Σα ρίξεις το σπόρο, περίμενε. Θα φυτρώσει με την ώρα του. Η λιακάδα, έρχεται από ‘κει που δεν το περιμένεις. Και το μπουρίνι το ίδιο. Ο στόχος των σκοταδιών, μυστικός παραμένει. Μα, αναπόφευκτα, σε λίγες ώρες ξημερώνει. Και θα ξημερώνει πάντα. Κι εγώ θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς, την ομορφιά. Που αντιστέκεται. Πέρα από κάθε προσδοκία. Των ορατών. Και των κρυμμένων. Διότι η γνώση, στον μύθο κρύβεται. Και είναι τόσο παλιά, όσο κι ο μύθος. Εκεί, που βρίσκονται στοιχειά κι εργάτες, αγκαλιασμένοι, που λέει και το τραγούδι. Περιέργως πως, στο κέντρο των αέρηδων, έχει πάντα σιωπή. Είναι, φως μου, γαλήνια, η καρδιά του τυφώνα. Αυτός που ποτέ δεν άκουσες, στα είχε πει όλα. Δεν υπάρχει πιο σκοτεινό πράγμα, από την παραποιημένη γνώση. Άνω θρώσκω. Σημαίνει κοιτώ προς τα άνω (προς το οντως Ον). Από εκεί βγαίνει και η λέξη Άνθρωπος. Είναι μεγάλη ευθύνη το άνω θρώσκω. Μα πάλι, η τήβεννος, έχει εξωτερικά άλλο ύφασμα. Και εσωτερικά άλλο. Είναι ραμένη δε, με τον ίδιο τρόπο για όλους που την φορούν. Σε άλλους είναι στενή. Και σε άλλους περισσεύει. Σε λίγους ταριάζει γάντι. Σε κανέναν δεν ανήκει. Ενδυματολογικές σοφιστείες θα πεις. Ε, λοιπόν. Δε ξέρω. Ίσως. Συνήθως οι ενδυματολογικές ομοιομορφίες γίνονται για να δείξουν την ισότητα. Ή για να καλύψουν πιθανές ”ενδυματολογικές παραφωνίες”, των συνδαιτυμόνων. Οι ”παραφωνίες” συνήθως δεν αρμόζουν σε μιά ”μελωδία”. Και είναι ούτως ή άλλως ”ενοχλητικές”. Όσον αφορά, τα ”εξασκημένα ώτα των ακουόντων”. Μα πάλι, από έναν αταίριαστο συνδιασμό, μπορεί να προκύψει, ένας εξαιρετικός αυτοσχεδιασμός. Και συνήθως οι αυτοσχεδιασμοί, γίνονται από τους βιρτουόζους του είδους. Και ‘γω, ταξίδια ονειρεύομαι. Και αγκαλιές. Που συνήθως πάνε μαζί με τα ταξίδια. Και αγρυπνώ. Όπως οι ασκητές, όντε προσεύχονται. Διότι ως γνωστόν, η νύχτα στη προσευχή, ή στην επανάσταση ειδικεύεται. Μα εγώ αγρυπνώ γιατί παραμύθια πλέκω. Και μυστικά νανουρίσματα, για των ψυχών τις πληγές. Και φτιάχνω κάστρα και γοργόνες, που βγήκαν στη στεριά για μιάν αγάπη. Θυσιάζοντας την αιωνιότητά τους. Για έναν θνητό Έρωντα. Και κρυφές μουσικές ξομπλιάζω. Σε παλιού αργαλειού το υφάδι. Και είναι η σκέψη, σα παλιά γιαγιά, που πήγε να τραβήξει νερό από το πηγάδι. Και γίναν οι ώρες, ακρίτες, στου νου τις εσχατιές. Μα πως να χορτάσεις, μόνο με ένα τραγούδι και ένα παραμύθι. Θέλεις κάτι ακόμα. Και ψάχνεις μέσα στο σεντούκι με τις παλιές δαντέλες. Που μυρίζει λεβάντα και μιά ιδέα, από τα ορατά και τα αόρατα.
Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ λογοθεραπεία.