Οι οραµατισµοί του Ελευθέριου Βενιζέλου και η εξέλιξη του ∆ικαστηρίου στη διαδροµή του χρόνου
Λίγο παραπάνω από την πλατεία ‘‘Οµονοίας’’, στην οδό Πανεπιστηµίου 47-49, ένα πανέµορφο νεοκλασικό κτίριο, που το λένε «Αρσάκειο», οµορφαίνει την περιοχή. Το όνοµά του «Αρσάκειο» προέρχεται από το όνοµα του Αποστόλη Αρσάκη, ενός οµογενή που ζούσε στη Ρουµανία και η καταγωγή του ήταν Ηπειρώτης. Βέβαια το Αρσάκειο άρχισε να κτίζεται πολύ πιο µπροστά, από το 1847 µε την παρουσία της Βασίλισσας Αµαλίας, σαν επίτιµου προέδρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Για να αποπερατωθεί όµως το κόστος ήταν τεράστιο, έτσι ο Αρσάκης ανέλαβε να καλύψει το ποσόν, και τιµής ένεκεν το σχολείο Θηλέων πήρε το όνοµά του. Λειτούργησε σαν εκπαιδευτήριο µέχρι το 1940. Το 1996 και µετά από µια πλήρη αποκατάσταση στέγασε το Συµβούλιο της Επικρατείας µέχρι σήµερα.
Το ΣτΕ στην αρχή της λειτουργίας του είχε συµβουλευτικό χαρακτήρα. Ουσιαστικά, όπως είναι σήµερα, άρχισε να λειτουργεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο 1828-1929 µε πρώτο πρόεδρο του τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Το 1996 και µετά από µια πλήρη αποκατάσταση στην αρχική του µορφή, στέγασε το Συµβούλιο της Επικρατείας.
Εδώ λοιπόν σ’αυτό το υπέροχο νεοκλασικό, το απόγευµα της ∆ευτέρας 30 Οκτωβρίου, πραγµατοποιήθηκε εκδήλωση από το Συµβούλιο της Επικρατείας και το «Ίδρυµα Ελευθέριος Βενιζέλος» για την παρουσίαση του τόµου για τις «Εννέα δεκαετίες Συµβούλιο της Επικρατείας».
«Οι οραµατισµοί του Ελευθέριου Βενιζέλου και η εξέλιξη του ∆ικαστηρίου στη διαδροµή του χρόνου»
Η Εκδήλωση ξεκίνησε µε έναν σύντοµο µα µεστό χαιρετισµό, από την Πρόεδρο του Συµβουλίου της Επικρατείας κα Ευαγγελία Νίκα. Ακολούθησε ο Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής Γενικός ∆ιευθυντής Εθνικού Ιδρύµατος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» κος Νικόλαος Παπαδάκης – Παπαδής.
Συγκράτησα και σας µεταφέρω:
Παρουσιάζοντας τον παρόντα τόµο, το Εθνικό ίδρυµα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» εκφράζει βαθιά ικανοποίηση για την ολοκλήρωση µιας συνθετικής επιστηµονικής εργασίας µε αντικείµενο το εµβληµατικότερο από τα θεσµικά δηµιουργήµατα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η έκδοση αυτή, καθώς και το συνέδιο που είχε προηγηθεί αλλά και η σηµερινή εκδήλωση, σηµατοδοτούν µε τον καλύτερο τρόπο τη συνεργασία του Ιδρύµατος µε το ίδιο το Συµβούλιο της Επικρατείας, µάλιστα δε, λόγω της συγκυρίας, υπό πέντε αλληλοδιάδοχες προεδρίες: Σακελλαροπούλου, Ράντος, Σαρπ, Σκαλτσούνης, Νίκα.
Όπως αναφέρω και στο κείµενο του χαιρετισµού µου µέσα στον παρόντα τόµο, «Κανείς άλλος θεσµός της ελληνικής πολιτείας δεν έχει συνδεθεί ιστορικά µε ένα πρόσωπο, όσο το Συµβούλιο Επικρατείας µε τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η σύνδεση αυτή δεν είναι τυχαία ή συγκυριακή: η διακυβέρνησή του δεν συνέπεσε απλώς µε την ίδρυση του δικαστηρίου αυτού, αλλά ο ίδιος την ενέταξε στο µακρόπνοο συνταγµατικό και νοµοθετικό του σχεδιασµό, την επέβαλε µε προσωπική και άµεση παρέµβαση κατανικώντας αντιδράσεις και αντιξοότητες, και την ύµνησε, σε κάθε ευκαιρία, ως το σηµαντικότερο έργο της κυβέρνησής του κατά την επίµαχη κοινοβουλευτική περίοδο, ενώ αποφασιστική υπήρξε η συµβολή του στη διαµόρφωση της συγκεκριµένης φυσιογνωµίας του θεσµού».
Πράγµατι, ήδη από τη δράση του στην Κρητική Πολιτεία και αµέσως µετά την άφιξή του στην Ελλάδα το 1910, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέµεινε στην υπαγωγή της διοίκησης υπό δικαστικό έλεγχο. Οι προσπάθειές του στέφθηκαν από επιτυχία µόλις το 1929, όµως ακόµη και τότε δεν εφησύχασε αλλά συνέχισε να παρακολουθεί την ολοκλήρωση του σχεδίου του, υπερασπιζόµενος µε κάθε ευκαιρία την ανεξαρτησία του Συµβουλίου Επικρατείας και θέτοντας τα θεµέλια για το διαχρονικό του κύρος. Με άλλα λόγια, η ιστορία του Συµβουλίου Επικρατείας είναι ταυτοχρόνως και ιστορία της διαχρονικής επιρροής του Ελευθερίου Βενιζέλου και της σφραγίδας που άφησε στην ελληνική κοινωνία και τους θεσµούς της.
Πλησιάζοντας την εκατονταετηρίδα του Συµβουλίου Επικρατείας, παρίσταται απολύτως αναγκαία η ανασκόπηση των οραµατισµών που συνόδευσαν την ίδρυσή του αλλά και της εξέλιξής του µέσα στις πολυκύµαντες δεκαετίες που ακολούθησαν. Η ανασκόπηση αυτή δεν έχει µόνον επιστηµονική ή πανηγυρική σηµασία, ούτε ενδιαφέρει µόνον ιστορικούς, δικαστές ή δικηγόρους. Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για την ιστορία αυτού καθ’εαυτό του κράτους δικαίου στη χώρα µας, για το κατά πόσον η διοικητική δικαιοσύνη έχει κατορθώσει να αποτελέσει κινητήριο δύναµη για την εδραίωση των ατοµικών δικαιωµάτων και της οµαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύµατος.
Σχεδόν εκατό χρόνια µετά, µπορούµε να διαπιστώσουµε αν όντως ο πολίτης περιβάλλεται από ασφάλεια δικαίου και θεσµούς αποτελεσµατικής επιβολής του νόµου, αν είναι εξοπλισµένος µε όρους ισότητας ακόµη και απέναντι στο κράτος; Μπορούµε να ερευνήσουµε, χωρίς προκαταλήψεις, το κατά πόσον το Συµβούλιο Επικρατείας έχει διατρέξει τη µακρά πορεία του αλώβητο από εξωνοµικές και εξωδικαστικές επιρροές ή από κρίσεις αµφισβήτησης; Μπορούµε να διερωτηθούµε αν το δικαστήριο αυτό έχει κατορθώσει, έξω και πέραν από τις αίθουσες συνεδρίασης και τις αποφάσεις του, να εθίσει σταδιακά την κοινωνία, τους διοικουµένους αλλά και το πολιτικό προσωπικό της χώρας στην αποκρυστάλλωση θεσµικής πολιτικής συνείδησης; Μπορούµε να εντάξουµε την ελληνική διοικητική δικαιοσύνη µε αξιώσεις στη χορεία αντίστοιχων πανευρωπαϊκών οµολόγων της; Μπορούµε, εν τέλει, να τεκµηριώσουµε το κατά πόσο το ίδιο το Συµβούλιο Επικρατίας επέδειξε, στα χρόνια που ακολούθησαν, τόλµη ανάλογη εκείνης την οποίαν είχε επιδείξει, ιδρύοντάς το, ο Ελευθέριος Βενιζέλος;
Ο τόµος ανοίγει µε δύο εισαγωγικές οµιλίες: ο κ. Τασούλας ανασκοπεί τη µέριµνα του Βενιζέλου για τη δικαιοσύνη, ο κ. Ράντος την εξέλιξη του Συµβουλίου Επικρατείας µέχρι τις µέρες µας. Ακολουθεί η πρώτη ενότητα, «Η δικαιοσύνη στη σκέψη και πρακτική του Ελευθέριου Βενιζέλου», όπου ο κ. Χατζηβασιλείου εντάσσει την ίδρυση του Συµβουλίου στο γενικότερο πολιτικό σχεδιασµό του Βενιζέλου και ο κ. Βαργανελάκης εξιστορεί την εφαρµογή του σχεδιασµού αυτού στην Κρητική Πολιτεία πριν από την Έλευση του Βενιζέλου στην Αθήνα. Στη δεύτερη ενότητα, «Η ίδρυση του Συµβουλίου Επικρατείας στην ιστορική και πολιτική συγκυρία της», η κ. ∆ηµακοπούλου αναφέρεται στην προϊστορία της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης, ο κ. Βλαχόπουλος στο συνταγµατικό πλαίσιο της ίδρυσης του Συµβουλίου Επικρατείας, ο κ. Τσαπόγας στα ευρωπαϊκά συγκριτικά δεδοµένα, ο κ. Φορτσάκης στην επιρροή του γαλλικού προτύπου, ο κ. Αρναούτογλου στην ανεξαρτησία του Συµβουλίου, ο κ. Πυργάκης στις αντιδράσεις που συνάντησε η ίδρυσή του και ο κ. Βαγιωνάκης στις συζητήσεις για τη δηµιουργία συνταγµατικού δικαστηρίου. Στην Τρίτη ενότητα, «Κεφάλαια από την ιστορία του Συµβουλίου Επικρατείας», ο κ. Καϊδατζής παρουσιάζει τον έλεγχο συνταγµατικότητας των νόµων, ο κ. Βασιλειάδης τη νοµ01ολογία για τη διοικητική εκτόπιση, η κ. Σταµατοπούλου τη νοµολογία για το νοµικό χαρακτήρα ελληνικών κυβερνήσεων και ο κ. Αντωνάτος τον έλεγψο της έκτακτης νοµοθέτησης. Τέλος, στα «Συµπεράσµατα», ο κ. Αλιβιζάτος πραγµατεύεται το κατά πόσον η εξέλιξη του Συµβουλίου Επικρατείας έχει δικαιώσει τους οραµατισµούς του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Φυσικά δεν θα παραλείψω την εξαιρετική συµβολή του κ. Π. Τσούκα και κ. Μ. Τσαπόγα που επιµελήθηκαν τον τόµο, καθώς και τις εκδόσεις Πατάκη για την συνεργασία και την ποιοτική έκδοση του τόµου. Βεβαίως να ευχαριστήσω την κα Νίκα για την συνεργασία.
Κυρίες και κύριοι ο κατάλογος των εισηγητών στους οποίους θα κάνει ονοµαστική αναφορά ο κ. Τσούκας αποδίδει την προσπάθεια που καταβλήθηκε προκειµένου να επιτευχθεί η χρυσή τοµή µεταξύ θεωρίας και πράξης, εν προκειµένω µεταξύ µελών της ακαδηµαϊκής κοινότητας και µελών του ίδιου του δικαστηρίου. Ο διάλογος αυτός δεν εξαντλείται, φυσικά, στις προκείµενες εισηγήσεις, αλλά συνεχίζεται και οφείλει να συνεχίζεται στο διηνεκές. Υπ’ αυτό το πρίσµα, σας καλώ να εκτιµήσετε τον παρόντα τόµο πρωτίστως ως αφετηρία.
Ακολούθησε σύντοµη παρέµαβαση του Παναγιώτη Τσούκα, Συµβούλου Επικρατείας και Πρόεδρο της Ενώσεως ∆ικαστικών Λειτουργών Συµβουλίου της Επικρατείας.
Ακολούθησε οµιλία από την ΑΕ της Προέδρου της ∆ηµοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Με γλαφυρότητα και λίαν εµπεριστατωµένα η ΑΕ, ανέπτυξε το θέµα και καταλαβαίνεις από τα λεγόµενά της πως της ήταν λίαν αγαπητό! Ειδικά όταν αναφερόταν στη σχέση Ελευθέριος Βενιζέλος και Συµβούλιο της Επικρατείας.
Την εκδήλωση τίµησαν αρκετοί επίσηµοι. ∆ιέκρινα:
• Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος Συµβουλίου της Επικρατείας
• Νικόλαος Παπαδάκης Γενικός ∆ιευθυντής Εθνικού Ιδρύµατος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
• Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας
• Κωνσταντίνος Τασούλας, Πρόεδρος της Βουλής
• Εκπρόσωπος Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος: Πανοσολογιότατος Αρχιµανδρίτης π. Θεοχάρης Βαρνάβας, Πρωτοσύγγελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
• Εκπρόσωπος Προέδρου Ελληνικής Κυβέρνησης: Υπουργός ∆ικαιοσύνης Γεώργιος Φλωρίδης Υπουργός ∆ικαιοσύνης
• Εκπρόσωπος Προέδρου ΣΥΡΙΖΑ: Ιωάννης Σαρακιώτης Βουλευτής Στερεάς Ελλάδας, Τοµεάρχης ∆ικαιοσύνης
• Εκπρόσωπος Προέδρου ΠΑΣΟΚ, Βουλευτής Μιλένα Αποστολάκη
• Ιωάννης Σαρµάς, πρώην πρωθυπουργός, Πρόεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου
• Άννα Μπενάκη, πρώην Πρόεδρος Βουλής
• Σέβη Βολουδάκη, Βουλευτής Χανίων
• Αλέξανδρος Μαρκογιαννάκης, Βουλευτής Χανίων
• Γεωργία Αδειλίνη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
• Νίκη Μαριόλη, Πρόεδρος Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους
• Γεώργιος Μπαµπινιώτης, πρ. Υπουργός, πρ. Πρύτανης, Οµότιµος Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών, Πρόεδρος στην εταιρεία Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, πρ. Πρόεδρος στην εταιρεία Ελληνικό Ίδρυµα Πολιτισµού
• Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Γενικός Γραµµατέας του Ιδρύµατος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισµό και τη ∆ηµοκρατία, Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών
• Φαλή Βογιατζάκη, Πρόεδρος Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
• Χρήστος Πραµατευτάκης, Πρόεδρος ∆ικηγορικού Συλλόγου Χανίων
• Ηλίας Κλάππας, Πρόεδρος ∆ικηγορικού Συλλόγου Πειραιά
• Σπύρος Σοφιανός, Πρόεδρος Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδας – Τµήµατος ∆υτικής Κρήτης
• Πρόεδροι Κρητικών Συλλόγων και Οµοσπονδιών της Αττικής
• ∆ικαστικοί Λειτουργοί του Συµβουλίου της Επικρατείας
• Πανεπιστηµιακοί
• Πρώην Υπουργοί και Βουλευτές
• Επίτιµοι αποχωρήσαντες δικαστές του Συµβουλίου της Επικρατείας
• Εκπρόσωποι φορέων και υπηρεσιών
Στο τέλος της εκδήλωσης προσφέρθηκαν νόστιµα και πλούσια εδέσµατα και ποτά.