Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα γιατί από τη φύση της η πάθηση επηρεάζει τη σύλληψη και την εξέλιξη της εγκυμοσύνης.
Μελέτες δείχνουν ότι 4 στις 10 γυναίκες με ενδομητρίωση αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας. Άλλωστε η πάθηση είναι συχνή στις νεαρές γυναίκες αφού φαίνεται ότι ταλαιπωρεί το 5-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
«Το βέβαιο είναι ότι η εγκυμοσύνη όταν συνυπάρχει ενδομητρίωση είναι δυνατή, αν και μπορεί να μην είναι εύκολη.
Η πιθανότητα εμφάνισης υπογονιμότητας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της ενδομητρίωσης. Η λαπαροσκοπική παρέμβαση και η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη εγκυμοσύνης τις γυναίκες με ενδομητρίωση», τονίζει ο δρ Ιωάννης Βασιλόπουλος, Μαιευτήρας – Χειρουργός, ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και Διευθύνων Σύμβουλος της Institute of Life στο ΙΑΣΩ.
Τι είναι η ενδομητρίωση
Η ενδομητρίωση είναι συνήθως μία επώδυνη ασθένεια κατά την οποία αναπτύσσεται ιστός έξω από τη μήτρα. Ο ιστός αυτός είναι παρόμοιος με τον βλεννογόνο του εσωτερικού τοιχώματος της μήτρας, δηλαδή του ενδομήτριου και μπορεί να αναπτυχθεί στην περιοχή της κοιλιακής χώρας, τις σάλπιγγες, τις ωοθήκες, τους συνδέσμους που υποστηρίζουν τη μήτρα ή ακόμα και στο έντερο. Η ακριβής αιτία αυτής της νόσου είναι άγνωστη και η ενδομητρίωση δεν μπορεί να προληφθεί.
Συμπτώματα ενδομητρίωσης
Αν και πολλές γυναίκες που έχουν ενδομητρίωση δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα, εάν η διαταραχή προχωρήσει, τα συμπτώματα μπορεί να είναι:
• Βαριά ή επώδυνη περίοδος
• Κοιλιακός πόνος ή κράμπες πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου
• Πόνος κατά τη διάρκεια ή μετά την ερωτική επαφή
• Επώδυνη ούρηση ή κενώσεις του εντέρου
• Διάρροια ή δυσκοιλιότητα
• Κούραση
• Φούσκωμα ή ναυτία.
Ενδομητρίωση και υπογονιμότητα
Η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα και αυτό συνήθως συμβαίνει με τρεις τρόπους:
Απόφραξη σαλπίγγων: Η κυτταρική ανάπτυξη του ενδομητρικού ιστού μπορεί να μπλοκάρει τις σάλπιγγες και να εμποδίσει το ωάριο να κάνει την κανονική του πορεία κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας.
Κύστεις ωοθηκών: Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει κύστεις που εμποδίζουν τη διέλευση των ωαρίων και οι οποίες είναι δυνατόν να βλάψουν τις ωοθήκες.
Πυελική τοξικότητα: Στειρότητα από ενδομητρίωση μπορεί να προκληθεί και από αλλαγές στο πυελικό περιβάλλον το οποίο μετατρέπεται από φιλικό σε εχθρικό για τη συνάντηση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο.
Αλλά, ακόμα και αν επιτευχθεί γονιμοποίηση, η ενδομητρίωση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, όπως να μειώσει την ικανότητα εμφύτευσης του εμβρύου στο έδαφος της μήτρας και να αυξήσει τον κίνδυνο αποβολής.
Αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης
Η λαπαροσκόπηση είναι η μέθοδος εκλογής για τη διάγνωση και την αφαίρεση της ενδομητρίωσης. Με τη λαπαροσκόπηση αφαιρούνται ανώδυνα και αναίμακτα οι ιστοί της ενδομητρίωσης.
Καλό θα είναι περάσουν λίγοι μήνες από τη λαπαροσκόπηση πριν ξεκινήσουν οι προσπάθειες γονιμοποίησης με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Σε σοβαρότερες καταστάσεις απαιτείται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του ενδομήτριου ιστού.
Εξωσωματική γονιμοποίηση και ενδομητρίωση
Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο των γυναικών που πάσχουν από ενδομητρίωση μπορούν να συλλάβουν φυσικά χωρίς καμία απολύτως θεραπεία.
Αλλά για τις υπόλοιπες γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να είναι η καλύτερη λύση. Απαιτείται όμως ένα προσεκτικό πλάνο γιατί οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να επηρεάσουν την ενδομητρίωση.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εγκυμοσύνη για γυναίκες με ενδομητρίωση, γίνεται μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των ορμονών και του αποθέματος των ωοθηκών μαζί με διαγνωστικές εξετάσεις, οι οποίες παρέχουν ακριβή εικόνα για την κατάσταση της κάθε ασθενούς και το στάδιο της νόσου.
Οι γυναίκες με ενδομητρίωση που ξεκινούν εξωσωματική γονιμοποίηση παρακολουθούνται στενά από τον ιατρό τους, επειδή υπάρχει πιθανότητα τα φάρμακα γονιμότητας να προκαλέσουν συμπτώματα ενδομητρίωσης.
«Η εξωσωματική γονιμοποίηση επιδεικνύει υψηλά ποσοστά επιτυχίας ακόμη και όταν η γυναίκα επηρεάζεται από πολύπλοκες διαταραχές όπως η ενδομητρίωση», καταλήγει ο δρ Ιωάννης Βασιλόπουλος.