Το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο διαλυτών παραγόντων και εξειδικευμένων κυττάρων που λειτουργώντας συνεργικά με γενετικούς παράγοντες και περιβαλλοντικά ερεθίσματα, στοχεύει στη διατήρηση της καλής υγείας και της μακροζωίας.
Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος είναι να προστατεύει τον οργανισμό από τους εισβολείς. «Αυτό επιτυγχάνεται μέσω κυττάρων και ουσιών, που αναγνωρίζουν τους λοιμώδεις μικροοργανισμούς (ιούς, βακτήρια, μύκητες κλπ.) και άλλους παράγοντες ως «ξένα σώματα», και κινητοποιούν το ανοσοποιητικό για να τους εξοντώσει», όπως εξηγεί η ενδοκρινολόγος Δρ. Παρή Ράπτη.
Μερικές φορές, ωστόσο, το ανοσοποιητικό σύστημα «εκλαμβάνει» λανθασμένα ως «ξένα σώματα» καθ’ όλα υγιείς ιστούς και όργανα. Έτσι, εξαπολύει τις δυνάμεις του εναντίον κυττάρων, ιστών και οργάνων που είναι απαραίτητα για την υγεία και την επιβίωση. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσονται τα λεγόμενα αυτοάνοσα νοσήματα, δηλαδή ασθένειες που οφείλονται στην λανθασμένη «υπεράντιδραση» του ανοσοποιητικού.
Η ακριβής αιτία των αυτοάνοσων παθήσεων δεν είναι γνωστή, αλλά οι επιστήμονες έχουν αναγνωρίσει αρκετούς συμβάλλοντες παράγοντες, όπως τα γονίδια, περιβαλλοντικούς παράγοντες και το θήλυ φύλο.
Το οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων παθήσεων, όπως ο λύκος ή η πολλαπλή σκλήρυνση, αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως αυτοανοσίας. Άλλοτε όμως ένα αυτοάνοσο νόσημα προσβάλλει πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας και άλλοτε δεν εκδηλώνεται ποτέ σε πρόσθετα μέλη.
Άλλοι παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με την αυτοανοσία, σε συνδυασμό με την γενετική επιρρέπεια, είναι ορισμένες ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις, τραυματικές εμπειρίες το χρόνιο στρες, ορισμένα φάρμακα, η χρήση απαγορευμένων ουσιών, η οξεία έκθεση σε χημικά και αλλά.
«Για λόγους που ακόμα δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως, αλλά πιθανώς εμπλέκουν τις ορμόνες του φύλλου και τα χρωμοσώματα, οι γυναίκες αποτελούν σχεδόν 78% των πασχόντων από τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα (εξαιρείται ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 που είναι συχνότερος στα αγόρια)», αναφέρει η Δρ. Ράπτη. «Το γυναικείο φύλο αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου για πολυαυτοανοσία, δηλαδή την συνύπαρξη σε ένα άτομο περισσότερων του ενός αυτοάνοσων νοσημάτων».
Το «χάσμα των φύλων» στην αυτοανοσία είναι γνωστό εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια. Η αυτοανοσία συνήθως εμφανίζεται κατά την αναπαραγωγική ζωή της γυναίκας (ηλικίες 15 -45 ετών).
Συνήθειες όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία μπορεί να επιδεινώσουν ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα και τα συμπτώματά τους, συμβάλλοντας στη χρόνια, συστηματική φλεγμονή. «Αναφορικά με την παχυσαρκία πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο λιπώδης ιστός δεν είναι απλά αποθήκη λιποκυττάρων. Στην πραγματικότητα αποτελεί «ενδοκρινολογικό όργανο», στο οποίο επιτελούνται πολλές διεργασίες. Εκτός των άλλων, παράγονται ασθενή οιστρογόνα, και ίσως μέσω των ορμονών η παχυσαρκία να αποτελεί εκλυτικό παράγοντα», εξηγεί η ειδικός.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα μπορεί να εκδηλωθούν οπουδήποτε στο σώμα και σε συνδυασμό μεταξύ τους μόνο σπάνια δεν μπορούν να θεωρηθούν. Συνολικά είναι γνωστά περισσότερα από 80 και αποτελούν την τρίτη συχνότερη ομάδα ασθενειών έπειτα από τους καρκίνους και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς προσβάλλουν ποσοστό πάνω από 8% του γενικού πληθυσμού.
Το ενδοκρινικό σύστημα προσβάλλεται από αρκετές αυτοάνοσες παθήσεις, κάθε μία εκ των οποίων έχει διαφορετικό αντίκτυπο και σοβαρότητα, αναλόγως με τα όργανα που εμπλέκονται. Οι αυτοάνοσες θυρεοειδοπάθειες (π.χ. χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ή θυρεοειδίτιδα Hashimoto, νόσος του Grave’s) και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 είναι οι πιο γνωστές αυτοάνοσες ενδοκρινολογικές παθήσεις. Λιγότερο συχνές αυτοάνοσες ενδοκρινικές παθήσεις είναι η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα, η αυτοάνοση νόσος Addison, η αυτοάνοση πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, ο υποπαραθυρεοειδισμός, οι ιατρογενείς ενδοκρινικές αυτοάνοσες παθήσεις κ.λπ.
Οι αυτοάνοσες θυρεοειδοπάθειες (χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα ή θυρεοειδίτιδα Hashimoto και νόσος του Grave’s) προσβάλλουν τουλάχιστον 5% του γενικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η ανίχνευση θυρεοειδικών αυτοαντισωμάτων.
«H θυρεοειδίτιδα Hashimoto είναι η πιο συχνή ενδοκρινική αυτοάνοση νόσος, καθώς προσβάλλει το περίπου 5% του πληθυσμού κάποια στιγμή στη ζωή του», λέει η κα Ράπτη. «Χαρακτηρίζεται από βαθμιαία απώλεια της θυρεοειδικής λειτουργικότητας, μερικές φορές διόγκωση του θυρεοειδούς (βρογχοκήλη), υπόσκληρη υφή και συνήθως αδιόρατα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού (π.χ. κόπωση, αύξηση σωματικού βάρους, διαταραχή του θυμικού, κατάθλιψη, αρθραλγία). Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες (οι γυναίκες ασθενείς είναι 7-9 φορές περισσότερες)».
«Η νόσος του Grave’s αποτελεί την πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού. Προκαλεί άγχος και ευερεθιστότητα, λεπτό τρόμο στα άκρα των δάκτυλων, αυξημένη ευαισθησία στη ζέστη και αυξημένη εφίδρωση, ζεστό, υγρό δέρμα, απώλεια βάρους παρά την φυσιολογική κατανάλωση τροφής, βρογχοκήλη, «φτερουγίσματα» της καρδιάς, κόπωση κ.λπ. Στο 30% των περιπτώσεων οι ασθενείς παρουσιάζουν και συμπτώματα στα μάτια, το πιο χαρακτηριστικό από τα οποία είναι ο εξόφθαλμος» συμπληρώνει η κα Ράπτη.
Η αυτοάνοση πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια ορίζεται ως η ανάπτυξη αμμηνόρροιας (διακοπή της εμμήνου ρύσεως), αυξημένων επιπέδων γοναδοτροπινών( FSH, LH) και μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων πριν από την ηλικία των 40 ετών. Η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και πριν ή μετά την ήβη. Η κατάσταση μπορεί να είναι ιδιοπαθής (αγνώστου αιτιολογίας), αλλά να συνοδεύεται από αυτοάνοση νόσο του Addison ή να είναι ιδιοπαθής με εκδηλώσεις ωοθηκικής αυτοανοσίας. Υπολογίζεται ότι το 10% των γυναικών με αυτοάνοση νόσο του Addison αναπτύσσουν πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Μπορεί επίσης να έχουν αυτοαντισώματα εναντίον ορισμένων ενζύμων. Οι γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια μπορεί επίσης να έχουν θυρεοειδική αυτοανοσία (14% των περιπτώσεων πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας).
Η νόσος Addison είναι μία σπάνια ασθένεια των επινεφριδίων. Τα επινεφρίδια είναι αδένες που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς. Σε ποσοστό 70-90% των περιπτώσεων η ασθένεια είναι αυτοάνοση (το ανοσοποιητικό του ασθενούς επιτίθεται στα επινεφρίδια). «Η νόσος Addison χαρακτηρίζεται από προοδευτική και βαθμιαία φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια (αφορά και τις τρεις ζώνες του φλοιού). Η ανεπάρκεια έχει ως συνέπεια ανεπάρκεια της παραγωγής στεροειδικών ορμονών (τόσο γλυκοκορτικοειδών όσο και αλατοκορτικοειδών). Η νόσος εκδηλώνεται λόγω καταστροφής μέσω αυτοαντισωμάτων έναντι στεροειδικών ενζύμων, του παρεγχύματος και των τριών ζωνών του φλοιού των επινεφριδίων ή άλλων αιτιών. Αρχικά τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη ειδικά (όπως κόπωση, καταβολή) και βαθμιαία επιδεινούμενα (με π.χ. απώλεια βάρους, ναυτία, εμέτους, κοιλιακά άλγη, ίλιγγο), σοβαρή ορθοστατική υπόταση κ.λπ. Μπορεί να συνυπάρχει αυτοάνοση θυρεοειδική νόσος, πρωτοπαθής υπογοναδισμός κ.λπ.» τονίζει η Δρ. Παρή Ράπτη.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 είναι μια μορφή διαβήτη κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Η συνέπεια είναι η έλλειψη ινσουλίνης, η οποία οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα και στα ούρα. Τα κλασικά συμπτώματα είναι πολυδιψία, πολυφαγία και πολυουρία (αυξημένη δίψα, όρεξη και ούρηση), καθώς και απώλεια βάρους. Σύμφωνα με στοιχεία της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ), στη χώρα μας 47.315 άνθρωποι κάνουν θεραπεία για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Η θεραπεία συνίσταται σε καθημερινές αυτοεγχύσεις ινσουλίνης για να αναπληρωθεί αυτή που δεν παράγει ο οργανισμός.
Ο ιδιοπαθής υποπαραθυρεοειδισμός είναι απόρροια της ανεπάρκειας της παραθορμόνης, που ρυθμίζει τη συγκέντρωση ασβεστίου στον ορό του αίματος. Η νόσος αυτή μπορεί να παρατηρηθεί σε νήπια και επίσης σποραδικά σε ενήλικες, προσβάλλοντας κυρίως γυναίκες με θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Η αυτοανοσία έχει προταθεί ως πιθανή αιτία του, επειδή σχετίζεται με άλλες αυτοάνοσες παθήσεις που προαναφέρθηκαν.
Η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα είναι μία πολύ σπάνια, «φλεγμονώδης» βλάβη της υπόφυσης (η υπόφυση είναι ο αδένας του εγκεφάλου). Η υπόφυση είναι κυρίαρχο όργανο, που φυλάσσεται ως πολύτιμο όργανο λίγων γραμμαρίων μέσα σε μια οστέινη «θήκη», το τουρκικό εφίππιο. Συνολικά 500 κρούσματα λεμφοκυτταρικής υποφυσίτιδας έχουν αναφερθεί στην ιατρική βιβλιογραφία από το 1962, όταν περιγράφηκε για πρώτη φορά. Και αυτή η νόσος είναι πιο συχνή στις γυναίκες. Προσβάλλει κυρίως εγκύους που βρίσκονται στο τρίτο τρίμηνο της κυήσεως ή στην επιλόχειο περίοδο. Η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα σχετίζεται στενά με άλλες αυτοάνοσες διαταραχές.
Εκτός από αυτές τις ιδιοπαθείς αυτοάνοσες ενδοκρινικές παθήσεις, υπάρχουν και ορισμένες ιατρογενείς, οι οποίες ουσιαστικά προκαλούνται από φάρμακα. Οι ιατρογενείς ενδοκρινικές αυτοάνοσες παθήσεις μπορεί να σχετίζονται με την ιντερφερόνη άλφα, την ιντερλευκίνη-2 και άλλα φάρμακα.
Οι περισσότερες αυτοάνοσες παθήσεις είναι χρόνιες και δεν ιώνται. Μπορούν όμως να τεθούν υπό έλεγχο με την κατάλληλη θεραπεία. Η θεραπεία εξαρτάται από τη νόσο και τα συμπτώματα. Στόχος της είναι να ελεγχθεί η διαδικασία της αυτοανοσίας, να μειωθούν τα συμπτώματα και να διατηρηθεί η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμά τις λοιμώξεις.
Οι αυτοάνοσες παθήσεις που καταστρέφουν αδένες του σώματος οι οποίοι παράγουν ορμόνες μπορεί να χρειάζονται δια βίου ορμονική υποκατάσταση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η νόσος του Addison, η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η νόσος Grave’s, ενώ σε άλλες παθήσεις απαιτείται διαφορετικού τύπου θεραπευτική προσέγγιση.
«Εντέλει θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, ότι για να υπάρξει βελτίωση στις αυτοάνοσες παθήσεις θα πρέπει η θεραπευτική προσέγγιση να συνδυάζεται με κατάλληλη διατροφή, με καλής ποιότητας ύπνο και με καταπολέμηση του στρες. Οι τρεις αυτοί παράγοντες εμπλέκονται στη ρύθμιση των επιπέδων των ορμονών στο αίμα (μέσω κιρκαδικού ρυθμού, χοληστερόλης κορτιζόλης κλπ.)» καταλήγει η Δρ. Ράπτη.