου κυρά. Αυτό που ζήσαμε. Είναι σπασμένη η ρίζα μας σε δυο κομμάτια, η δική σας η Μικρασιάτικη, η δική μας η Τουρκοκρητική. Καταλαβαίνω το πώς μας βλέπουν οι Έλληνες. Αλλά, καιρός να σταματήσει πια ανάμεσα στους λαούς μας το μίσος.
“…Μιχάλης Ματράκης, Σκουλάκης, Ορφανουδάκης, Μουσταφά Μπαντουράκης, Βομβολάκης, Καπετάν Φραγκίσκος και Καπετάν Καμαριανός, Μανουσάκης, Χριστάκης, Βαρουτσάκης…
Κι ύστερα εκείνη η ιστορία του έρωτα της Κυρά Μαρίας με τον Χασάν μπέη. Κι αν σε πιάνανε Κυρά μου, λίγο αργότερα, θα σε δένανε μισόγυμνη σ’ ένα γαϊδούρι με μια πελώρια πινακίδα στο στήθος και κουρεμένη γουλί, θα σε σέρνανε δεμένη χεροπόδαρα, περιφέροντάς σε στους δρόμους των Χανίων, για να σε βρίζουν, να σε φτύνουν και να σε χτυπούν, να σε πετάνε πέτρες, ίσαμε να πεθάνεις, η λεγόμενη διαπόμπευση…” σκέφτεται τώρα ο ξένος επισκέπτης.
“Έτσι θα πουν οι κακές γλώσσες, Μαρίκα, Χασάν… Αν τον αγάπησες ποτέ σου Μαρίκα, τον Χασάν, γιατί τον εκμεταλλεύτηκες, αφού τον κατάφερες να πηγαινοέρχεται κρυφά τις νύχτες στο σπιτικό σου, επάνω από τους καφενέδες της Σπλάντζιας, αποσπώντας τον από τη μικρή σουσουράδα αγαπητικιά του. Κι εκείνος, αποτραβήχτηκε από τις παρέες του και τον οίκο ανοχής στο Κουμ Καπί όπου σύχναζε, για να πέσει με τα μούτρα στους παράδες σου. Και να σου αυγατίζει τις δουλειές και τα κέρδη από τις αγοραπωλησίες των ακινήτων και τα χρυσάφια των Οθωμανών κρυμμένα, πουγκιά πουγκιά, σε χωράφια, ειδικά κατά την περίοδο της Συνθήκης της Λωζάνης, όπου όλα γίνονταν στο άψε σβήσε και κακήν κακώς… Αν την αγάπησες, κι εσύ Χασάν, τη Μαριγώ σου, ή απλά, ήθελες μια καινούργια εμπειρία και μιαν ευκαιρία για λεφτά και άνοδο…”
Οι κακές γλώσσες απέναντι το αλλότριο που παρακάμπτει τον κανόνα. Υπάρχει εξάλλου και αυτή η γενική άποψη πως, εμείς οι μουσουλμάνοι άντρες είμαστε άνθρωποι πολύ ερωτικοί και ζούμε και διαλαλούμε τη γυναικεία ομορφιά και τα θέλγητρα μέχρις εσχάτων. Σάμπως κι οι δικοί σας, το ίδιο δεν κάνουν; Εκτός δηλαδή απ’ ό,τι διαδίδει το Κοράνι για τις γυναίκες και τα δικαιώματα των ανδρών, κάτι που σήμερα δεν το λαμβάνουν και πολύ σοβαρά υπ’ όψιν, οι νέες γενιές…
Εδώ μιλούν οι άνθρωποι με τη στυγνή λογική του μυαλού και όχι με την καρδιά του. Η σιωπή ωστόσο, έχει καταγράψει τα πάντα. Κι ύστερα, ετούτοι οι δυο άνθρωποι, τυπικά εχθροί, υπήρξαν αντικείμενα και μιας άλλης ερμηνείας, από τους ίδιους πρώτα, μέσα από το ερώτημα: η Μαρία κι ο Χασάν πρόδωσαν τις πατρίδες τους και τις θρησκείες;
Κι έτσι, απόμεινε μετέωρη η πρόταση γάμου του Χασάν στη Μαρία, ένας αγέρας παγωμένος, χειμώνα καιρό, από το λιμάνι της Σούδας προς την Ιταλία, με τελευταία σκάλα το Αϊβαλί. Ετούτος, εξάλλου, ο αιώνιος αγώνας ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό ον του κόσμου ετούτου, ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες πατρίδες και θρησκείες. Όπου, ο τεράστιος και ακαταμάχητος μαγνήτης της Ιστορίας θα αποτραβήξει τον έναν απ’ τους δυο, και θα δεσμεύσει οριστικά τον άλλον στον αντίθετο πόλο του, μίλια και μίλια μακριά, στις δυο άκρες του Αιγαίου και της Μεσογείου, Χανιά και Αϊβαλί. Κι εκεί απάνω, στην τρεχάλα των δειχτών του ρολογιού που σε λίγο θα σημάνει τον οριστικό αποχωρισμό των παράνομων εραστών και συνεργατών, η Μαρία θα γενεί έξαλλη με το κατακόκκινο φέσι του Χασάν. Κι ο Χασάν θα νομίσει πως η Μαρία δεν θα του στείλει το μόνιππο να τον μεταφέρει στο λιμάνι της Σούδας. Κι όμως, η Μαρία ήταν ήδη εκεί. Θα τοκ ακολουθούσε όμως ή όχι;
Ετούτη λοιπόν η Χανιώτισσα Μαρία, που δε γνωρίζουμε ποιά ήταν, βοήθησε τον Χασάν να τελέψει όλο το δρομολόγιο, Χανιά, Σούδα, Ιταλία, Αϊβαλί, δίνοντάς του τα κατάλληλα εφόδια και τις πληροφορίες.
Τι απόμεινε; Η ειρωνεία της Ιστορίας απέναντι σ’ ένα αλλιώτικο ζευγάρι. Και για λίγο καιρό ακόμη, το σπιτικό της Μαριγώς επάνω από τα καφενεία, μόνο που πλέον η γυναίκα ετούτη δε συνήθιζε ν’ ανοιγοκλείνει την κουρτίνα ψάχνοντας τα βήματα και τα μάτια του Χασάν. Αντίθετα, από κει και μετά, οι κουρτίνες ήταν πάντα κλειστές. Κι ο Χασάν, λοιπόν, ποιός ήταν; Εκείνος ο Τούρκος που κατάφερε με την ομορφιά και την εξυπνάδα του, να τη βγάλει από το πένθος και τη χηρεία. Η Μαριγώ ήταν η εργοδότρια, η ερωμένη, η γυναίκα που κατέληξε να μείνει πίσω ολομόναχη, ένοχη, μελαγχολική. Με την παγωμένη κούραση της γυναίκας εκείνης που αγωνίστηκε έξω από τους κανόνες των πολλών, έδωσε, δόθηκε κι έκλεισε τον κύκλο. Τα υπόλοιπα δεν τα δικαιούνται οι άσχετοι, οι απέξω, τα δικαιούται όλα, η μνήμη των ανθρώπων που τα έζησαν, δίχως να φοβούνται το τέλος της ιστορίας. Το παράνομο του έρωτα του Χασάν και της Μαρίας, κάνει την ιστορία τους αξιοσημείωτη. Μέσα στις βαθιές νύχτες, κάτω από τα άγρυπνα μάτια του μιναρέ και του τζαμιού και αργότερα κάτω από το βλέμμα των εικόνων της εκκλησίας της Σπλάντζιας. Αφού, καθώς λένε, ο Θεός και οι άγιοι γνωρίζουν τις αμαρτίες των θνητών, ιδίως όταν η γυναίκα παραβιάζει τα ιερά και τα όσια της θρησκείας και της πατρίδας της και συνευρίσκεται ερωτικά με έναν Μουσουλμάνο και δη Τούρκο ο οποίος συμβολίζει την Οθωμανική κυριαρχία στα Χανιά και σ’ όλο το νησί της Κρήτης. Πράγμα που, θεωρείται εσχάτη προδοσία.
Γιατί όμως, τέτοια εμμονή, ξένε ταξιδιώτη, με τούτη την ιστορία; Άραγε… Άραγε πόσοι άνθρωποι προέκυψαν μετά, Έλληνες και Τούρκοι, από τα παράδοξα της Ιστορίας; Πόσοι αγάδες τα παλιά χρόνια, άρπαζαν τα νεαρά κορίτσια των δικών μας υποτακτικών αφού οι Έλληνες χωρικοί, κάτω από απειλές και βία, τα “παραχωρούσαν” για να μη συμβεί άλλο κακό και να σώσουν την υπόλοιπη οικογένεια; Πόσα κορίτσια βιάστηκαν ή βρέθηκαν σε κατάσταση εγκυμοσύνης από τον “εχθρό” κι από τις δύο πλευρές; Τι απέγιναν τα παιδιά από τους παράνομους αυτούς τοκετούς και τους έρωτες; Πόσες γυναίκες σκοτώθηκαν λόγω ατίμωσης; Πρόκειται για ένα θέμα “ταμπού” που δεν έχει εξεταστεί ποτέ, δευτερεύον ίσως, απέναντι στα επίσημα, καίρια, ιστορικά γεγονότα. Ο ξένος επισκέπτης εξακολουθεί να περπατά στη Σπλάντζια με το ψιλόβροχο και να σκέφτεται. Εκείνος που ήρθε τις προάλλες εδώ κάτω, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, στα κρυφά χωρίς φίλους και συνοδούς, για να “ξαναζήσει” την ιστορία, μέσα από το σκηνικό της μεγάλης, παλιάς πλατείας των Χανίων… Τότε που, πίσω από τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Οθωμανοί των Χανίων με πολύ μεγάλες προφυλάξεις έφτιαχναν την ειδική επιτροπή, μαζεύοντας χρήματα, πού θα παρέδιδε ενίσχυση στον Κεμάλ Ατατούρκ και στα στρατεύματά του. Υπήρχαν ταυτόχρονα και οι φήμες που διαδίδονταν τριγύρω πως η γυναίκα του Ιταλού προξένου τον απατούσε με…
Επάνω από τα καφενεία δεσπόζουν τώρα οι σύγχρονες πολυκατοικίες, το αλουμίνιο και το τσιμέντο, οι διαφημίσεις κι ένας σωρός από πινακίδες, δίχως τίποτε που να θυμίζει παράδοση, πολιτισμό και Ιστορία. Ούτε ένα δείγμα εκείνων των καιρών, έτσι, που να ξαναζωντανεύει το παρελθόν και να ξανακατεβαίνουν στα βάθη της ειδικά οι ντόπιοι, με το δικαίωμα της γνώσης και της γεύσης της Ιστορίας.
Άφαντος τώρα ο ξένος, ρομαντικός επισκέπτης. Κάτω από το πλατάνι, το νερό της βροχής πέφτει σε μυριάδες διαμάντια, σάμπως διαιρεμένο σε αμέτρητα φωτεινά μικρά γράμματα μέσα και τριγύρω στο χαμάμ, στο υδραγωγείο, στα ερείπια, στα στενοσόκακα και στο Μουσείο, δώρο σε μας τους Χανιώτες, στη Σπλάντζια και στους κατοίκους της, ιδίως Μικρασιατικής καταγωγής. Η Σπλάντζια πάλι απόψε, φαντάζει νεκρό τοπίο. Αν άνοιγε πάλι το Χαμάμ, αν λειτουργούσε, αν τα σοκάκια είχαν πιο παραδοσιακό χαρακτήρα, αν σβήνονταν από το κάδρο της περιοχής όλα τα ξενόφερτα ονόματα που δε θυμίζουν Κρήτη και Ελλάδα παρά έναν τυχαίο τουριστικό προορισμό δίχως ουσία και περιεχόμενο;
Και κάπου εκεί, στα ερείπια του Βενετσιάνικου φρουρίου, μια μικρή ανθρώπινη ανάσα τουλάχιστον, πίσω από την απλωμένη μπουγάδα με τα χρωματιστά ρούχα και τις πετσέτες και τρεις ντόπιοι, τέσσερις, με ρίζες μικρασιάτικες και πόσοι άλλοι, γραμμένοι στον Σύλλογο Μικρασιατών Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος”;
Από μακριά, ξαναπροβάλει η φιγούρα του ξένου. Κοντοστέκεται για τελευταία φορά και κοιτάζει πίσω. Σκέφτεται. Αλήθεια, εδώ στα Χανιά, σ’ ολόκληρη την Κρήτη, δεν υπάρχει Οθωμανικό Νεκροταφείο; Στη Χίο, επί παραδείγματι, έχει συντηρηθεί για λόγους ιστορικούς. Και η Ιστορία, δεν είναι μονάχα μια τυπική επιστήμη ή ένας κλάδος της ούτε η κύρια αιτία για να τρέφεις και να συντηρείς το μίσος.
Είναι ένα τεράστιο βιβλίο, στο οποίο μαθαίνεις να εμβαθύνεις, να παράγεις ανθρώπινα συναισθήματα και να στρέφεις το βλέμμα τις νύχτες προς τον άνθρωπο και τη μνήμη του ανθρώπου. Κι όταν διαβάζεις δίπλα της ακουμπώντας στα περβάζια του Αιγαίου, να αποφασίζεις την προσέγγιση συγγραφέων κι από τις δύο πλευρές, εκείνων που διαθέτουν αλληλεγγύη και φιλική διάθεση, με στόχο την ουσιαστική επίσκεψη, την ουσιαστική επικοινωνία και την αδελφοποίηση.
Τι απόμεινε από τον Χασάν και τη Μαρία; Άνθρωποι με πόνο και νοσταλγία, και μια βαθύτατη ανάγκη για “επιστροφή” και μόρφωση μέσα από το ανθρώπινο πάντοτε στοιχείο, πέρα από το μίσος πολιτικών παρατάξεων, πέρα από κακές κυβερνήσεις, πολέμους και φανατισμούς.
Αρκεί για την ώρα, όταν ξαναβρεθείς, ξένε, για έναν καφέ στη Σπλάντζια να κοιτάξεις ψηλά, επάνω από τα καφενεία, και ν’ αντικρίσεις εκείνο το γυναικείο χέρι της Ιστορίας, να τραβά αργά αργά τον περντέ, ψάχνοντας και κρυφοκοιτάζοντας τα βήματα του Χασάν. Ώσπου ο Χασάν να ξανασηκώσει το βλέμμα και ν’ αντικρίσει τη γυναίκα των Χανίων, από την πλευρά του εχθρού, χωρίς μίσος.
Απέναντι, αγκαλιαστά τα δυο κτίσματα, η εκκλησία κι ο μιναρές.
Τώρα, ο ταξιδιώτης επιστρέφει στον ξενώνα. Ετοιμάζει τα πράγματά του, ελέγχει μήπως έχει κάτι ξεχάσει, κατεβαίνει τις σκάλες στα δεξιά του σαλονιού και βγαίνει έξω. Ευχαριστεί τον ιδιοκτήτη, πληρώνει, παίρνει τα χαρτιά του και αποχαιρετά με ευγένεια. Το ταξί τον περιμένει ήδη κοντά στο πλατάνι για τον δρόμο του γυρισμού. Ζητάει ακόμη πέντε λεπτά. Ανάβει τσιγάρο και ατενίζει τον ορίζοντα.
Ποιά είναι η ρίζα του; Τι σχέση έχει με τον Χασάν; Ποιά είναι η σχέση του με τη Μαρία;
Για τον κόσμο τριγύρω, ο άνδρας αυτός δεν υπάρχει καν. Ίσως, μια οπτασία της νύχτας μετά από ένα γερό μεθύσι ο απόηχος της ανάμνησης των δύο εραστών, απόψε. Ένας αντικατοπτρισμός μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου, καθώς απουσιάζει εντελώς σε μια σύντομη επίσκεψη, το αλλοτινό στοιχείο.
Για κάποιους, ταπεινά, ασήμαντα πράγματα. Ανοησίες αφελών ανθρώπων. Εξάλλου, ο Έλληνας του σήμερα, οι αρχές και οι αρμόδιοι έχουν σοβαρότερα θέματα ν’ ασχοληθούν.
Καληνύχτα, Χασάν. Καληνύχτα, Μαρία. Αντίο, Σπλάντζια.
Ένας ξένος, των ίσκιων».

*Η ιστορία του Χασάν και της Μαρίας είναι αληθινή. Εγώ, απλά, τη διασκεύασα κάπως “λογοτεχνικά”, αν πράγματι διαθέτω ταλέντο για κάτι τέτοιο.
Πηγή: Ahmet Yorulmaz: Savasin Cocuklari (“Τα παιδιά του Πολέμου”).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

3 Comments

  1. Κυρία Καντεράκη σε συγχαίρω για το κείμενο σας!
    Σήμερα με τους εξοπλισμούς και τις εντάσεις εμείς οι απλοί πολίτες καταλαβαίνουμε ότι κάτι κακό ετοιμάζεται στην περιοχή μας!
    Ίσως η επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ των δύο λαών είναι τώρα πιο επιβεβλημένη από ποτέ!
    Μήπως θα μπορούσαμε να αναλάβουμε κάποιας μορφής δράση;
    Εσείς νομίζω μιλάτε τουρκικά ενώ και εγώ ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι με τα ελληνοτουρκικά. Και άλλοι Χανιώτες επίσης!
    Αν το επιθυμείτε το τηλέφωνο μου είναι στην διάθεση της εφημερίδας.
    Καλή σας χρονιά!!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα