ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
» Αντώνη Δημ. Κακουδάκη (Λεφουτσαντώνη), Ηράκλειο, 2020
Βουνά, πέτρες, χαράκια, θάμνοι .δέτες, ξωκκλήσια. Αιώνες ιστορίας των ανθρώπων και ενός μοναδικού τόπου της Κρήτης, που ενώνει, συμβολικά και ουσιαστικά, το δυτικό με το ανατολικό τμήμα του νησιού. Πρόκειται για την πολυτραγουδισμένη Εθιά του Δήμου Αστερουσίων, τόπο που χαιρετά τ΄αόρι και ατενίζει τα ουράνια, προορισμένο να παραμείνει αλησμόνητος στους επισκέπτες του. Αυτόν τον τόπο, που η θύμησή του τροφοδοτεί την ισόβια νοσταλγία, υμνεί με ένα έργο ζωής ο Aντώνης Κακουδάκης.
Το εξώφυλλο του πολυσέλιδου, σκληρόδετου βιβλίου κοσμείται από φωτογραφία του Βόλακα, γιγάντιου βράχου με πολλές χαραγματιές και ιδιαίτερη μορφολογία. Στο οπισθόφυλλο υπάρχουν οι φωτογραφίες από τις τοποθεσίες Κεφάλα και Σκάφες. Ανάμεσα στις δυο φωτογραφίες διαβάζουμε στίχους του συγγραφέα:
“Στου Βόλακα τον ασκιανό, όντε βρεθώ καθίζω
κι ενός παλιού καλού καιρού θύμησες ‘νεχουμίζω.
Ανεχουμίζω τα παλιά, βάζω τα στο μυαλό μου,
περαματώ τη σκέψη μου και στήνω τ’ αργαλειό μου.
Στήνω με τέχνη τ’ αργαλειό, βάζω το νου να φαίνει
κι αρχίνησε σιγά-σιγά το τόπι να προβαίνει.
Τα σόγια ξόμπλια γίνονται, μορφίζουνε το τόπι
και ανασταίνονται νεκροί και ξεχασμένοι ανθρώποι.
Ανθρώποι που περπάτησαν στα Εθιανά σοκάκια
κι αφήσανε στο διάβα τους παιδιά και εγγονάκια!…”
Ο τίιτλος του βιβλίου είναι “ΕΝΑΣ ΒΟΛΑΚΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ” και ο υπότιτλοςι “ΕΘΙΑ-ΡΟΤΑΣΙ: Σόγια, κλώνοι, ιστορικά, διοικητικά και λαογραφικά στοιχεία”.
O Εθιανός Γιάννης Ζεβ. Ανδρουλάκης, ο οποίος προλογίζει αυτό το αξιομνημόνευτο έργο, σημειώνει: “… Ένας οικισμός χαρακτηρίζεται και προσδιορίζεται από τη χλωρίδα, την πανίδα, τα τοπωνύμια, τα προϊόντα, το μικροκλίμα, την αρχιτεκτονική του τοπίου, τη μορφολογία του εδάφους και, κυρίως, από τους ανθρώπους, οι οποίοι στο διάβα τους κατέγραψαν την ιστορία και τον πολιτισμό του.
Ο Λεφουτσαντώνης, χωρίς να παραλείπει τα υπόλοιπα, ασχολήθηκε στο βιβλίο του κυρίως με το ανθρώπινο στοιχείο. Αναδεικνύει το γενεαλογικό δέντρο κάθε οικογένειας και καταγράφει, σε γενικές γραμμές, την πορεία του κάθε μέλους και τον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας της μικρής αυτής κοινωνίας.
Οι άνθρωποι που έζησαν στην Εθιά μπορεί να ήταν καλοί, κακοί, όμορφοι ή άσχημοι, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε κοινωνία. Εκείνα τα στοιχεία, όμως, που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή συμπεριφορά των κατοίκων της Εθιάς είναι η αυθεντικότητα, ο αυθορμητισμός, το φιλότιμο και η φιλοξενία…
…Η Εθιά είναι ένας χαρακτηριστικός πετρόκτιστος ορεινός οικισμός, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού παραδοσιακός. Βρίσκεται στις βουνοκορφές των Αστερουσίων μαζί με τον Αχεντριά, τη Μουρνιά, τον Πρινιά, τους Παρανύμφους, τον Αμύγδαλο, τον Πλατανιά, τα Καπετανιανά, τις Απεζανές, τον Κρότο, τα Πηγαϊδάκια, τη Μιαμού και την Οδηγήτρια. Υπάρχουν πολλές απόψεις για την προέλευση της ονομασίας της οροσειράς των Αστερουσίων. Προσωπικά, με εμπνέει εκείνη η ερμηνεία η οποία θέλει όλο αυτόν τον ορεινό όγκο να προέρχεται από τα αστέρια: Αστέρων ουσία-Αστερούσια. Αυτό ενισχύεται και παίρνει τη μορφή μυστηρίου, όταν βλέπει κανείς από το πουθενά να “φυτρώνει” από το έδαφος ένας τεράστιος σφαιρικός ογκόλιθος έξω από τον οικισμό της Εθιάς, ο λεγόμενος “Βόλακας”…”
Στο εισαγωγικό σημείωμα ο συγγραφέας επισημαίνει: “Το βιβλίο αυτό είναι ένα ιδιαίτερο πόνημα, καρπός και αποτέλεσμα μια μακρόχρονης προσπάθειας για τη συγκέντρωση και την καταγραφή όλων εκείνων των στοιχείων που έρχονται στην επιφάνεια για πρώτη φορά, με πολλές λεπτομέρειες.
Για να βρω όλα αυτά τα στοιχεία, που είναι σπάνια και μοναδικά, έκανα μια πολύχρονη ιστορική κατάδυση στα γενεαλογικά γραπτά και προφορικά μέσα των οικογενειών που αναφέρονται. Η κινητήριος δύναμη για την έρευνα αυτή ήταν και παραμένει η αγάπη μου για το χωριό και τους κατοίκους του!
Εύκολα ο αναγνώστης θα διαπιστώσει τη σπανιότητα των στοιχείων (που για πρώτη φορά καταγράφονται συνολικά) και θα αξιολογήσει τις δυσκολίες για την ανεύρεσή τους. Όμως, είχα υποχρέωση να πραγματοποιήσω αυτό το έργο, στη μνήμη του πατέρα μου Λεφούτσου, στον οποίο είχα υποσχεθεί ότι θα έγραφα όσα περισσότερα μπορούσα από τα πολλά που μου είχε διηγηθεί…”.
Σε εκείνη την υπόσχεση προς τον πατέρα του αναφέρεται ο Αντώνης Κακουδάκης, και στον επίλογο του βιβλίου:
“Χαρά μεγάλη αισθάνθηκα, σαν έφτασα στο τέλος,
γιατί ετσά ξεπλήρωσα ένα μεγάλο χρέος.
Σε μια κουβέντα που΄χαμε με τον δικό μου κύρη,
υπόσχεση του έδωσα, δεν του χαλώ χατίρι.
Πάρα πολλά μου έλεγε ο κύρης μου όντε ζούσε
και ήθελε να μείνουνε, αυτό επιθυμούσε.
Υπόσχεση του έδωσα ότι θα προσπαθήσω
όλα αυτά που μου ‘λεγε βιβλίο να τ’ αφήσω…”
Η ενδεικτική παρουσία του κρητικού δεκαπεντασύλλαβου στα κεφάλαια του βιβλίου δεν είναι τυχαία, αφού η Εθιά αποτελεί αντιπροσωπευτικό τόπο άνθησης της παραδοσιακής κρητικής ποίησης, με σπουδαίους ριμαδόρους, των οποίων κορυφαία εκπρόσωπος σήμερα είναι η Μαρία Κακουδάκη-Λουλάκη, αδελφή του συγγραφέα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η αμεσότητα με την οποία η ποιήτρια μπορεί να ανταποκρίνεται σε κάθε περίσταση της καθημερινότητας με αυτοσχέδιο, πλούσιο και εξαιρετικά εκφραστικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση μιας συλλογικής μνήμης που αποτελεί ακένωτη δεξαμενή δημιουργικής έκφρασης για τους ανθρώπους του τόπου.
Ο Αντώνης Κακουδάκης παραθέτει πλήθος ακούσματα, αλλά και μνήμες της παιδικής ηλικίας και των μετέπειτα χρόνων της ζωής του, όλα συγκλωνιασμένα με την πορεία του τόπου της ρίζας του μέσα στο διάβα του χρόνου. Πέρασαν περισσότερο από δύο αιώνες μετά την καταστροφή και τον ξεκληρισμό του χωριού από τους Οθωμανούς, για να εγκατασταθούν στον τόπο αυτό οι πρώτοι νέοι κάτοικοι, προερχόμενοι από Λάκκους (Μπελεγρήδες-Σαρρήδες), Σφακιά, Ανώγεια και άλλες περιοχές της Κρήτης. Όλοι αυτοί “κούρνιασαν” στον ανεμόδαρτο και απάτητο τόπο και άρχισαν σιγά-σιγά να συναρμολογούν το πρόσωπό του, να γράφουν την ιστορία του.
Γνώρισε μεγάλη άνθηση η Εθιά τα μετέπειτα χρόνια. Νέοι κάτοικοι προστέθηκαν, σπίτια χτίστηκαν, παραδοσιακά επαγγέλματα άνθισαν, οικογένειες μεγάλωναν και οι γενιές που ήρθαν ζωγράφισαν έναν ορίζοντα με χρώματα και φως. Ύστερα, τις τελευταίες δεκαετίες, τότε που άρχιζε η εσωτερική μετανάστευση, πολλοί κατηφόρισαν προς το Ροτάσι, το αρχαίο Ρύτιον, για λόγους πρακτικούς. Ωστόσο, μέχρι σήμερα Εθιά και Ροτάσι είναι “ταυτόσημες έννοιες”.
Ασφαλώς ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων έχει ελαττωθεί. Είναι, όμως, πολύ σημαντικό το ότι τα τελευταία χρόνια η Εθιά ανασυγκροτείται και κρατά ανοιχτούς δρόμους επικοινωνίας με τα απανταχού παιδιά της, με τους μακρινούς συγγενείς της, με τους φίλους και με εκείνους που επιθυμούν να τη γνωρίσουν.
Ένα μεγάλο μέρος του πολυσήμαντου αυτού έργου καλύπτει η αναλυτική περιγραφή των οικογενειών (γενεαλογικά δέντρα) της Εθιάς (Αγγελιδάκηδες, Αδαμάκηδες, Ανδρεαδάκηδες, Ανδρουλάκηδες, Βελεγράκηδες (Μπελεγρήδες), Γαρεφαλάκηδες, Δολαψάκηδες, Κακουδάκηδες, Καλεντάκηδες, Καλογιαννάκηδες, Καραταράκηδες, Κατσαπρακάκηδες, Κοκοτάκηδες, Κουτεντάκηδες, Λουλάκηδες, Μαθιουδάκηδες, Μιχελάκηδες, Σαριδάκηδες, Τερζάκηδες) και του Ροτασίου (Δασκαλάκηδες, Δυράκηδες, Ζαχαράκηδες, Καραντινάκηδες, Κόγιαλοι, Μαγκουφάκηδες, Πεδιαδιτάκηδες, Περάκηδες, Φανουράκηδες, Χουρσάν, Χρυσουλάκηδες).
Καθώς ο αναγνώστης φυλλομετρά τις σελίδες του βιβλίου και ξετυλίγεται η μεγάλη ανέμη της Παράδοσης, αποκαλύπτεται ο θησαυρός τον οποίο με απαράμιλλη αφοσίωση και πολυετή μόχθο διέσωσε ο Αντώνης Κακουδάκης. Οι εκκλησίες των χωριών Εθιά και Ροτάσι (και η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία τους), ο Εθιανός γάμος, οι τοπικές εορτές, τα κατά καιρούς Κοινοτικά Συμβούλια των δύο χωριών, τα παραδοσιακά επαγγέλματα (με αναλυτική περιγραφή και συνοδευτικές φωτογραφίες όλων των σχετικών εργαλείων) , τα παιδικά παιγνίδια συνθέτουν μια ιστορική, κοινωνιολογική και λαογραφική πραγματεία. Στο συναρπαστικό κεφάλαιο για τα παραδοσιακά παιγνίδια της Εθιάς αναγνωρίζονται κάποια από αυτά που είναι γνωστά στη δυτική Κρήτη, ενώ κάποια άλλα, όπως ο ντελιμάς και το κιντιφί, ο μπλούκος, το κισκιντάκι, μοιάζει να προέρχονται από την ανατολική μεριά. Το παιχνίδι “βεζύρης” είναι αυτό το οποίο, στα ορεινά των Χανιών, ήταν γνωστό ως “στρουμπάς”.
Τα εξαιρετικά κείμενα συνοδεύει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, σε όλα τα κεφάλαια. Τα πέτρινα κτίσματα της Εθιάς, αλλά και οι μορφές των ανθρώπων (φωτογραφίες εποχής) που άφησαν την ηχώ της παρουσίας τους σε χαράκια, σε δρόμους και μονοπάτια, σε αυλές κι αμπέλια, στη φωνή του σήμαντρου και στον αδάμαστο αγέρα, δίνουν πνοή και ζωή στην αφήγηση του συγγραφέα.
Στις περισσότερες από 800 σελίδες του βιβλίου του ο Αντώνης Κακουδάκης αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη για όλους τους Κρήτες, μια και, όπως προαναφέρθηκε, η Εθιά αποτελεί συνθετική πολιτισμική έκφραση ολόκληρης της Κρήτης. Προσωπικά αξιώθηκα να επισκεφθώ την Εθιά δύο φορές και αυτό που έχω να πω είναι ότι οι μνήμες από αυτόν τον τόπο που γειτονεύει με τα ουράνια (υψόμετρο 741 μέτρα) πάντα θα με συντροφεύουν. Εύχομαι και οι αναγνώστες αυτού του κειμένου να βρουν τρόπο και χρόνο για να γνωρίσουν την “αετοφωλιά” με το απαράμιλλο φυσικό τοπίο και την αειφόρα πολιτισμική δημιουργικότητα.
Θερμά συγχαίρω τον πανάξιο γόνο της οικογένειας των Κακουδάκηδων και δραστήριο μέλος του Συνδέσμου για την Ανάπλαση της Εθιάς Αντώνη Δημ. Κακουδάκη για αυτό το πολύμοχθο επίτευγμά και του εύχομαι υγεία, οικογενειακή ευτυχία, πάντα δημιουργικά βήματα στον αθάνατο τόπο της ρίζας του.