» …και της Ψωροκώσταινας το φάντασµα
Για µια ακόµα φορά στο έπακρο ικανοποιηµένος, από τις τόσες µυθικές απολαύσεις, που του ‘χε προσφέρει ως τώρα η ζωή, κάπνιζε σχεδόν µε ηδονή το πανάκριβο πούρο του, αγναντεύοντας πότε το γλυκό αυγουστιάτικο φεγγάρι και πότε τις άφθονες ζωηρές, φωτεινές ανταύγειες από την κοσµοπολίτικη παραλία της πόλης, που έτσι, τόσο µακρινές, λες και χόρευαν µπροστά στα αδηφάγα µάτια του.
Το διάσηµος σε όλη την ανθρωπότητα, ο περιβόητος έµπορος όπλων κύριος Λέων (βέβαια, το παρατσούκλι του, ήταν αυτό), περνούσε ήδη το τρίτο βράδυ του εκεί, στο ιστορικό Ναύπλιο. Το πολυτελέστατο κότερο του, το ΄χε αράξει επίτηδες έξω από το λιµάνι, µακριά πολύ, από τα περίεργα βλέµµατα των πολλών καλοκαιρινών επισκεπτών του τόπου. Ήταν γύρω στις πέντε το πρωί, λίγο πριν το ξηµέρωµα και όλα, το αστραφτερό κατάστρωµα, εκείνου του πλοίου, καπετάνιο και πλήρωµα, όλα τα ΄χε ρουφήξει µε τη γλύκα της, η σιγαλιά της νύχτας. Ναι, όλο εκείνον τον ακίνητο όγκο, που κατά τους χαρακτηρισµούς σύσσωµου του ξένου τύπου, ήταν το πιο όµορφο πλωτό παλάτι του κόσµου, όλον τον είχε πνίξει µε την ονειρική αναπνοή του, το γαλήνιο απόβραδο.
Εκείνη τη νύχτα, παραδόξως, ο κοντόχοντρος σύγχρονος κοσµοπολίτης Μίδας, δεν είχε καµία όρεξη για τις συνηθισµένες του ποταπές κραιπάλες του. Ξαπλωµένος ανάσκελα πάνω στη µοναδική, χρυσοποίκιλτη πολυθρόνα του ήταν εντελώς µόνος του. Παράξενο αλλά ούτε σκεφτόταν, όπως συνήθως, τα τεράστια κέρδη που θα αποκόµιζε από ένα ακόµα µελλοντικό, εµφύλιο πόλεµο στην Αφρική. Ήδη τα κέρδη του ήταν τον τελευταίο καιρό αµύθητα πραγµατικά, µιας και ο ουκρανορωσικός πόλεµος κρατούσε, όπως επίσης και η άλλη, η πολύχρονη πληγή της Μέσης Ανατολής, που ευτυχώς για τις µπίζνες εκείνου του αµοραλιστή ανθρώπου, συνεχώς κακοφόρµιζε, συνεχώς πυορροούσε.
Σκεφτόταν µονάχα, µα τι τον είχε πιάσει απόψε, εκείνη την ξακουστή, διαδοχική ιστορία, του Ναυπλίου, τα πιο αρχαία του χρόνια και έπειτα τα άλλα, εκείνα της Τουρκοκρατίας µα και τη σηµερινή, την ωραία εκπροσώπηση της πόλης στον χρόνο. Όµως, στα ξαφνικά, τρόµαξε. Τρόµαξε σαν ένα µικρό αµούστακο αγόρι, εκείνος που τις ζωές των αναγνωστών των ανθρώπων ποτέ δεν τις λογάριασε, εκείνος που ακόµα και τα ακρωτηριασµένα πτώµατα των νεκρών, ποσώς, εδώ που τα λέµε, τον ενδιέφεραν. Τρόµαξε στ’ αλήθεια πολύ, µα ο τρόµος του πολλαπλασιάστηκε, γιατί δεν άκουσε κανένα θόρυβο, κι όµως να, κι όµως να, ξαφνικά, εµφανίστηκε ως διά µαγείας από το πουθενά µπροστά του, µια όµορφη, µεσήλικη γυναικεία µορφή, µια ολόσωµη λεπτοκαµωµένη και φτωχοντυµένη µορφή, µε ένα πολύ πονεµένο, µε ένα ρυτιδιασµένο πρόσωπο κι αυτό που του κανε µια βαθιά επίσης εντύπωση, ήταν πως εκείνη η άγνωστη οπτασία είχε τυλιγµένο, από το κεφάλι µέχρι και τον λαιµό της, ένα πολύχρωµο µαντήλι, κάτι σαν παλιό τσεµπέρι.
Στην αρχή του κόπηκαν από τον φόβο τα γόνατα του, µάγκωσε κι η γλώσσα του. Παναγία µου, αναρωτήθηκε αυθόρµητα και αστραπιαία, τι είναι αυτό το ξωτικό πάλι τώρα, δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Ναι, εικοστός πρώτος αιώνας κι όµως να, να που υπάρχουν φαντάσµατα. Γρήγορα, πολύ γρήγορα όµως, ανέκτησε την παροιµιώδη ψυχραιµία του και ρώτησε ευθύς, µε φωνή σταθερή, την περίεργη εκείνη µορφή.
– Τι είσαι εσύ βρε γυναίκα; Είσαι µία ζωντανή ύπαρξη µε σάρκα και οστά; Είσαι µία Αγία; Είσαι ένα φάντασµα; Τι είσαι; Πες µου τι είσαι, πες µου, µη µε τρελαίνεις.
– Όχι, δεν είµαι µία αγία, αλλά όπως το πες, ένα απλό φάντασµα είµαι ακριβώς, τρανέ κύριε Λέοντα, είπε αµέσως, µε µια ήσυχη και σιγανή µα λυπητερή πολύ φωνή, η άγνωστη µορφή.
Ναι, ξανάπε, ένα πολύ απλό φάντασµα είµαι. Αλλά τώρα, εγώ είµαι που θέλω κάποια πράγµατα να µάθω από ΄σενα. Λοιπόν, συνέχισε εκείνη η µορφή της άγνωστης, πες µου, µίλα µου, θέλω να µάθω. Ποια µάνα, πες µου, σε γέννησε εσένα; Ποια ασυνείδητη ψυχή σου δίδαξε τη λατρεία του πλούτου; Έλα, έλα, πες µου, συνέχισε εκείνη η γυναικεία µορφή µε έναν αισθητό θυµό τώρα.
Καλά, εσύ αντίχριστε, ίχνος ανθρωπιάς δεν έχεις; Νοµίζεις πως θα ξεφύγεις του Θεού, νοµίζεις πως θα κοροϊδέψεις τον θεό, επειδή δίνεις πού και πού κάποια αρκετά µεγάλα χρηµατικά ποσά στους άνεργους, στους άστεγους και στους ναρκοµανείς; Νοµίζεις πως θα ξεφύγεις του Θεού, επειδή πήγες σήµερα το πρωί κι άναψες ένα κεράκι στην παλιά, βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εδώ, στο δοξασµένο Ναύπλιο;
Ο Θεός, τι θαρρείς, δεν παρακολουθεί την κακή και άνοµη, τη γεµάτη βροµιές και όργια ζωή σου; Πήγες βρε θεοµπαίχτη κι άναψες ένα κερί εκεί, µα ύστερα, µόλις γύρισες στο πλοίο σου, έδωσες εντολή στα τσιράκια σου να φορτώσουν πάλι τόνους πολεµοφόδια, τανκς, αεροπλάνα και πυραύλους, για να αιµατοκυλίσεις πάλι την Αφρική και την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία και την Ουκρανία, ε; Βρε ασυνείδητε, δεν τα βλέπει όλα αυτά ο ουρανός, έτσι νοµίζεις; Άσε, ωχ, έπειτα αχαρακτήριστε, πήγες όµως µε τη γρήγορη σου βενζινάκατο, απέναντι µας, στον Ψαροµαχαλά, στην παλιά ταβέρνα του Τσαουσόπουλου για να πιεις το ουίσκι σου και να καταβροχθίσεις τους καλοµαγειρεµένους αστακούς, να απολαύσεις την αχνιστή κακαβιά σου και το σπάνιο χαβιάρι, ε; Όταν, όταν χιλιάδες φτωχά παιδάκια εξαιτίας σου, άσπρα, µαύρα, κίτρινα παιδάκια πεθαίνουν από την πείνα και όχι µόνο, µα δεν έχουν τα καηµένα ούτε ένα ποτήρι καθαρό νερό να πιούνε, να ζήσουν κι αυτά σαν άνθρωποι. Όταν, όταν εκείνα τα φουκαριάρικα είναι άρρωστα, µε χίλια κακά πάνω στα κορµάκια τους, όταν δεν ξέρουν ούτε το όνοµα τους να γράψουν σε ένα χαρτί, όταν δεν έχουν ούτε ένα δεύτερο ρουχαλάκι να φορέσουν, όταν, όταν, όταν.
Μα όλα ετούτα να µη σε νοιάζουν καθόλου, µα µόνη σου φροντίδα να ΄ναι το τι φάγωµεν και τι πίωµεν, να τρέχεις µε τους αδιάντροπους φιλοξενούµενους σου εδώ, να τρέχετε σε εκείνη την πιο παλιά συνοικία των ντόπιων ψαράδων, στον Ψαροµαχαλά, για να περιδροµιάσετε ε; Ωχ, δεν σε νοιάζει λοιπόν καθόλου η δυστυχία του κόσµου, στα βδελυρά παπούτσια σου τα ΄χεις γραµµένα ε;
Και τον θάνατο, τον θάνατο των συνανθρώπων σου, που υπογράφεις µε τις άνοµες δραστηριότητες σου και για τον θάνατο µια δεκάρα δεν δίνεις ε; Μόνο να τρέχεις στις πιο φηµισµένες αίθουσες τέχνης του κόσµου, µη χάσεις, µόνο να τρέχεις στις πιο διάσηµες όπερες να απολαύσεις τη µουσική, την πιο εκλεπτυσµένη, ε; Και έπειτα σαν ένα αφιονισµένο άλογο να ξεφαντώνεις ασύστολα µε τις νεαρές, τις αναρίθµητες γυναίκες σου, ε, ασυνείδητο πλάσµα;
– Με βρίζεις άγνωστη, µε βρίζεις συνέχεια. Σταµάτα επιτέλους, είπε ο τρανός έµπορος όπλων, που όπως είπαµε είχε το παρατσούκλι Λέων. Κι έχω µία απορία κι εγώ. Λες πως είσαι ένα φάντασµα κι όµως µιλάς σαν µία άκρως ενηµερωµένη γυναίκα, για ό,τι γίνεται σήµερα. Πού τα ξέρεις όλα αυτά εσύ, αυτά που µου ΄πες, γιατί εσύ δεν φαίνεσαι κιόλας να ΄ζησες στις µέρες µας, είσαι πιο παλιά, ή άνω λάθος; ρώτησε ο Λέων.
– Έχεις δίκιο, είπε αµέσως εκείνη η µορφή, µιας παλιάς κοπής θηλυκό είµαι γέννηµα. Τότε που όλοι οι λεβέντες Έλληνες, ή σχεδόν όλοι, είχαν αυτό που κανείς από τους σηµερινούς δεν διαθέτει, δηλαδή το φιλότιµο. Κοίτα, επειδή δεν έχεις αφοµοιώσει τίποτα άλλο στη ζωή σου παρά µόνο εκείνα τα ψυχρά, ξερά µαθηµατικά που σπούδασες στα νιάτα σου στα ξένα πανεπιστήµια, γι’ αυτό καλύτερα σιώπα. Μάθε το όµως, πως εµείς, όλοι εκείνοι, της αρχαίας φλέβας οι Έλληνες, εµείς όλοι της µοναδικής Ελληνικής Επανάστασης του 21, πιστεύαµε πολύ στην παντοτινά δίκαιη, στην ευαίσθητη ζυγαριά του Θεού. Και συνάµα και κάτι άλλο µας µάθαιναν οι καλοί µας δάσκαλοι τότε κι όχι κάτι άλλα, κάποια σύγχρονα, περίεργα και δυσκολοχώνευτα. Να ένα από ΄κεινα τα αξέχαστα, πως δηλαδή σαν πεταρίσει η αθάνατη ψυχή µας µακριά από το κορµί µας, για να πάει εκεί που θα ζήσει µετά, στο απερίγραπτο χάος του Σύµπαντος, περιµένοντας υποµονετικά την πεζική κρίση, τη ∆εύτερη δηλαδή του Χριστού Παρουσία, εκεί, λοιπόν, στην αναµονή αυτή, η ψυχή µας δεν κοιµάται, ούτε µία ηλίθια είναι, µα έχει µνήµη, έχει κρίση, έχει λογική, έχει όλων των πραγµάτων αντίληψη. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, οι δάσκαλοι µας µας έλεγαν πως αυτά τα δίδασκε ο Μέγας Αντώνιος, ο Άγιος Αντώνιος. Τέλος πάντων, στα είπα αυτά, επειδή µε ρώτησες πως τα ξέρω όσα σου είπα. Από τις τόσες γενιές των πεθαµένων τα ξέρω. Ξέρεις πόσοι που ήρθαν µετά από µένα εδώ, στις άγνωστες ουρανόσφαιρες, πόσοι είναι δίπλα µου, στην ίδια ήρεµη µεριά. Πόσα, λοιπόν, νέα και νέα έχω πληροφορηθεί και πληροφορούµαι συνέχεια από τους νεοσύλλεκτους αυτούς της µακαριότητας του Ουρανού;
Ο πωρωµένος εκείνος πολυεκατοµµυριούχος όχι µόνο δεν είπε τίποτα και δεν απάντησε σε όλα ετούτα, µα θύµωσε για τα καλά κιόλας. ∆εν το ΄δειξε όµως, η µνηµειώδης αυτοκυριαρχία του γαρ. Απόψεις, απόψεις άρρωστες και απαρχαιωµένες, απόψεις των πολλών νοητικά αδύναµων, σιγοµουρµούρισε µέσα από τα δόντια του ο περιβόητος εκείνος έµπορος θανάτου. Απόψεις τις µικρόνοης πλέµπας που ακολουθεί σαν ένα κοπάδι προβάτων τα κελεύσµατα των όποιων βοσκών της. Τυχάρπαστες απόψεις, των πολλών, της σειράς…
– Έλα τώρα, έλα τώρα γυναίκα, είπε αµέσως µετά µε µια άλλη χροιά φωνής, που είχε, ας πούµε, να, µία µεγαλύτερη συγκατάβαση. Έλα λοιπόν άγνωστη δικαστίνα των ψυχών, θα µου πεις ποια είσαι επιτέλους;
– Ποια είµαι εγώ και ποιος είσαι εσύ. Λοιπόν, του λόγου µου είναι, είπε εκείνη πλησιάζοντας τον περισσότερο, ποια είµαι ε; Ποια είµαι ε; βδελυρέ κύριε Λέοντα. Λοιπόν, µία ταπεινή απεσταλµένη είµαι, µία σκιά που βγήκε έξω από ΄κει που ήταν στριµωγµένη από το ετοιµόρροπο καλύβι της συνείδησης σου. Που σαν ένας σκελετός είναι, ναι, µα ακόµα δεν γκρεµιστεί τελείως. Μία φωνή που ξεπήδησε από τα πρώτα σου ρούχα τα παιδικά, πού ΄ρχεται να σου δείξει την τωρινή σου ωµότητα, τον εκτροχιασµό σου. Γιατί σε λίγο, κακορίζικο πλάσµα, αν δεν στρέψεις τα µάτια σου, ψηλά, στον ∆ηµιουργό σου, σύντοµα, δεν θα αργήσει η ώρα που θα σε πνίξουν µονοµιάς οι Ερινύες. Θα σε φάνε κακοµοίρη µου τα αµέτρητα φίδια της άφρονης συµπεριφοράς σου, ανόητε, ανόητε, υπό προθεσµία πλούσιε. Ποιος είσαι εσύ λοιπόν και ποια είµαι εγώ, ε; Ποια είµαι ε; Μάθε το λοιπόν φίλε του αόρατου σαδιστή Αποστάτη πως εγώ κάποτε ανέστησα µε τα δάκρυα µου, µε τους κόπους µου και τη ζητιανιά µου, δεκάδες ανήµπορα, δεκάδες άµοιρα ορφανά παιδάκια. Εγώ είµαι λοιπόν η Ελληνίδα Μικρασιάτισσα των αρχαίων Κυδωνιών, η Ψωροκώσταινα, η Ψωροκώσταινα.
– Ψωροκώσταινα, Ψωροκώσταινα, επανέλαβε αµήχανα σαν ένας ζαλισµένος από το υπεράνθρωπο ζόρι του ναυαγός, κάτι έχω ακούσει, το λέµε για την Ελλάδα, δεν ξέρω όµως άλλα, θα ξέχασα τα ελληνικά µου, είπε µε ειρωνεία τελειώνοντας τα λόγια του, εκείνος ο πάµπλουτος έµπορος όπλων, ο επιφανής Λέων.
– Από τη θολούρα των άνοµων κερδών σου τα ξέχασες τα ελληνικά σου, ε; του ΄πε αµέσως άγρια το άρτι αποκαλυφθέν εκείνο φάντασµα. Τέλος πάντων, έχεις αυτό το προφητευµένο από τον µεγάλο ∆ιδάσκαλο του Γένους µας, τον Άγιο Κοσµά τον Αιτωλό, τέλος πάντων, το ΄χεις δεν το ΄χεις πάνω σου, αυτό το διαβολικό µηχανηµατάκι. Αυτό βρε παιδί µου, το τηλέφωνο σου, αυτό βρε το ρηµάδι το κινητό σου, δεν το ΄χεις στις τσέπες σου; Το ΄χεις. Ε, άνοιξε το λοιπόν βρε καηµένες και δες, δες ποια ήµουν κάποτε του λόγου µου, εγώ, είπε τώρα πιο σιγανά, µε ένα αφάνταστα πονεµένο ύφος, εκείνο, το ζωηρό φάντασµα της αντρειωµένης Ψωροκώσταινας.
Ο µικρόσωµος εκείνος άντρας που του ΄καναν µεγάλους τουρκικούς τεµενάδες οι πάντες, που του κάναν µεγάλους τουρκικούς τεµενάδες οι πάντες, που του ΄καναν τις πιο εξευτελιστικές υποκλίσεις της οικουµένης όλης οι πιο ανήθικοι οσφυοκάµπτες, δεν έχασε ούτε ένα δευτερόλεπτο καιρό. Άνοιξε το κινητό του, και να, ευθύς, οι σχετικές πληροφορίες, εµφανίστηκαν αµέσως, επάνω στη φωτεινή επιφάνεια του κινητού του.
Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα. Η γυναίκα που είχε το παρατσούκλι Ψωροκώσταινα ήταν µία πανέµορφη, αρχοντικής καταγωγής Ελληνίδα, που είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και ήταν σύζυγος ενός πάµπλουτου εµπόρου εκεί. Τον Ιούνιο του 1821, ισχυρές δυνάµεις του οθωµανικού στρατού εισχώρησαν στην όµορφη πολιτεία και πυρπόλησαν το Αϊβαλί, σκοτώνοντας ταυτόχρονα και χιλιάδες από τους αθώους κατοίκους του. Στους τόσους νεκρούς µέσα ήταν δυστυχώς και τα τέσσερα παιδιά της, όπως επίσης και ο πλούσιος άντρας της, και εκείνη η Πανωραία Χατζηκώστα είδε δυστυχώς τους εξαγριωµένους Τούρκους να σφάζουν αυτά τα πολυαγαπηµένα της πρόσωπα µπροστά στα µάτια της. Η ίδια η Χατζηκώσταινα, ίσα ίσα που πρόλαβε και σώθηκε. Στην αρχή κάθισε λίγο καιρό στα Ψαρά, µα έπειτα, για µόνιµη εγκατάσταση και τελειωτική, πήγε στο Ναύπλιο. Εκεί, αφού τα πράγµατα είχαν τόσο δραµατικά αλλάξει για εκείνη, εξοικονοµούσε πλέον τα προς το ζην, άλλοτε κάνοντας την πλύστρα, άλλοτε την αχθοφόρο και άλλοτε τη ζητιάνα. Ο πολύς λαός, οι συντοπίτες εκεί στο Ναύπλιο τη φώναζαν πια Ψωροκώσταινα, λόγω της µεγάλης φτώχειας της. Αυτή όµως η ηρωίδα γυναίκα δεν το ΄βαλε κάτω, µάζεψε και πήρε υπό την προστασία της πολλά ανήµπορα ορφανά από τον πόλεµο παιδάκια. Τα πήρε µαζί της στοργικά και τα ΄βαλε σε ένα µεγάλο εγκαταλελειµµένο Οθωµανόσπιτο και εκεί τα φρόντιζε σαν να ΄ταν µάνα τους, εκεί τα τάιζε και τα έντυνε, και όλα αυτά από τον µόχθο της και το υστέρηµα της.
Συνέβη όµως και το εξής. Μια Κυριακή του 1826, στην κεντρική πλατεία του Ναυπλίου έγινε ένας έρανος για να βοηθήσουν όλοι όσο µπορούσαν το πολιορκηµένο από τους Τούρκους Μεσολόγγι. Αυτό έγινε µετά από τον καθιερωµένο εκκλησιασµό των κατοίκων της πόλης. Τότε, στην αρχή εκείνου του εράνου, η περήφανη εκείνη γυναίκα, η Ψωροκώσταινα, πλησίασε το µεγάλο τραπέζι που ήταν εκεί, το πλησίασε πρώτη και είπε µετά δυνατά: «∆εν έχω τίποτα άλλο εκτός από αυτό το ασηµένιο δαχτυλίδι κι ένα γρόσι. Εγώ αυτά έχω να προσφέρω για το µαρτυρικό Μεσολόγγι µας». Και τα άφησε εκεί, στο τραπέζι εκείνο πάνω. Αµέσως το πλήθος των συγκεντρωµένων ξαφνιάστηκε και κάποιος φώναξε δυνατά. «Για δείτε συµπατριώτες, πρώτη αυτή η πλύστρα η Ψωροκώσταινα, προσέφερε τον οβολό της». Τότε το ελληνικό φιλότιµο έκανε ευθύς το θαύµα του σε ελάχιστη ώρα µαζεύτηκαν µπόλικα για τη βοήθεια του Μεσολογγίου, λίρες, ασηµικά και άφθονα γρόσια. Αργότερα, σαν έφθασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, µαθαίνοντας εκείνο το συµβάν, βοήθησε την Ψωροκώσταινα όσο µπορούσε. Εκείνη δε, σε αντάλλαγµα της µικρής αµοιβής της, έπλενε σε καθηµερινή βάση τα ρούχα όλων των ορφανών παιδιών που βρίσκονταν εκεί µέσα, στο πρώτο ορφανοτροφείο της Χώρας που είχε ιδρύσει εκείνος ο απαράµιλλος Έλληνας πολιτικός και πατριώτης.
– Αυτή είσαι λοιπόν, είπε τώρα µε πολύ θαυµασµό εκείνος ο έµπορος όπλων, κοιτάζοντας την και πιο εξεταστικά, αυτήν τη γυναικεία µορφή του φαντάσµατος δίπλα του.
– Ναι, αυτή είµαι, πανίσχυρε για την ώρα, κύριε Λέοντα. Εγώ, στη γήινη ζωή µου, τότε φωτισµένη από τον Θεό, έσωζα από τον θάνατο τα µικρά παιδάκια. Εσύ, µε τον τρόπο σου, τα σκοτώνεις. Η διαφορά µας είναι µία άβυσσος, νοµίζω πως το καταλαβαίνεις. Τέλος πάντων όµως, εγώ τώρα εκπλήρωσα, να ξέρεις πως το εκπλήρωσα κι αυτό, το τελευταίο καθήκον µου. Μονάχα κι άλλο ένα να θυµάσαι για µένα, άρρωστε εραστή του πλούτου. Πως για ένα µόνο έχω πληγωθεί ανεπανόρθωτα, την κουβαλώ ακόµη την πληγή µου, και εκεί που είµαι τώρα, στο υπερπέραν, να το ξέρεις. Μάθε το λοιπόν εσύ πρώτος, εσύ τρανέ του ψεύτη κόσµου, πως για όλα όσα έκανα εν ζωή, ακόµη είµαι περήφανη. Όµως µόνο για ένα στενοχωριέµαι ακόµη. Που τόσα χρόνια µετά την κοίµηση µου, αντί το όνοµα µου να συµβολίζει τον ηρωισµό και τον αλτρουισµό, συµβολίζει αχ, τη φτώχεια, την αθλιότητα και την κακοµοιριά της χώρας µου. Αχ, άµοιρε Λέοντα, µονάχα µε την Παιδεία, την πραγµατική όµως παιδεία, εκείνης της Ιωνίας Γης, θα ξανάρθει η Ανάσταση του τόσο υπόδουλου, στην πλάνη της ύλης, Γένους µας.
Αυτά είπε σαν τέλος, εκείνο το δυναµικό φάντασµα της Ψωροκώσταινας και έπειτα τίποτα, τίποτα. Μονάχα το σκοτάδι πάλι, µονάχα το σκοτάδι υπήρχε, έπειτα από εκείνα τα τελευταία λόγια της, το σκοτάδι που σιγά σιγά κι αυτό διαλυόταν, αφού πια ξηµέρωνε.
Άµοιρος εγώ; αναρωτήθηκε µετά την αγανάκτηση εκείνος ο πανίσχυρος έµπορος όπλων, όταν µάλιστα συνειδητοποίησε καλύτερα την απίστευτη µοναξιά του. Που σαφώς ήταν πολύ µεγαλύτερη τώρα, συγκριτικά µε εκείνη που ένιωθε πριν του εµφανιστεί το φάντασµα της Ψωροκώσταινας.
Άµοιρος εγώ; αναρωτήθηκε ξανά και κατευθύνθηκε µε βαριά όντως βήµατα στον πρώτο καθρέπτη που βρέθηκε µπροστά του. Άµοιρος εγώ, ο κακός µου δηλαδή εαυτός, σαν ένας κινούµενος οχετός, µόνο αυτό δεν µας το είπε, εγώ, ο δακτυλοδεικτούµενος παράγοντας της διαπλοκής; ξανασιγοµουρµούρισε, κοιτώντας µε µια απορία τώρα το πρόσωπο του, λες κι έβλεπε το χλωµό πρόσωπο ενός ετοιµοθάνατου. Και σε ποιον άραγε να διηγηθώ αυτό που µου συνέβη, αναρωτήθηκε πάλι µε δυσφορία. Πως συνοµίλησα λέει µε ένα φάντασµα, χα, χα, χα. Θα γελάσουν και θα µε πάρουν όλοι µε τις πέτρες. Αφού κι εγώ, ακόµα και τώρα δεν είµαι σίγουρος, ναι. Τα ΄ζησα όλα αυτά; Τα φαντάστηκα; ∆εν ξέρω, στα αλήθεια. Σιωπή, λοιπόν, Λέοντα, σιωπή, σιωπή. Κι άλλωστε ποιος πήγε και γύρισε από το υπερπέραν, ξαναµονολόγησε. Άκου απεσταλµένη από την άλλη ζωή, για τη συνείδηση µου. Στον αιώνα µας γίνονται αυτά; Αναρωτήθηκε ξανά. Και έσπευσε, άναψε βιαστικά και ηδονικά πάντα, µα µε ένα τρεµάµενο χέρι τώρα, το τελευταίο του πούρο, πριν πάει να πλαγιάσει…
*O ∆ηµήτρης Α. Ανδρικίδης είναι συγγραφέας, µέλος της Ένωσης Πνευµατικών ∆ηµιουργών Ν. Χανίων