Η οδυνηρή εμπειρία της κυπριακής τραγωδίας τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1974 έγινε για τον Γιώργη Μανουσάκη, τον επόμενο ακριβώς χρόνο (Ιούλιο – Αύγουστο 1975), πηγή ποιητικής έμπνευσης. «Ἤτανε κάτι σὰν ἀνάβλυσμα», γράφει ο ίδιος, αφού πια τα συναισθήματα είχαν κατασταλάξει, η τραγωδία είχε συντελεστεί και η διχοτόμηση του νησιού φαινόταν αμετάκλητη.
Μετά από εξάμηνη επεξεργασία, ο ποιητής αποφάσισε να δημοσιεύσει έντεκα από εκείνα τα ποιήματα και τα συμπεριέλαβε στην ποιητική συλλογή του ΤΡΙΓΛΥΦΟ (1976), στην πρώτη ενότητά της, με τίτλο «Μέρες της φωτιάς, 1974» και μότο τον 73ο στίχο από το ποίημα «Τελευταῖος σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη:
«ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο».
Το ποίημα «Μετάσταση» δημοσιεύτηκε αργότερα στην ποιητική συλλογή ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ (1995), ενώ τρία άλλα παρέμειναν στο συρτάρι μέχρι το θάνατό του. Δημοσιεύτηκαν το 2013 στον Β΄ τόμο ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1967-2007, ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ – ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ (εκδ. Γαβριηλίδης). (Σ.Σ. Σήμερα δημοσιεύουμε 9 από αυτά τα ποιήματα).
Τα έντονα συναισθήματα που δημιούργησε στον ποιητή η εχθρική εισβολή στην Κύπρο, ζωντανά μέσα του ολοζωής, τα εκμυστηρεύτηκε πολύ αργότερα σε επιστολές του πρός δύο Κύπριους λογοτέχνες.
Στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη το 1988:
«[…]Μετὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ στὴν Κύπρο ἡ βαθειὰ θλίψη μου γιὰ τὴν ἁρπαγὴ τῶν τόπων ποὺ εἶχα δεῖ καὶ γιὰ τὸ δράμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχα διαβάσει μ’ ἔσπρωξε νὰ γράψω ἕντεκαποιήματα – ἀτομικὲς κατὰ τὸ πλεῖστον περιπτώσεις ποὺ εἶχα διαβάσει στὶς ἐφημερίδες ἢ ποὺ εἶχα φανταστεῖ, καὶ ποὺ ὅλες μαζὶ –πίστευα– συνθέτανε μιὰ εἰκόνα τῆς κυπριακῆς τραγωδίας» […].
Στην πεζογράφο Ήβη Μελεάγρου το 1999:
[…] Εἶχα τὴν τύχη νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν Κύπρο, σ’ ἕνα ταξίδι – ἀστραπὴ 3 ½ ἡμερῶν, τὸ 1962. Μεταξὺ ἄλλων εἶδα καὶ τὴν Κερύνεια, τὴν Ἀμμόχωστο καὶ τὴν ἀρχαία Σαλαμίνα. Εἰκόνες ποὺ μοῦ ’μειναν ἀλησμόνητες. Κι αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐπιπλέον λόγος ποὺ ἔνιωσα ν’ ἀνοίγεται μιὰ πληγὴ μέσα μου μὲ τὴν τουρκικὴ εἰσβολή. Ἔγραψα τότε μιὰ δεκαριὰ ποιήματα ποὺ τὰ περιέλαβα στὴ συλλογή μου Τρίγλυφο τὸ 1976 […].
Ίσως ενδιαφέρει να ξαναφέρουμε στο φως ένα μικρό απόσπασμα από κείμενο του ποιητή δημοσιευμένο στα «Χανιώτικα Νέα» (30 Οκτωβρίου του 1976) με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης φωτογραφιών στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων «Ο Χρυσόστομος» (φθινόπωρο 1976), με τίτλο «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ».
Μια σύγκριση των κυπριακών ποιημάτων με το παρατιθέμενο απόσπασμα κάνει φανερή τη στενή συνάφεια τους.
«Πλῆθος εἶν’ οἱ χαρακτηριστικὲς εἰκόνες ἀπὸ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ καὶ τ’ ἀποτελέσματά της: Βομβαρδισμένα νοσοκομεῖα καὶ σχολειά, γκρεμισμένες ἐκκλησίες, ἰσοπεδωμένα ξενοδοχεῖα καὶ σπίτια. Ἡ ἀνενόχλητη ἀπόβαση τῶν τουρκικῶν ἁρμάτων καὶ τοῦ πεζικοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Κυρήνειας. Οἱ νεκροὶ ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια ἢ στοὺς γύρους τῶν δρόμων. Καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ποὺ ἐπέζησαν: Γεροντικὲς μορφὲς ποὺ κουβαλοῦν ὅλο τὸν πόνο τῆς χαμένης πατρίδας στὸν τόπο τῆς προσφυγιᾶς. Μητέρες μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ συσπασμένα ἀπὸ τὴν ὀδύνη γιὰ τὸν χαμὸ τῶν παιδιῶν τους. Ἀλαφιασμένα παιδικὰ μάτια ἀπὸ τὴν ἔξαφνη γνωριμία τοῦ πολέμου. Τραυματισμένοι κι ἀνάπηροι. Οἱ σειρὲς τῶν νιόσκαφτων τάφων. Κι οἱ σειρὲς οἱ σκηνὲς τῶν προσφυγικῶν καταυλισμῶν».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Ὅταν τὸν χτύπησεν ἡ σφαίρα
σήκωσε τὸ δεξί του χέρι
γράφοντας ἕνα ἡμικύκλιο ἀποχαιρετισμοῦ
στ’ ἀρυτίδωτο φῶς τοῦ πρωινοῦ.
Ἀπ’ τ’ ἀνοιγμένα του χείλη
βγῆκε ἡ στερνὴ φωνὴ — ἕνας λυγμὸς
ποὺ κούρνιαζε στὸ στῆθος
ἀπ’ τὰ παιδικά του χρόνια
προσμένοντας τούτην ἴσα ἴσα τὴ στιγμή.
Ἔπεσε μπρούμυτα στὸ κοκκινόχωμα
σὰν ἄδειος σάκκος. Κι εὐθὺς
ὁ ὄγκος τοῦ κορμιοῦ πῆρε νὰ λιγοστεύει
σὰ ν’ ἄρχιζε κιόλας ἀργὴ ἡ κάθοδος
στὴ γῆς. Τὸ τὰνκ πέρασε πλάι του
πατώντας σιδερένια βούλα στὸ ματοβαμμένο χῶμα
ἐπικυρώνοντας τ’ ἀμετάκλητο τοῦ θανάτου.
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
ΑΔΕΡΦΑΜΑΧΗ
Ἔνιωθε πίσω του τὶς αἰχμηρὲς
λεπίδες τῶν βλεμμάτων τους
νὰ κάνουν φράχτη μὲ τὶς σκοτεινὲς
τρύπες ἀπὸ τὶς κάννες τῶν αὐτόματων.
Μόλις τὸν εἶχε φραγγελώσει ἡ φωνὴ τοῦ μίσους:
«Προχώρα, μπάσταρδε τοῦ Μούσκου·
τρέχα μπροστὰ κι ἐμεῖς θὰ σὲ καλύπτομε!»
Ἀπ’ ἀντικρὺ ἐρχότανε οὐρλιάζοντας τ’ ἀεροπλάνο.
Ἀνασηκώθηκε κρατώντας τ’ ὅπλο
κι ἔκλεισε μιὰ στιγμὴ τὰ βλέφαρα
καθὼς γκρεμίζουνταν μέσα του ὁ κόσμος.
Ἔπεσε ἀπορώντας ἂν ἡ σφαίρα
καρφώθηκε στὸ στῆθος του ἢ στὴν πλάτη.
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Τέσσερεις μέρες πρὶν τὸν εἴχαμε θαμμένο.
Φύγαμε ἀφήνοντάς τον μαζὶ μὲ τὰ σπίτια
καὶ τὰ χωράφια στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Μήτε τὰ ἐννιάμερα δὲν τοῦ ’χα κάμει.
Τώρα ὅλοι κλαῖνε τὴ χαμένη τους
πατρίδα κι ἐγὼ σκέφτομ’ ἐκεῖνον
ποὺ λειώνει μοναχὸς στὴν τουρκεμένη γῆς.
Μὲ τρώει τὸ ρώτημα: ἄραγες θὰ μ’ ἀφήσουν
στὸ λίγο τὸν καιρὸ ποὺ μέλλεται νὰ ζήσω
νὰ πάω, τὰ κόκκαλά του νὰ ξεχώσω
νὰ τὰ φέρω σὲ χώματα χριστιανικά;
Πενήντα χρόνια ὁμόκοιτοι, πῶς θὰ βαστάξω
τὸ χωρισμὸ στὸν ἀνεξύπνητο ὕπνο;
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
Η ΒΙΑΣΜΕΝΗ
Τὸν πρόσμενα μιὰ νύχτα
βαρειὰ ἀπὸ μύρα πορτοκαλανθῶν
μὲ τὸ φεγγάρι νὰ χρυσώνει τὸ προσκέφαλό μου.
Μιὰν ἀπὸ κεῖνες τὶς νυχτιὲς τὶς ἀνοιξιάτικες
τὶς βασανιστικές, ποὺ ἁπλώνουνται τὰ χέρια
στὸ χλιὸν ἀέρα ἱκετεύοντάς τον
νὰ πάρει σχῆμα ἀντρίκειου σώματος.
Μὰ ἤτανε μέρα τοῦ κατακαλόκαιρου
μ’ ἕνα ἥλιο ποὺ ξεθώριαζε κάθε σκιά.
Πολλὰ τὰ χέρια ποὺ μὲ κράτησαν ἀκίνητη
κι ἀμέτρητα τὰ διεσταλμένα μάτια
ποὺ εἰσχωροῦσαν ὣς τὶς πιὸ κρυφὲς πτυχές μου.
Κι ἦταν ἡ βάναυση βιαιότητα κορμιῶν
συγκεντρωμένων στὸ δικό τους σφάδασμα
κι ὁ πόνος ποὺ ξερίζωνε ἀπ’ τὰ μυστικά μου
βάθη τὴν προσδοκία καὶ τὰ ὄνειρά μου
καὶ μὲ παράδινε ἄδεια καὶ κουρελιασμένη
στὸ γυμνὸ φῶς τ’ ἀνελέητο.
Ποτὲ δὲ θὰ ξανακοιτάξω τὸ φεγγάρι.
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Τὸ σπίτι ἐκεῖνο ἤτανε τ’ ὄστρακό μου.
Μαζὶ γερνούσαμε. Εἴχαμε τὶς ἴδιες ρυτίδες
μὲ τοὺς τοίχους, τὸ ἴδιο σκέβρωμα
μὲ τὰ παραθυρόφυλλα. Στὸ ξύλινο ταβάνι
τὴ νύχτα τρίζαν οἱ ἀναστεναγμοί μου
καὶ στὰ τενεκεδένια λούκια ἠχούσανε
στὸ σκοπὸ τῆς βροχῆς τὰ νεανικά μου γέλια.
Τοῦ ὑπνοδωμάτιου ἡ ταπετσαρία
διατηροῦσε τὸ ξεθωριασμένο τριανταφυλλὶ
τῶν κοριτσίστικων ὀνείρων μου.
Τώρα νιώθω ἀπογυμνωμένη.
Δὲν ἔφερα στῆς προσφυγιᾶς τὸν τόπο
ἄλλο ἀπὸ ἕν’ ἄρρωστο κορμί, ἀδειασμένο
ἀπὸ τὴν περασμένη μου ζωή.
Τὸ κρύο ἢ τὸ ἡλιόκαμα μὲ φθείρουν
μὲ ρυθμὸ ἐπιταχυνόμενο.
Νιώθω νὰ λιγοστεύω κάθε μέρα
Μέσα σὲ τούτη τὴ σκηνὴ
ποὺ τὸ πανί της κόλλησε στὸ δέρμα μου
σὰν τὸ ποκάμισο τοῦ Νέσσου
καὶ μὲ καίει.
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
Η ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ
Φύγαμε βιαστικά. Τὰ τὰνκς ἐρχόνταν
ἀπ’τὸ μεγάλο δρόμο τόσο γρήγορα
ποὺ δὲν προλάβαινα νὰ τρέξω
νὰ τὴν πάρω. Ὀλιγόπιστος, ναί. Φοβήθηκα
γιὰ τὸ σαρκίο μου, σὰ νὰ μὴν εἶχα
τόσα σημάδια ἰδεῖ τῆς χάρης της.
Τώρα ἐγὼ κάθομαι κάτω ἀπὸ τούτη τὴ σκηνὴ
κι ἐκείνη ἀπόμεινε στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν
σκλάβα ἡ Γλυκοφιλοῦσα κι ἡ Πανύμνητη.
Ἴσως τῆς βγάλαν τὰ πονετικά της μάτια
καθὼς εἴχανε κάμει οἱ πρόγονοί τους
στοὺς ἅγιους ποὺ σκεπάζουν τοῦ ναοῦ τοὺς τοίχους.
Ἴσως καὶ νὰ τὴν πούλησαν οἱ μεταπράτες
τῶν θεῶν στὴ γραία πόρνη Εὐρώπη
ποὺ ἐμπορεύεται τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς θεούς της.
Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Δὲ σᾶς ἀκούω τὶ λέτε.
Ὁ γιός μου ζεῖ. Ἔχω ἀκουμπήσει
τόσες φορὲς τ’ αὐτὶ στὴ γῆς·
ἂν ἦταν σκοτωμένος θὰ γροικοῦσα
ἕνα σιγανὸ μούρμουρο νὰ βγαίνει
μέσ’ ἀπ’ τὸ χῶμα, ὅσο μακριὰ
κι ἂν κείτουνταν θαμμένος. Μιὰ ζωὴ
ἔχω νὰ κάμω μὲ τὴ γῆς καὶ ξέρω.
Σέρνουνται ἀκόμη μέσα της φωνὲς
ξωμάχων πεθαμένων ἀπὸ χρόνια
καθὼς τοῦ κύρη μου καὶ τοῦ παπποῦ μου.
Γι’ αὐτὸ σᾶς λέω πὼς ὁ γιός μου ζεῖ.
Τόνε κρατοῦν ἐκεῖ, στὴν πέρα τὴ στεριὰ
καὶ μπαίνει ἡ θάλασσα ἀνάμεσά μας.
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Τὴ βλέπω ἀντίκρυ ἀπ’ τὸ παράθυρό μου
κάθε πρωί. Λικνίζεται ἀνεβαίνοντας ἀργὰ
στὸ μεγάλον ἱστό της, σίγουρη κι ἀκλόνητη
μὲ τὴν ὑπεροψία τοῦ νικητῆ.
Τὸ φύσημα τοῦ ἀέρα τὴ βακχεύει.
Ξεδιπλώνεται τότε κατακόκκινη
πελώρια αἱμάτινη κηλίδα
ποὺ φρίσσει καὶ χορεύει καὶ ὀργᾶ
στὸν ὅλο δάκρυνο φῶς οὐρανό μας.
Κι ἐγὼ δαγκάνω τὴ γροθιά μου
ὁ γέροντας κι ὁ ἀνήμπορος καὶ οἰμώζω
σὰ ζῶο ποὺ τοῦ μπῆξαν στὸ πλευρὸ μαχαίρι.
«Δὲ γίνεται», φωνάζω, «δὲ μπορεῖ
ἡ πολιτεία τούτη νὰ κοπεῖ στὰ δυὸ
τὸ δρόμο ποὺ περπάτησα χίλιες φορὲς
νὰ τὸν συρματοδέσουνε, νὰ τὸν τοιχογυρίσουν
νὰ γίνει πιὰ ἄλλος τόπος, ἄλλη ἐπικράτεια
κάτω ἀπὸ μιὰ ὁλοκόκκινη φτερούγα
ποὺ θέριεψε θρεμμένη ἀπὸ τὸ αἷμα μας
καὶ ὀργιάζει ἀσύστολα στὸν οὐρανό μας!»
«ΤΡΙΓΛΥΦΟ», 1976
ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ
Μνήμη Μάριου Βολακάκη
Τρίτο θρανίο στὴ σειρὰ τὴ μεσιανή.
Μαλλιὰ ξανθὰ καὶ τὸ χνούδι τὸ πρῶτο
νὰ πασπαλίζει μὲ χρυσόσκονη τὸ πανωχείλι.
Τὸν θυμοῦμαι ὅπως στήλωνε τὰ διάφεγγά του
μάτια μέσ’ στὰ δικά μου, διεσταλμένα
ἀπὸ τὴν πίεση κάποιας ἀπορίας,
ἄλλοτε πάλι μὲ τὴν ὄψη ὁλόφωτη
ἀπ’ τὴ χαρὰ γιὰ μιὰ σωστὴ ἀπάντηση.
Ἀκούω τὴ λυγερὴ φωνή του νὰ διαβάζει:
«Δημάρητε, οἷον ἐφθέγξαο ἔπος
ἄνδρας χιλίους στρατιῇ τοσῇδε μαχήσεσθαι.»
Δὲν πάει πολὺς καιρὸς ποὺ εἶδα σὲ φωτογραφία
σειρὲς τὰ μνήματα νεκρῶν ποὺ φυτευτῆκαν
στὴ γῆ τῆς Κύπρου. Σὲ μιὰ πλάκα
διάβασα τ’ ὄνομά του. Κι ἀπὸ κάτω:
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΕΚ ΧΑΝΙΩΝ. ΕΠΕΣΕ Τῌ 17. 8. 1974
Τρίτο θρανίο στὴ μεσιανὴ σειρά.
Ποῦ νά ’ξερα πὼς τόσο γρήγορα
θὰ διασκελοῦσε τὴν ἀπόσταση
ἀπὸ τὴν παιδικότητα ὣς τὸ θάνατο.
«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ», 1995