Κάπου σ’ έναν εξοχικό δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα, υπάρχει μια είσοδος…
Η καγκελόπορτα ορθάνοιχτη, ίσα-ίσα στέκει σε δυο μισοριγμένα κολονάκια. Τη στεφανώνουν ωστόσο, απ’ την μια κι απ’ την άλλη πλευρά δυο ψηλά, αιωνόβια δένδρα.
«Πύλη εισόδου» λες, σ’ έναν άλλο, μακρινό κόσμο…
Αφήνει το μάτι να πλανιέται στο πρώτο πλάνο, σε μια σειρά καλάμια που συγκρατούν τις φορτωμένες καρπό ντοματιές, τις μπάμιες και τα φασολάκια του επιδέξιου κηπουρού μας, ενώ τα βλίτα σε δεύτερο φόντο, θεριεμένα κάνουν ό,τι μπορούν να τραβήξουν τη προσοχή…
Παραδίπλα το σπιτάκι!
Απλό κι απέριττο, ξύλινα ξεθωριασμένα τα κουφώματα του, με τη πόρτα του ανοιχτή, μέσα απ’ την οποία διακρίνει κανείς να πηγαινοέρχεται στο εσωτερικό γυναικεία, σκυφτή μορφή…
Μια παιχνιδιάρα, τιγρέ γατούλα, κάνει νωχελικά στον κήπο τον περίπατό της, πότε χάνεται και ποτέ φαίνεται, με την ουρά πάντα ψηλά να προδίδει το στίγμα της ανάμεσα στις πρασινάδες…
Λες κι είμαστε μπροστά σε βουκολικό πίνακα αλλοτινών καιρών!
Πλαισιωμένο απ’ το μεγαλείο των δένδρων που τον περιβάλλουν, ενώ στο βάθος αχνά αναπαύεται ο ελαιώνας με τα λαδιά του φύλλα να στάζουν ασήμι στο φως του πρωινού ήλιου.
Κι εκεί στο…«μάτι» του πίνακα -στο πιο κεντρικό κι ενδιαφέρον του σημείο- ο ταλαντούχος καλλιτέχνης που τον φιλοτέχνησε έβαλε μια λευκή, πλαστική καρέκλα…
Ταπεινή κι αυτή, σαν το σκηνικό που τη περιβάλει…
Το μάτι μας πάει πέρα-δώθε, γαληνεύει η ψυχή, και το μυαλό γνέθει ιστορίες…
Σύντομα η γυναικεία μορφή θα φανεί πιο καθαρά…
Ίσως να κρατά λάστιχο, ποτηστηράκι, σκαλίδα ή σακουλάκι με κάποιο λίπασμα…
Ίσως όμως όχι!
Μπορεί να βγει με τον καφέ στο χέρι, να πατήσει χώμα, να κάτσει μετά στη καρέκλα…
Για να καμαρώσει τη σοδιά η ευτυχής δημιουργός…
Κι εμείς στη σκέψη όλης αυτής της χαμένης μας μαγείας, πολύ ζηλέψαμε!!